Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφόρησε η συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Υπερώον». Τα ποιήματα γράφτηκαν την άνοιξη του 1985. Είναι μια από τις πενήντα ανέκδοτες συλλογές που άφησε πίσω του πεθαίνοντας ο Γιάννης Ρίτσος. Η ποιητική συλλογή Υπερώον γράφτηκε στην Αθήνα, απ' την 1 του Μάρτη ως τις 21 του ίδιου μήνα. Η Β' γραφή των ποιημάτων έγινε πάλι στην Αθήνα, απ' τις 6-29 του Απρίλη και στον Κάλαμο απ' τις 30 του Απρίλη ως την 1 του Μάη 1985. Η ανάγνωσή αυτών των κρυπτικών, εξομολογητικών, χαμηλόφωνων και με εξομολογητική διάθεση ποιημάτων, οδηγεί τον αναγνώστη στην απόλαυση.
«Ο Ρίτσος έγραφε νυχθημερόν», λέει η κόρη του, Έρη Ρίτσου. «Το αποτέλεσμα ήταν ότι μέσα σε μια χρονιά μπορούσε να έχει οριστικά τελειώσει τέσσερις ή πέντε ποιητικές συλλογές, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να εκδοθούν. Γιατί ούτε εκδοτικός οίκος να υποστηρίξει κάτι τέτοιο υπήρχε, ούτε το αναγνωστικό κοινό ήταν εύκαιρο και διατεθειμένο να διαβάσει έναν ποιητή μέσα σε μια χρονιά. Κάθε φορά που τέλειωνε μια ποιητική συλλογή την καθαρόγραφε με τον ωραίο γραφικό του χαρακτήρα, με τα διακοσμητικά και την έβαζε στην άκρη. Μέσα στο χρόνο μπορούσε να βγάλει μια ή δυο ποιητικές συλλογές, ανάλογα με τη διάθεσή του και τι έκρινε τι ήταν πρόσφορο να βγει».
Η συζήτηση με την Έρη Ρίτσου
— Τι άφησε πίσω του ο πατέρας σας; Σας ρωτώ επειδή το αρχείο του καταστράφηκε δυο φορές.
Υπάρχουν 8.000 σελίδες ποίησης του Ρίτσου, παρόλες τις καταστροφές του αρχείου του. Έγιναν δυο μεγάλες, η μία μετά τα Δεκεμβριανά, -και ήταν ένα μεγάλο πλήγμα επειδή εκτός από τα ποιήματα καταστράφηκε και ένα μεγάλο μυθιστόρημα χιλίων και σελίδων και όλη η αλληλογραφία του με τον Παλαμά, τον Σικελιανό, την Πολυδούρη και ενθυμήματα της οικογένειάς του. Η δεύτερη καταστροφή του αρχείου του έγινε από τον ίδιο, την περίοδο της δικτατορίας, όταν βρισκόταν σε κατ' οίκον περιορισμό στη Σάμο, με γνωμάτευση ότι έχει έξι μήνες ζωή μπροστά του, θεωρούσε ότι δεν είχε χρόνο να τα επεξεργαστεί και δεν ήθελε να αφήσει ημιτελή και έσκισε άπειρες σελίδες.
H ποιητική συλλογή το Υπερώον, είναι γραμμένη το Μάρτιο του 1985. Ήταν μια εποχή τότε που άρχισε να φαίνεται όλη η ηθική κατάπτωση που βιώναμε στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της εποχής εκείνης.
— Γιατί αποφασίσατε να εκδώσετε το Υπερώον;
Επειδή έχουν περάσει είκοσι και χρόνια από το θάνατό του, διαβάζοντας κάποια που έχουν μείνει, στάθηκα σε αυτή τη συλλογή, το Υπερώον, γραμμένη το Μάρτιο του 1985. Ήταν μια εποχή τότε που άρχισε να φαίνεται όλη η ηθική κατάπτωση που βιώναμε στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της εποχής εκείνης. Είχαν προηγηθεί τα κουτιά πάμπερς του Κοσκωτά, είχαν αρχίσει να βγαίνουνε στην επιφάνεια διάφορα φοβερά και τρομερά, ήταν η εποχή της εκλογής Σαρτζετάκη με τα γαλάζια ψηφοδέλτια και όλα αυτά. Διαβάζοντάς το, είχα την αίσθηση ότι υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη συνάφεια με τη δική μας εποχή, τη σημερινή, που υπάρχει μεν η οικονομική κρίση, αλλά παράλληλα υπάρχει μια κρίση ηθική και αξιών. Αισθάνθηκα ότι η κρίση εκείνη, ήταν η γενεσιουργός αιτία της κρίσης της σημερινής. Θεώρησα λοιπόν ότι έχουν μια επικαιρότητα αυτά τα ποιήματα, παρόλο που στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ρίτσος γινόταν όλο και πιο αυτοβιογραφικός. Χωρίς ποτέ να αφήνει στην άκρη τις κοινωνικές διαστάσεις. Στο υπερώον υπάρχουν καίριες νύξεις σχετικά με το τι συμβαίνει τριγύρω.
— Ο πατέρας σας, όπως λένε, έκανε τρεις και τέσσερις γραφές σε κάθε έργο του.
Ναι μεν ήταν πολυγραφότατος, αλλά ήτανε και τελειομανής. Πραγματικά, κάθε συλλογή του έχει τρεις και τέσσερις γραφές, πολλές φορές και περισσότερο. Πάντα το επεξεργαζόταν σχολαστικά. Ο ίδιος, έλεγε ως συμβουλή σε νέους ποιητές «γράψτε είκοσι σελίδες, σκίστε τις δεκαοκτώ, κρατήστε δύο». Επίσης ασχολιόταν με την επιμέλεια και την αισθητική. Ο τίτλος «Υπερώον» έχει φωτογραφηθεί όπως το είχε κάνει με τον δικό του γραφικό χαρακτήρα και στην έκδοση αυτή.
— Τι είναι αυτό που θυμάστε περισσότερο από τον πατέρα σας;
Τι θυμάμαι από τον μπαμπά; Η πιο έντονη ανάμνηση όταν ήμουν παιδί ήταν να έρχεται ο μπαμπάς από την Αθήνα στη Σάμο για διακοπές. Χριστούγεννα Πάσχα, καλοκαίρι. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι ήταν η βαλίτσα του μπαμπά. Γιατί έφερνε από την Αθήνα πράγματα που δεν υπήρχαν. Περίμενα να δω το φορεματάκι μου έφερε ο μπαμπάς. Συνήθως οι πιο πολλές εικόνες που έχω είναι από θάλασσα. Επειδή τη λάτρευε τη θάλασσα, Μονεμβασίτης ών, γεννημένος μέσα στη θάλασσα, περνούσε πάρα πολλές ώρες στην παραλία πάντα με το μπλοκάκι του και πάντα γράφοντας. Του άρεσε πάρα πολύ το κολύμπι και θυμάμαι κάτι απίστευτες φουρτούνες στο Καρλόβασι, να βουτάει μέσα στα κύματα και να παλεύει, αλλά τον θαύμαζα και φοβερά πως τα κατάφερνε και προσπαθούσα και εγώ να τον μιμηθώ. Και το έκανα μέχρι προσφάτως. Άλλες εικόνες που έχω από τα πολύ μικρά μου χρόνια είναι ότι μας μάθαινε να χορεύουμε. Στην Αθήνα κυκλοφορούσαν όλοι οι καινούργιοι χοροί και όταν ερχότανε στη Σάμο μας έβαζε στη σειρά για να μας μάθει όλους τους τελευταίους χορούς, τσάρλεστον, τσα-τσα, μέχρι χάλι – γκάλι, μάντισον και μπόσα νόβα. Καθόταν και μου ζωγράφισε τα ζώα στο τετράδιό μου, το ελάφι, το λύκο και αργότερα θυμάμαι ότι στο δωμάτιό του παίρναμε όλα τα έπιπλα στην άκρη και βάζαμε τα χαρτιά της ζωγραφικής, ρίχναμε το μελάνι και άπλωνε και περιμέναμε να δούμε το σχέδιο. Και μετά έξυνε με ένα ξυραφάκι για να κάνει το σχέδιο.
— Είχε χρόνο για άλλα πράγματα εκτός από τη γραφή;
Ναι. Παρόλο που έγραφε συνεχώς, διάβαζε πολύ ήταν ενημερωμένος για τα πάντα. Τον θεωρούσα ζωντανή εγκυκλοπαίδεια. Ήξερε τα πάντα. Κάναμε βόλτες στην παραλία και μου μιλούσε για τον υπαρξισμό, την ψυχολογία, τη ζωγραφική, ότι απορία είχα.
— Και μια τελευταία ανάμνηση;
Τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την μεταπολίτευση όταν το έργο του έγινε γνωστό στο πλατύ κοινό ο κόσμος άρχισε να τον αντιμετωπίζει σαν σταρ και θυμάμαι ότι σε κάποιες τέτοιες εκδηλώσεις που ο κόσμος τον χειροκροτούσε, αισθανόμουν περίεργα. Θυμάμαι τον παρακολουθούσα πάντα από μακριά και μου έκανε εντύπωση πόσο χαρά αντανακλούσε το πρόσωπό του. Γιατί ήταν ένας άνθρωπος που είχε υποφέρει πάρα πολύ στη ζωή του, είχε στερηθεί, είχε μείνει ορφανός από πολύ μικρό παιδάκι, η οικογένεια κατέρρευσε οικονομικά, είχε ζήσει απίστευτες φτώχειες, δυστυχίες, αρρώστιες, διώξεις, εξορίες φυλακίσεις.
— Πιστεύετε ότι και το έργο του δίχαζε, δεν είχε αποδοχή καθολική;
Σε ότι αφορά το έργο του, οι μεν τον αγνοούσαν σχεδόν έκαναν σαν να μην υπάρχει, οι δε τον λοιδωρούσαν και έλεγαν «σιγά μην είναι ποίηση αυτή είναι συνθηματολογία» και φαινόταν ότι όλη αυτή η στέρηση τόσων χρόνων παρόλο που τον ίδιο δεν τον είχε επηρεάσει και ι ίδιος είχε πλήρη συνείδηση της σοβαρότητας της δουλειάς που κάνει. Φαίνεται πως αυτό σου αφήνει κάποια πικρία. 'Οσο και σίγουρος να είσαι, θέλεις να σου πει κάποιος και μπράβο. Και θυμάμαι τα τελευταία χρόνια ακτινοβολούσε χαρά το πρόσωπό του. Αυτή είναι η εικόνα που έχω. Νομίζω δοξάστηκε τελικά και αγαπήθηκε από τον κόσμο όσο κανένας άλλος ποιητής.
— Τι σημαίνει να είσαι κόρη ποιητή;
Μέχρι που να φύγω από την Ελλάδα ήξερα ότι ο μπαμπάς γράφει ποιήματα. Όταν ήμουνα μικρή ψιλοντρεπόμουν κιόλας. Δεν είναι δουλειά το να είσαι ποιητής. Δεν ήταν μαραγκός, εργάτης. Δηλαδή η μαμά σου σας θρέφει, έλεγαν. Ουσιαστικά, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι είναι πέρα από το μέσο όρο, όταν πήγα στη Γαλλία και εκεί άρχισα να σκέφτομαι ότι δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση. Αλλά όταν ζεις σε μια οικογένεια το θεωρείς εντελώς φυσιολογικό. Επίσης, όταν ήμουν μικρή δε θεωρούσα γοητευτικό το γράψιμο, προτιμούσα να γίνει ζωγράφος και μου είχε πει αυτό το πολύ γνωστό ότι «η ζωή αποφάσισε γιαυτόν». Ηταν ένας γλυκός και τρυφερός άνθρωπος. Είχε ένα σανιδάκι, το είχε και μαζί του στην εξορία. και όταν έγραφε το έβαζε στα πόδια του και καθόταν στο καθιστικό. Μόνο στη Σάμο τον θυμάμαι να κάθεται στο γραφείο του.
Πέντε ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου από το «Υπερώον»
Μυστική ιδιοκτησία
Ιδιοκτήτες της νύχτας –
άστεγα άστρα,
δυο δίφραγκα στην τσέπη μας,
το σφύριγμα του τραίνου κάτω απ' το πουκάμισό μας
κατάσαρκα.
Μοναχική ευτυχία,
κι ένα ποτήρι νερό
λάμποντας
μέσα στο κλειδωμένο σπίτι.
Αθήνα, 2.ΙΙΙ.85
Δείλι
Λιπόσαρκο δείλι. Ωστόσο
καλά χρωματισμένο.
Ωχρές και ρόδινες ανταύγειες
στις προσόψεις των σπιτιών.
Όταν θα φύγεις
μη μου πάρεις στη βαλίτσα σου
αυτά τα χρώματα τουλάχιστον.
Αλλιώς
πώς θα περιμένω;
Αθήνα, 2.ΙΙΙ.85
Στο υπερώον
Μετά την παράσταση
έμεινε κρυφά στο υπερώον
στα σκοτεινά.
Η αυλαία ολάνοιχτη.
Εργάτες της σκηνής,
φροντιστές, ηλεκτρολόγοι
ξεστήνουνε τα σκηνικά,
μετέφεραν στο υπόγειο
ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι,
σβήσαν τα φώτα,
έφυγαν,
κλείδωσαν τις πόρτες.
Σειρά σου τώρα,
χωρίς φώτα,χωρίς σκηνικά και θεατές,
να παίξεις εαυτόν.
Αθήνα, 4.ΙΙΙ.85
Απογύμνωση
Η σόμπα σκούριασε.
Τα μπουριά ξεφλουδάνε.
Οι τοίχοι ραγίζουν.
Στο κάδρο
ένα δέντρο ολομόναχο
πράσινο ακόμη.
Πούλησες και το ρολογάκι του χεριού σου.
Νοθέψανε και τον καφέ.
Ένα τσιγάρο ξεχασμένο
καπνίζει στο σταχτοδοχείο. Λοιπόν,
τόσο μεγάλο κενό,
τόση στέρηση,
η ελευθερία;
Αθήνα, 9.ΙΙΙ.85
Κρίση
Καιρός ναυτίας, –έλεγε–
δηλώσεις, τυμπανοκρουσίες, μετέωρα επίθετα,
νύχτες βαθιές, ξαγρυπνισμένες
μπροστά σ' έναν τεράστιον ουρανό, απόρθητον
από έλλειψη ενδιαφέροντος.
Έχω –είπε–
ένα χρυσό μαχαίρι. Δεν ξέρω
σε ποιον να το χαρίσω,
δεν ξέρω που να το καρφώσω.
Τ' άφησε στο τραπέζι.
Ύστερα, αφηρημένος, άρχισε να κόβει
τα φύλλα ενός βιβλίου, ακούγοντας έξω
τα βήματα των δυο πλανόδιων μουσικών.
Αθήνα, 18.ΙΙΙ.85
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 2.5.2015