Τη Μαρία Ξυλούρη τη γνώρισα το 2017, σε μια παρουσίαση που κάναμε για τη «Λίγη Ζωή» της Χάνια Γιαναγκιχάρα. Ήταν τόσο σφοδρός ο έρωτας που είχα αναπτύξει γι’ αυτό το βιβλίο, που ήθελα διακαώς να αφουγκραστώ περισσότερα στοιχεία του μέσω του ανθρώπου που υπήρξε ο δίαυλός του στα ελληνικά.
Ενάμιση χρόνο μετά, όταν η Αμερικανή συγγραφέας ήρθε προσκεκλημένη της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, ξανασυναντηθήκαμε. «Πού να διαβάσεις το πρώτο της», μου είχε πει για το «Οι Άνθρωποι στα Δέντρα» που μετέφραζε εκείνη την περίοδο (και τα δύο από εκδ. Μεταίχμιο). Είχε δίκιο – το ντεμπούτο της Γιαναγκιχάρα, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά λίγο αργότερα, ήταν εξίσου συναρπαστικό, αλλά ακόμα πιο δύστροπο και κατά τόπους δυσβάσταχτο στην ανάγνωση.
Είχαν μεσολαβήσει, εν τω μεταξύ, τα «Κοκάλινα Ρολόγια» του Ντέιβιντ Μίτσελ (εκδ. Τόπος) και το «4 3 2 1» του Πολ Όστερ (Μεταίχμιο), βιβλία πολυσέλιδα, επίσης υποδειγματικά μεταφρασμένα από την Ξυλούρη. Όλο αυτό το διάστημα, η ίδια φαινόταν να είχε αφήσει στην άκρη τη συγγραφή των δικών της έργων. Αρκετά χρόνια μετά τα πρώτα της μυθιστορήματα («Rewind», «Πώς τελειώνει ο κόσμος», «Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου» – Καλέντης), φέτος επέστρεψε με διπλό «χτύπημα»: τη συλλογή διηγημάτων «Πέτρινα Πλοία» (Μεταίχμιο) και τη συμμετοχή της στο συλλογικό έργο «Δέκα διηγήματα για το Εικοσιένα» (LiFO βιβλία), διπλή αφορμή και για τη δική μας κουβέντα – στο τέλος της συνειδητοποιήσαμε, μάλλον με ανακούφιση, ότι τελικά ήταν ωραίο που πραγματοποιήθηκε σε ένα παγκάκι της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και όχι σε κάποιο καφέ.
Η συζήτηση κατέληξε, βέβαια, στο θέμα των ημερών, τις κοινές εμπειρίες που χρειάζεται ή όχι να φέρει ένας μεταφραστής σε σχέση με τον συγγραφέα με τον οποίο αναλαμβάνει να καταπιαστεί.
Ένας μεταφραστής, εφόσον έχει συναίσθηση των διαφορών και την ευαισθησία να ασχοληθεί μαζί τους, μπορεί να δώσει κάτι γόνιμο. Θα οδηγηθούμε στο να μη μεταφράζει κανένας τίποτα γιατί δεν έχει ακριβώς την εμπειρία του άλλου; Θα ήταν φριχτό. Αν θέλεις όντως να μεταφέρεις την εμπειρία μιας άλλης ομάδας, να ανοίξεις ένα παράθυρο σε μια άλλη κουλτούρα, η μετάφραση είναι το βασικό εργαλείο. Αν την κάνει ο καθρέφτης σου, τότε είναι μονόλογος.
— Πότε κατάλαβες ότι τα διηγήματα που έγραφες θα έπαιρναν τελικά τη μορφή της συλλογής «Πέτρινα Πλοία»;
Πολύ αργά. Είναι διηγήματα γραμμένα σε διάστημα μιας δεκαετίας και δεν είχα συναίσθηση για καιρό ότι θα μπορούσαν να είναι ένα βιβλίο, ότι είχε συγκεντρωθεί το υλικό. Μάλιστα την πρώτη σπιρουνιά μού την έδωσαν οι φίλες μου, οι μεταφράστριες Ιωάννα Ηλιάδη και η Κλαίρη Παπαμιχαήλ.
— Οι συνάδελφοί σου διαβάζουν το αδημοσίευτο υλικό σου;
Ουσιαστικά ανταλλάζουμε ιδέες και προβληματισμούς περί μετάφρασης. Αυτό μου το είπαν κάποια στιγμή που δημοσίευσα ένα από τα διηγήματα, έχοντας μια εικόνα άλλων ιστοριών μου. Πολλές από αυτές είναι γραμμένες πάνω στις ίδιες ράγες με το προηγούμενό μου μυθιστόρημα, τον «Καλλιγράφο», και κάποιες με το βιβλίο που γράφω από τότε. Με ενδιέφερε να υπάρχουν δημοσιευμένες και ως αυθύπαρκτο βιβλίο, αλλά και ως μια πέτρα που οδηγεί από τη μία όχθη στην άλλη.
— Ποιος θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο συνδετικός τους κρίκος; Νομίζω ότι είναι ο θάνατος.
Καλά, σίγουρα. Ένα άλλο κομμάτι είναι αυτή η γεωγραφία που προσπαθώ δειλά-δειλά να φτιάξω, που υπήρχε και στον «Καλλιγράφο». Μετά από δύο αθηναϊκά μυθιστορήματα, ήθελα κάπως να ξεφύγω, να δω πώς δημιουργείται ένας τόπος και πού οδηγεί από άποψη πλοκής και χαρακτήρων. Ήταν ούτως ή άλλως μια δεκαετία κατά την οποία διάβαζα πολύ για νησιά, για πουλιά, και νομίζω ότι όλο αυτό βγαίνει στο βιβλίο.
— Ήταν όμως και η δεκαετία κατά την οποία ασχολήθηκες πολύ με τη μετάφραση, και μάλιστα απαιτητικών, δύσκολων έργων.
Ναι, και γι’ αυτό νομίζω ότι κατέφευγα στα διηγήματα, γιατί μου έδιναν έναν μικρό χώρο και χρόνο για να θυμηθώ ότι κι εγώ η ίδια γράφω, να δίνω μικρά διαλείμματα στον εαυτό μου για να ακούω τη δική μου φωνή. Προφανώς δεν ήθελα να σταματήσω τη μετάφραση ή να τη συνδυάσω με τα δικά μου βιβλία, γιατί θέλω να είναι καθαρό, όταν δουλεύω με έναν άλλο συγγραφέα, ότι υπηρετώ αυτόν. Θέλω, δηλαδή, το εγώ μου, όσο μπορώ, να το καταπνίγω. Οπότε σίγουρα και η μετάφραση, με τους περιορισμούς που μου έθετε, έπαιξε ρόλο σε αυτήν τη συλλογή.
Υπήρχε και η πρόθεσή μου να εντάξω τον φυσικό κόσμο μέσα στο βιβλίο προσπαθώντας να του δώσω έναν ρόλο όχι απλού σκηνικού. Για παράδειγμά, τα πουλιά που υπάρχουν στο βιβλίο εγώ τα σκέφτομαι ως πολύ ουσιώδη κομμάτια της κάθε ιστορίας και όχι ως διακοσμητικά στοιχεία που δημιουργούν μια ατμόσφαιρα. Ας πούμε, η καρακάξα για μένα είναι σχεδόν χαρακτήρας.
— Η ίδια η περιορισμένη φόρμα του διηγήματος ήταν επίσης μια ανάσα, σε σχέση με τα πολυσέλιδα βιβλία που μετέφραζες;
Αργά ή γρήγορα θα προέκυπτε από τον τρόπο που γράφω. Ξεκινάω πάντα στο χέρι, γεμίζοντας τετράδια. Η πρώτη γραφή είναι πολύ σκόρπια, μπορεί 10 σελίδες να είναι ένα ενιαίο επεισόδιο και στην ενδέκατη να πιάσω έναν άλλο χαρακτήρα, να κάνω μια δοκιμή, μετά να προκύψει κάτι τελείως άσχετο.
Όταν θεωρήσω ότι τα τετράδια έχουν αρκετό υλικό, επανέρχομαι σε αυτά και αρχίζω να δακτυλογραφώ. Αυτό σημαίνει ότι πολλά μένουν απ’ έξω, δεν είναι όλα αξιοποιήσιμα. Ωστόσο από αυτήν τη διαδικασία προκύπτουν κι άλλα πράγματα. Γι’ αυτό μου αρέσει όταν μου ζητάνε να γράφω διηγήματα, γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις επεξεργάζομαι ιδέες που δεν έχω προλάβει ή παίρνω ιδέες από τα τετράδιά μου που δεν μπορούν να μπουν κάπου αλλού.
Δεν νιώθω απαραιτήτως πολύ άνετα στη μικρότερη φόρμα, αλλά είχε ενδιαφέρον η διαφορετική δουλειά. Το σκέφτομαι με όρους αθλητικούς: το μυθιστόρημα είναι ένας αγώνας μεγάλων αποστάσεων, το διήγημα είναι σπριντ. Και τα δύο τρέξιμο είναι, αλλά θέλουν άλλη τεχνική, άλλη προπόνηση και άλλο σωματότυπο.
— Μια και ανέφερες τα διηγήματα «κατά παραγγελία», πες μου για το «Ξετρύπι» που συμπεριλήφθηκε στη συλλογή για το 1821 της LiFO. Σε γύρισε στην παιδική σου ηλικία στην Κρήτη;
Το διήγημα είναι εμπνευσμένο από ιστορίες της περιοχής, στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Μάλιστα, ένα μεγάλο μέρος από το πρώτο χέρι το έγραψα με φόντο τη Γυριστή. Βέβαια, αυτή η ιστορία απέχει χρονικά πολύ από εμένα, αλλά με γύρισε όντως σε ιστορίες που άκουγα στο χωριό μου. Για παράδειγμα, χιονάδες λένε τους Ασιτιανούς, τους συγχωριανούς μου, γιατί όντως μαζεύανε χιόνι και νομίζω ότι υπάρχουν ακόμα καναδυό που το κάνουν. Και το χιόνι με πετιμέζι ή και κανελάδα είναι όντως εξαιρετικό.
Ήταν ευκαιρία να πάρω ιστορίες από τον τόπο μου και να δω τι μπορώ να τις κάνω, γιατί η Κρήτη δεν υπάρχει ξεκάθαρα πουθενά στα βιβλία μου. Θεωρούν δεδομένο, λόγω της καταγωγής μου, ορισμένοι αναγνώστες ότι το νησί στο «Πώς τελειώνει ο κόσμος» είναι η Κρήτη, ενώ δεν είναι. Εδώ όμως δεν ήταν η Ιστορία για μένα το ζητούμενο, αλλά η καθαρή μυθοπλασία. Έχει πολλές παγίδες το θέμα και μου προκαλούσε αμηχανία, γιατί διατρέχεις τον κίνδυνο να το μετατρέψεις σε «φουστανέλα», κι εγώ δεν ήθελα με τίποτα κάτι τέτοιο.
— Έχω την αίσθηση ότι σου αρέσει το άχρονο στοιχείο στα γραψίματά σου, το ασαφές πλαίσιο τόπου, οι ήρωες χωρίς όνομα. Γιατί αποφεύγεις να γίνεσαι πιο συγκεκριμένη;
Στα «Πέτρινα Πλοία» έχω κάνει πρόοδο, σε κάποια διηγήματα υπάρχουν ονόματα! Οι φίλοι που με διαβάζουν το λένε συχνά, «ονόμασε το νησί, να ξέρω πού βρίσκομαι». Δεν είμαι βέβαιη αν η ασάφεια, ειδικά στα πρώτα βιβλία, ήταν θέμα επιλογής ή αδεξιότητας. Στο «Πώς τελειώνει ο κόσμος», επειδή είχα ήρωες από την επαρχία, υπήρχε η ιδέα ότι όλες οι επαρχίες είναι αντίτυπο του ίδιου πρωτοτύπου. Θεώρησα ότι αν δεν τις κατονομάσω, εντείνω κάπως αυτή την ιδέα. Στην πραγματικότητα προκάλεσα μάλλον μια σύγχυση.
Μάλιστα, το σκεφτόμουν πολύ όταν ξεκίνησα να γράφω τον «Καλλιγράφο» και τα «Πέτρινα Πλοία», ότι δεν είναι δεδομένο πως η ανωνυμία βοηθά. Αν όντως θέλεις να δημιουργήσεις τόπους, θα πρέπει να σκεφτείς και ονόματα. Σε κάποια διηγήματα αισθάνθηκα ότι δεν υπάρχει λόγος να γίνει αυτό, σε άλλα με βοήθησε η ανωνυμία ή η παραλλαγή των ονομάτων να απομακρυνθώ από τις πραγματικές ιστορίες, να δώσω έναν άχρονο, ίσως παραμυθένιο χαρακτήρα, να φτιάξω μια δική μου γεωγραφία και να μπορώ να αυθαιρετήσω.
— Έχεις στο ενεργητικό σου δύο βιβλία του Ντέιβιντ Μίτσελ, δύο του Πολ Όστερ και δύο της Χάνια Γιαναγκιχάρα.
Τώρα δουλεύω πάνω στον τρίτο μου Μίτσελ.
— Τρεις σταρ της σύγχρονης λογοτεχνίας, ο καθένας στο είδος του, ιδιαίτερα αγαπητοί όλοι στην Ελλάδα. Το όνομά σου έχει συνδεθεί και με τους τρεις.
Απίστευτη τύχη. Δεν είναι ότι απλά μου δώσανε να μεταφράσω έναν διάσημο συγγραφέα, έχω την τύχη να μεταφράζω αυτούς τους συγγραφείς, που τους αγαπώ ούτως ή άλλως.
— Δώσε μου από ένα χαρακτηριστικό του καθενός που σε συναρπάζει προσωπικά.
Στον Μίτσελ το πρώτο που μου έρχεται είναι η γενναιοδωρία. Το λέω και από την ελάχιστη επαφή που έχουμε μέσω mail, ότι ως άνθρωπος είναι βαθιά γενναιόδωρος. Το δεύτερο που εκτιμώ είναι αυτή η απίστευτη εξυπνάδα που έχει, αυτό το ασύλληπτο μυαλό. Μου βγάζει πολλή αγάπη και προς τα βιβλία και προς τον αναγνώστη και προς τους χαρακτήρες του. Πιστεύω ότι ένας λόγος που επιμένει στις πολλές ζωές των ηρώων του είναι ότι κατά βάθος δεν του κάνει καρδιά να τους αποχωριστεί.
Τώρα διαβάζω μέσα στις προθέσεις του και ίσως κάνω λάθος, αλλά αισθάνομαι ότι κάπως προσπαθεί να ανατρέψει τον θάνατο. Και έχει αυτόν τον αέρα του παιχνιδιού, που εγώ τον απολαμβάνω πάντα στα βιβλία του. Δεν φοβάται να δοκιμάσει πράγματα, να γίνει ακόμα και γλυκανάλατος, αν χρειάζεται. Ειδικά αυτόν ακόμα δεν πιστεύω ότι τον μεταφράζω – ήταν και ο πρώτος, δεν το είχα προτείνει, δεν θα μου περνούσε καν από το μυαλό.
— Θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε τι θα κάνει στο σενάριο του «Matrix 4». Πιστεύω ότι θα είναι όλο πάνω του.
Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ανυπομονώ! Μακάρι, θα το ανανεώσει. Θυμάμαι το «Sense8», που μπορεί να καταχωρήθηκε ως αποτυχία αλλά ήταν συγκλονιστική σειρά και ήταν μεγάλο κρίμα που δεν έγινε εκείνος ο κύκλος που θα έγραφε ο Μίτσελ, του ταίριαζε απίστευτα. Το βιβλίο του που μεταφράζω τώρα, το «Utopia Avenue», είναι ένα πολύ αγαπητικό βιβλίο, στηρίζεται στη φιλία και στον σεβασμό μεταξύ των χαρακτήρων. Θεωρώ ότι προέκυψε και μέσα από τη δουλειά για το «Sense8». Χωρίς αυτό οι σχέσεις των ηρώων θα ήταν πολύ διαφορετικές.
— Για τον Πολ Όστερ τι έχεις να πεις; Μετέφρασες το magnum opus του, το «4 3 2 1».
Τεράστια ιστορία για μένα ο Όστερ. Υπήρξε μια περίοδος που διάβαζα το ένα μετά το άλλο τα βιβλία του και κάπως έτσι έμαθα να διαβάζω στα αγγλικά. Οπότε, να σου πω την αλήθεια, το «4 3 2 1» δεν ήθελα να το μεταφράσω.
— Γιατί; Το φοβήθηκες;
Όταν μου έκαναν την πρόταση από το Μεταίχμιο –ήμουν ήσυχη γιατί ήξερα ότι έχει τους μεταφραστές του–, τέλειωνα τη «Λίγη Ζωή», οπότε καταλαβαίνεις ότι από άποψη αντοχών ήμουν ήδη στα όριά μου. Αλλά και επειδή ακριβώς είναι τόσο φορτισμένη η αναγνωστική σχέση που έχω με τον Όστερ, δεν ήμουν σίγουρη ότι θέλω να γίνει και μεταφραστική αυτή η σχέση.
— Πώς αλλάζει δηλαδή η σχέση που έχεις αναπτύξει με έναν συγγραφέα, όταν μπαίνεις στη διαδικασία να τον μεταφράσεις; Πώς αναδομείται;
Κατ’ αρχάς μπαίνεις συνεχώς στον πειρασμό να σκέφτεσαι «αυτό τώρα πώς μεταφράζεται;», ακόμα και αν δεν σου το έχουν αναθέσει και ξέρεις ότι θα το κάνει κάποιος άλλος. Πιάνεις τον εαυτό σου να σταματά σε φράσεις και αντί να τις απολαμβάνει, να σκέφτεται «ωραία το έγραψε, πώς γυρνάει όμως στα ελληνικά;». Δηλαδή ξεφλουδίζεις το κρεμμύδι τόσο πολύ, οπότε αρχίζεις να βλέπεις τους αρμούς και τα γρανάζια. Βλέπεις πώς θα το συναρμολογήσεις αλλά φοβάσαι, τώρα που ξέρεις πώς είναι από μέσα. Είναι σαν τα φαγητά που αν δεις πώς μαγειρεύονται δεν πολυθέλεις να τα ξαναφάς. Εγώ τον είχα αυτόν τον φόβο – ευτυχώς και με τους τρεις βλέπω ότι μπορώ να τους ξαναδιαβάσω με ευχαρίστηση.
Το βασικότερο είναι ότι κάπως σταματά η σχέση σου με το συγκεκριμένο βιβλίο που μετέφρασες. Μετά, τουλάχιστον εμένα, μου είναι πολύ δύσκολο να επιστρέψω σε αυτό, είτε στα αγγλικά είτε στα ελληνικά. Θα σκέφτομαι διαρκώς «αυτό μήπως θα έπρεπε να το είχα κάνει αλλιώς;». Ή θα πέφτει πάντα το μάτι στο τυπογραφικό. Και δυστυχώς, ειδικά σε τόσο πολυσέλιδα βιβλία, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ξεφύγει κάτι. Δεν έχω ακόμα τη χρονική απόσταση, δεν έχει περάσει ούτε δεκαετία από την πρώτη μου μετάφραση, οπότε ζορίζομαι.
Δεν πεθαίνουν αυτά τα βιβλία, βέβαια, ακόμα βλέπω εφιάλτες για όλες τις μεταφράσεις μου και μπορεί να ξυπνήσω μέσα στη νύχτα. Θέλει τεράστια προσπάθεια να μη σηκωθώ για να πάω στη βιβλιοθήκη αμέσως και να τσεκάρω για λάθη. Δεν είναι ότι παύω να τα αγαπάω αλλά δεν μπορώ να ξαναμπώ στις σελίδες τους με τον τρόπο που έμπαινα πριν.
— Στη Γιαναγκιχάρα τι εκτιμάς;
Είχε τύχει να διαβάσω τους «Ανθρώπους στα Δέντρα» πριν από τη «Λίγη Ζωή», λόγω της εμμονής μου με τα νησιά. Δεν ήξερα τίποτα για τη συγγραφέα και απλά είδα κάπου το οπισθόφυλλο του βιβλίου και το παρήγγειλα. Το κάνω συχνά αυτό, να παραγγέλνω, μαζί με τα βιβλία που θέλω, και μερικά άλλα στην τύχη, γιατί θέλω να συνεχίσω να εκπλήσσομαι.
Θυμάμαι να κάθομαι για να το ξεφυλλίσω και ξαφνικά να έχω φτάσει στη μέση, να έχω μπει στο Google και να ψάχνω ποια είναι. Κατ’ αρχάς είναι άντρας ή γυναίκα; Το βιογραφικό έλεγε απλά «Hanya Yanagihara lives in New York», χωρίς φωτογραφία. Μου είχε έρθει από το πουθενά.
Όταν έφτασε πια η «Λίγη Ζωή» είχα πίστη ότι αυτό το περίεργο πράγμα που επιχειρεί θα το καταφέρω. Μου έχει τύχει να μιλήσω με ανθρώπους που όταν διάβασαν τους «Ανθρώπους στα Δέντρα», μου είπαν «τώρα καταλαβαίνω τι έλεγες». Είναι πολύ περίεργο αυτό που συμβαίνει με αυτήν τη συγγραφέα.
Αν όντως θέλεις να δημιουργήσεις τόπους, θα πρέπει να σκεφτείς και ονόματα. Σε κάποια διηγήματα αισθάνθηκα ότι δεν υπάρχει λόγος να γίνει αυτό, σε άλλα με βοήθησε η ανωνυμία ή η παραλλαγή των ονομάτων να απομακρυνθώ από τις πραγματικές ιστορίες, να δώσω έναν άχρονο, ίσως παραμυθένιο χαρακτήρα, να φτιάξω μια δική μου γεωγραφία και να μπορώ να αυθαιρετήσω.
— Κι εγώ πρωθύστερα διάβασα, φυσικά, τη «Λίγη Ζωή» και μετά, στους «Ανθρώπους στα δέντρα», δυσκολεύτηκα περισσότερο.
Γι’ αυτό η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό, όταν σκέφτομαι Γιαναγκιχάρα, είναι «αναλέητη».
— Ο τρόπος με τον οποίο αγγίζει το ζήτημα της παιδοφιλίας, το τελευταίο θέμα-ταμπού του δυτικού πολιτισμού, είναι μοναδικός και πολύ ύπουλος.
Ανελέητη και ατρόμητη. Έχει αξιοθαύμαστη γενναιότητα σε αυτό που κάνει. Και αυτό ήταν το ντεμπούτο της. Φαντάσου να εμφανίζεσαι με αυτό το βιβλίο! Σε φέρνει αντιμέτωπο με πολύ σκοτάδι γι’ αυτό και δεν αγαπήθηκε, παρόλο που η κριτική ήταν πολύ πιο ευνοϊκή μαζί του, απ’ ό,τι με τη «Λίγη Ζωή», γιατί θεωρητικά είναι πολύ πιο άρτιο τεχνικά, αλλά δεν νομίζω ότι μπόρεσε κανένας να συνδεθεί με τους χαρακτήρες. Ο αφηγητής είναι ένα τέρας και όλα τα βλέπουμε από το δικό του πρίσμα.
Είναι πολύ δύσκολο, καλώς ή κακώς, να αγαπήσεις ένα βιβλίο, αν δεν αισθανθείς μια σύνδεση με τους χαρακτήρες. Και η «Λίγη Ζωή» καταλαβαίνω γιατί απωθεί πολύ κόσμο, αλλά εγώ δεν έχω δει αντίστοιχη περίπτωση, να έχει κυκλοφορήσει, στα ελληνικά τουλάχιστον, από το ’16 και ακόμα και σήμερα να τσακώνεται κόσμος στο Ίντερνετ γι’ αυτό. Είτε μας αρέσει είτε όχι το βιβλίο, νομίζω ότι αυτή η φοβερή αντίδραση κάτι λέει και για εμάς και για την εποχή μας, κάποια ανάγκη ή κάποια χαραμάδα έχει βρει και έχει χωθεί μέσα.
Βλέπεις πολλά αμερικανικά βιβλία στα οποία δεν έχεις να προσάψεις κάτι. Τεχνικά ακολουθούν τους «κανόνες» κατά γράμμα. Συνήθως προκύπτουν από εργαστήρια δημιουργικής γραφής – χωρίς να είμαι απαραίτητα αρνητική απέναντί τους. Μετά από δύο μήνες τα έχεις απλά ξεχάσει. Το πώς η «Λίγη Ζωή» αξιοποιεί το ψεγάδι είναι εντυπωσιακό.
— Όταν μεταφράζεις και όταν γράφεις κάτι δικό σου, έχω καταλάβει ότι τα κουβαλάς πραγματικά μέσα σου για μεγάλο διάστημα. Θες να το δουλέψεις, να αλλάξει αυτό, καθώς περνάνε τα χρόνια και θα έχεις μεγαλύτερη παραγωγή, ή είναι κάτι που σου αρέσει με τον τρόπο που συμβαίνει;
Κοίτα, έχω πολύ αμφίθυμη σχέση με αυτό. Ως μεταφράστρια είμαι αναφανδόν υπέρ του συγγραφέα. Τα πονάω λίγο περισσότερο και από δικά μου βιβλία. Τα δικά μου βιβλία κάποια στιγμή σταματάω να τα βλέπω στον ύπνο μου. Στις μεταφράσεις δεν έχει συμβεί ακόμα αυτό. Νομίζω ότι έχει να κάνει με το ποιοι είναι οι συγγραφείς και με την αίσθηση της ευθύνης απέναντι στα βιβλία τους.
Οι συγγραφείς συνήθως δεν επιλέγουν τον μεταφραστή τους, δεν έχουν έλεγχο της διαδικασίας, οπότε ουσιαστικά τα παραδίδουν στον εκδότη πιστεύοντας ότι θα κάνει το καλύτερο που μπορεί. Πρέπει να τα δεις με σεβασμό και με αγάπη, είτε σου αρέσουν είτε όχι, και να κάνεις το καλύτερο που μπορείς.
Τώρα για τα δικά μου βιβλία, όταν ξεκινάω, σκέφτομαι «με καίει αυτό το πράγμα για να το γράψω;». Διότι θα πρέπει να χάσω χρόνο από άλλα πράγματα που θα με διασκέδαζαν. Θα χάσω χρόνια από τη ζωή μου και θα το έχω στο βιογραφικό μου. Θα πρέπει να με απασχολεί εμένα την ίδια. Θυμάμαι ένα βιβλίο που είχα ξεκινήσει, το είχα προχωρήσει αρκετά και κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι το βαριόμουν θανάσιμα. Το παράτησα. Ακόμα κι αν κατάφερνα να το τελειώσω, πώς θα είχα την απαίτηση από τον αναγνώστη να καθίσει να το διαβάσει;
— Θέλει κουράγιο αυτό, να το συνειδητοποιήσεις και να το παραδεχτείς.
Ξέρεις τι με βοήθησε σε αυτό; Το «Πώς τελειώνει ο κόσμος» θα ήταν το ντεμπούτο μου κανονικά, το είχα γράψει πρώτο και το είχα δουλέψει τουλάχιστον πεντέξι φορές. Και μάλιστα στις αρχές νόμιζα ότι ήταν το υπέρτατο αριστούργημα. Πολύ μικρή και αφελής και επηρμένη! Το είχα στείλει σε εκδότες, απορρίφθηκαν όλες οι εκδοχές. Στην αρχή είναι δύσκολο να καταλάβεις ότι το απορρίπτουν όχι γιατί οργανώνουν απαραίτητα μία συνωμοσία εναντίον σου, γιατί θέλουν να καταπνίξουν το αριστούργημά σου, αλλά γιατί δεν είναι ένα καλό βιβλίο, γιατί λαμβάνουν 800 βιβλία τον χρόνο και προφανώς τα περισσότερα από αυτά δεν είναι άξια έκδοσης, γιατί είσαι ακόμα πολύ μικρή και θες πολλή δουλειά.
Την πρώτη φορά ήμουν έξαλλη. Τη δεύτερη συνειδητοποίησα ότι ήταν γεμάτο λάθη, αδεξιότητες, αμηχανίες στην αφήγηση, απιθανότητες στην πλοκή. Το ξαναδούλεψα, απορρίφθηκε ξανά. Με βοήθησαν πολύ αυτές οι απορρίψεις, μου έδωσαν αφορμή να ξαναδώ αυτό που έγραφα. Ε, μετά την τελευταία απόρριψη, το άφησα στην άκρη για να γράψω κάτι άλλο. Και αυτό ήταν το «Rewind», που τελικά εγκρίθηκε και εκδόθηκε αμέσως.
— Ανέφερες πριν ότι ο συγγραφέας συνήθως δεν επιλέγει τους μεταφραστές του. Θέλω να μου πεις την άποψή σου γι’ αυτό το τεράστιο ντιμπέιτ που έχει ανακύψει με τη μετάφραση των ποιημάτων της Αμάντα Γκόρμαν. Μπαίνει στην εξίσωση το θέμα των εμπειριών ενός μεταφραστή, είτε πρόκειται για το black experience ή για το queer experience. Πώς το βλέπεις όλο αυτό; Ο «Ψυχογιός» (σ.σ. που θα εκπροσωπήσει την Γκόρμαν στην Ελλάδα) περιμένει έγκριση για τον μεταφραστή που έχει επιλέξει, έχοντας δηλώσει πως «λόγω του φυλετικού προφίλ του ελληνικού πληθυσμού, δεν υπάρχουν μαύροι μεταφραστές/ποιητές από τους οποίους να διαλέξουμε».
Σκεφτόμουν ποιος θα μπορούσε να το αναλάβει και τι ακριβώς θα κάνει. Είναι δύσκολο να βρεις άνθρωπο που να πληροί όλα αυτά τα κριτήρια στην Ελλάδα. Κοίτα, είναι πολύ ωραίο όταν μπορείς να βρεις έναν μεταφραστή που να έχει κοινή εμπειρία με τον συγγραφέα, να μοιράζεται πράγματα και να μπορεί να καταλάβει τον κόσμο του. Δεν είναι πάντα εύκολο και δεν είναι πάντα δεδομένο ότι ο ιδανικός μεταφραστής, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει, είναι αυτός που μοιράζεται την ίδια εμπειρία.
Για μένα η μετάφραση στήνει γέφυρες. Έχεις έναν άνθρωπο που έρχεται από άλλο περιβάλλον και η αποστολή σου είναι να τον φέρεις σε άλλη γλώσσα και νοοτροπία, για να υπάρξει επικοινωνία. Μου μοιάζει αντίθετο με τη λογική της μετάφρασης το να επιβάλλεις έναν μεταφραστή απολύτως ίδιο. Η μετάφραση, κατά τη γνώμη μου, γίνεται στις διαφορές.
Επίσης με προβληματίζει το ότι ο/η μεταφραστής/-τρια που είχε επιλεγεί για την Ολλανδία υποτίθεται ότι ήταν επιλογή της ίδιας της Γκόρμαν. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο παρασκήνιο που αγνοούμε. Με αυτήν τη λογική εγώ δεν θα έπρεπε να είχα μεταφράσει Όστερ γιατί δεν είμαι λευκός Μπρουκλινέζος γεννηθείς το ’40. Γιαναγκιχάρα επίσης, γιατί τι σχέση έχω εγώ με αυτή την τύπα που συνδυάζει Χαβάη, Κορέα, Ιαπωνία, Αμερική; Ακόμα και με τον Μίτσελ δεν έχω σχέση. Δεν θα έπρεπε να έχω ασχοληθεί μαζί τους. Αλλά πώς θα βρεις ακριβώς το ίδιο;
Ένας μεταφραστής, εφόσον έχει συναίσθηση των διαφορών και την ευαισθησία να ασχοληθεί μαζί τους, μπορεί να δώσει κάτι πολύ πιο γόνιμο. Καταλαβαίνω από την άλλη την ανάγκη της μαύρης εμπειρίας να ακουστεί η φωνή της. Αλλά αυτό είναι τελείως ακραίο. Θα οδηγηθούμε στο να μη μεταφράζει κανένας τίποτα γιατί δεν έχει ακριβώς την εμπειρία του άλλου; Θα ήταν φριχτό. Αν θέλεις όντως να μεταφέρεις την εμπειρία μιας άλλης ομάδας, να ανοίξεις ένα παράθυρο σε μια άλλη κουλτούρα, η μετάφραση είναι το βασικό εργαλείο. Αν την κάνει ο καθρέφτης σου, τότε είναι μονόλογος.
— Η δουλειά του συγγραφέα και του μεταφραστή είναι ούτως ή άλλως πολύ μοναχική. Η πανδημία πώς σε έχει επηρεάσει δημιουργικά;
Δεν είμαι της λογικής ότι όταν συμβαίνει κάτι, τώρα πρέπει να το καταγράψω. Το φοβάμαι, θέλω να δίνω χρόνο, να φιλτράρω κάποια πράγματα. Όταν ξεκίνησε η πανδημία, συζητούσαμε με συγγραφείς και μεταφραστές και λέγαμε ότι ούτως ή άλλως δεν βγαίνουμε πολύ από τα σπίτια μας. Κι όμως, οι περισσότεροι, όσο εσωστρεφείς κι αν είμαστε, ζοριζόμαστε.
Γι’ αυτό και είμαι αμήχανη προς αυτούς που δίνουν συμβουλές. Δεν είναι όλα ευκαιρία για να είμαστε παραγωγικοί. Ζούμε κάτι που μας φέρνει στα όρια της αντοχής μας, και το λέμε εμείς που είμαστε ευνοημένοι και μιλάμε από θέσεις προνομιούχες. Σκέψου πόσος κόσμος δεν έχει καν την πολυτέλεια να μιλά για ψυχολογικό impact γιατί είναι απλά μπροστά σε έναν τοίχο. Δεν μπορείς να του λες ότι είναι ευκαιρία να διαβάσει λίγο περισσότερο και να αυτοβελτιωθεί.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ «ΠΕΤΡΙΝΑ ΠΛΟΙΑ» ΕΔΩ.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ «ΔΕΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ» ΕΔΩ.
Η Μαρία Ξυλούρη συνεργάζεται με τις εκδόσεις Μεταίχμιο.