Η μυστηριώδης δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1948, ενώ μαινόταν ακόμα ο Εμφύλιος κατά την «ένοπλη κομμουνιστική ανταρσία», συγκλόνισε την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη. Παρέμεινε, δε, εδώ και εξήντα οκτώ χρόνια, σκοτεινή –στην ουσία, ανεξιχνίαστη– η δίκη της περίφημης «υπόθεσης Πολκ». Αντί να ρίξει φως στα πραγματικά γεγονότα, η δικαστική υπόθεση τελικά αμφισβητήθηκε: τα «αποδεικτικά στοιχεία» ήταν αποτέλεσμα μιας απίστευτης σκευωρίας με πολιτικές προεκτάσεις. Ο καταδικασθείς «δολοφόνος» του Πολκ, Γρηγόρης Στακτόπουλος, δημοσιογράφος της εφημερίδας «Μακεδονία», μέχρι το τέλος της ζωής του υποστήριζε την αθωότητά του. Ουδέποτε όμως δικαιώθηκε.
Σήμερα, μετά την αίτηση του Στακτόπουλου για αναψηλάφιση της δίκης του τον Φεβρουάριο του 1977, κυκλοφορεί μία ενιαία έκδοση με δύο ξεχωριστούς τίτλους και συγγραφείς: «Ο Γιάννης Μαρής για την υπόθεση Πολκ» του Γιώργου Α. Λεονταρίτη και «Ποιος σκότωσε τον Πολκ;» του Γιάννη Μαρή (Άγρα 2016). Πρόκειται για την ολοκληρωμένη μεταγραφή της έρευνας για την «υπόθεση Πολκ» του δημοσιογράφου και διάσημου συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Γιάννη Μαρή, όπως παρουσιάστηκε σε δεκαέξι συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις», από τις 30.1.1977 έως τις 18.2.1977. Η έκδοση περιέχει αρχειακό φωτογραφικό υλικό καθώς και ζωγραφικές απεικονίσεις που πλαισιώνουν την έρευνα του Μαρή. Ο Γιώργος Λεονταρίτης, έχοντας ήδη μοιραστεί αναμνήσεις από τη στενή επαγγελματική και φιλική σχέση του με τον συγγραφέα-δημοσιογράφο στο βιβλίο του «Ο Γιάννης Μαρής και η εποχή του» (Άγρα, 2013), εισάγει ξανά τον ευγενή, δραστήριο, αναλυτικό και ιδιαίτερα έξυπνο χαρακτήρα του Μαρή μέσα από τη συνεργασία τους, ώστε ν' αναδειχτεί μια διαφορετική οπτική γωνία και εμβάθυνση στην τόσο παράξενη και αινιγματική «υπόθεση Πολκ».
Πρόκειται για μια πολύ δυνατή υπόθεση, με πολλά σκοτεινά σημεία. Ήταν σαν ιστός αράχνης, που αν έπεφτες μέσα δεν μπορούσες να ξεφύγεις. Γιατί ποτέ δεν δικαιώθηκε ο Στακτόπουλος; Κάποιοι δεν ήθελαν ν' ανοίξει αυτός ο φάκελος. Η υπόθεση θυμίζει κατασκοπευτική ιστορία του Γκράχαμ Γκρην ή του Τζον Λε Καρέ.
Η έρευνα του Μαρή είχε ξεκινήσει από τότε που βρέθηκε το πτώμα του Πολκ να επιπλέει στα νερά του Θερμαϊκού, με μια σφαίρα φυτεμένη στο πίσω μέρος του κεφαλιού, τα χέρια και τα πόδια δεμένα. Μια εικόνα που πρόσθετε επιπλέον ίντριγκα στο ήδη βεβαρημένο σκηνικό της νουάρ θεσσαλονικιώτικης ατμόσφαιρας, θυμίζοντας «Καζαμπλάνκα του Μπόγκαρτ ή Βερολίνο του Μεσοπολέμου, αφού η αγγλική αποστολή και το Αμερικανικό Προξενείο βρίσκονταν εκεί και οι μυστικές υπηρεσίες αλώνιζαν!». Έτσι παραστατικά μου περιέγραψε τη Θεσσαλονίκη, την «πόλη των πολιτικών δολοφονιών», ο Γιώργος Λεονταρίτης σε συζήτησή μας, αναφερόμενος στους φόνους του κομμουνιστή ηγέτη Γιάννη Ζεύγου το 1947 και του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, ανάμεσα σε απόπειρες δολοφονίας εναντίον αριστερών.
Ο Λεονταρίτης παραθέτει συνοπτικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με το πώς ξεκινάει η έρευνα για τη δολοφονία του Πολκ: «Ο Γιάννης Μαρής, ως απεσταλμένος της μοναδικής αριστερής εφημερίδας που κυκλοφορούσε νόμιμα, της "Μάχης", γνωστής για τον αγώνα της να καταργηθεί ο βάρβαρος θεσμός της Μακρονήσου και ν'αποκατασταθεί η δημοκρατική ομαλότητα, έφτασε στη Θεσσαλονίκη για να καλύψει τη δίκη Στακτόπουλου. Εκεί, ο αστυνομικός διευθυντής Μουσχουντής έλεγχε όλη την περιοχή, μαζί και τους τραμπούκους της Δεξιάς και το παρακράτος. Ήξερε ότι ο Μαρής ήταν στέλεχος αριστερής εφημερίδας-όργανο του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΛΔ, με εκδότη και διευθυντή της τον Ηλία Τσιριμώκο, συγγενή του Μαρή. Τον παρακολουθούσε σε κάθε γωνιά, σε κάθε του βήμα.
Λόγω της εγγύτητάς της στο αρχηγείο του Μάρκου Βαφειάδη, αρχηγού του Κομμουνιστικού Στρατού, του λεγόμενου "Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας", πολλοί ξένοι δημοσιογράφοι απ' όλον τον κόσμο κατέφταναν στη Θεσσαλονίκη. Η ροή των απεσταλμένων του ξένου Τύπου ήταν έντονη και διαρκής. Όλοι τους έψαχναν να βρουν κάποιον σύνδεσμο ώστε να φτάσουν στο "βουνό" (Γράμμο) και να συναντήσουν τον Βαφειάδη. Ο Πολκ, ανταποκριτής του ραδιοσταθμού CBS, ψάχνοντας τρόπο να έρθει κι αυτός σε επαφή με τον αρχηγό, βρήκε τον θάνατο. Και να, λοιπόν, πώς μέχρι και ο αρχιπράκτορας των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στρατηγός Ντόνοβαν έρχεται στην Ελλάδα για να παρακολουθήσει επιτοπίως τις σχετικές έρευνες για τη δολοφονία του Πολκ. Ακόμα και ο στρατηγός Μάρσαλ. Ο Πολκ έγραφε για οικονομικά σκάνδαλα σχετικά με τα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά που πρόσφερε η αμερικανική βοήθεια στη μεταπολεμική Ελλάδα. Αυτό ενοχλούσε τους κυβερνητικούς».
Ήταν όμως ο Στακτόπουλος ο δολοφόνος του Πολκ; Κι αν δεν ήταν, ποια σκοπιμότητα εξυπηρετούσε η σύλληψη και καταδίκη του;
Ο Γιώργος Λεονταρίτης απαντά: «Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος ήταν ένας βολικός ένοχος, καθώς ανήκε στο Κ.Κ., που τον είχε διαγράψει, και ήταν ο τελευταίος που είχε δει τον Πολκ. Ο Μουσχουντής τον συνέλαβε και τον πίεσε να ομολογήσει για εθνικούς λόγους. Δεν τον έβαλε φυλακή, αλλά τον κράτησε στα γραφεία της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, ασκώντας πάνω του ψυχολογική βία, ενώ εκείνος προσπαθούσε μάταια ν'αποδείξει την αθωότητά του. Από τα γραφεία της Ασφάλειας ο Στακτόπουλος δεν έβγαινε ποτέ. Μάλιστα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μελάς είπε στον δημοσιογράφο Γιώργο Κορωναίο που έτυχε να δει τον Στακτόπουλο εκεί να πάρει το πρώτο αεροπλάνο, να φύγει και να κάνει ότι δεν είδε τίποτα. Ο Τύπος της εποχής έπρεπε να θεωρεί τον Πολκ θύμα του διεθνούς κομμουνισμού. Οι αμφισβητούντες φοβούνταν να μιλήσουν. Αργότερα, ο ίδιος ο Μάρκος Βαφειάδης μου ομολόγησε ότι ο Πολκ θα ήταν ευπρόσδεκτος στο αρχηγείο του, αν βέβαια είχε μάθει ότι τον αναζητούσε. Όμως, ο Βαφειάδης δεν γνώριζε τίποτα».
Ο Γιώργος Λεονταρίτης, ως βοηθός του Μαρή, ήρθε σε επαφή με τον δημοσιογράφο Κώστα Χατζηαργύρη, διευθυντή μεταπολιτευτικά της «Αυγής», ο οποίος είχε γράψει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για τη δολοφονία του Πολκ με τίτλο «Η υπόθεση Πολκ: Ο ρόλος των ξένων υπηρεσιών στην Ελλάδα» (Gutenberg, 1975). Ο Χατζηαργύρης, παρόλο που κινδύνεψε να συλληφθεί ως κύριος ύποπτος για τη δολοφονία του Πολκ, λόγω αριστερών προσβάσεων, τελικά γλίτωσε. Και εδώ ο Λεονταρίτης εξηγεί τους λόγους: «Ο Χατζηαργύρης ήταν συγγενής του πρωθυπουργού Θεμιστοκλή Σοφούλη, η γυναίκα του ήταν Βρετανή, είχε βρετανικες πλάτες και επαφές με αγγλικούς παράγοντες γιατί είχε ζήσει στην Αγγλία. Είχε την ικανότητα βρετανικής αντίληψης. Κουβεντιάζοντας μαζί του για κάποιο σοβαρό θέμα, σου εκμαίευε με δεξιοτεχνία τι εσύ γνώριζες, χωρίς να σου αποκαλύπτει τι γνώριζε εκείνος».
Ο Μαρής συμπεριλαμβάνει στην έρευνά του την άποψη του Χατζηαργύρη,που υποστηρίζει την ενοχή του Βρετανού διπλωμάτη Ράνταλ Κόουτς στη δολοφονία του Πολκ. Το κίνητρο βρίσκεται στα συγκρουόμενα συμφέροντα που είχαν ΗΠΑ και Μ. Βρετανία εκείνη την εποχή στη Μέση Ανατολή. Κυριαρχεί ο Ψυχρός Πόλεμος και οι δυο δυτικές χώρες βρίσκονταν σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση. Άρα συμφέρει να αποδοθεί ο φόνος στους κομμουνιστές, να χειροτερέψουν οι σχέσεις ελληνικής Δεξιάς - Αμερικανών και κομμουνιστών – Αμερικανών, και ν' ασκήσουν έτσι οι Βρετανοί πίεση στους Αμερικανούς που τους πιέζουν στην Παλαιστίνη. Συμπέρασμα: ο Πολκ γίνεται το τυχαίο θύμα των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών. Συνεπώς, εγκέφαλος του εγκλήματος-εκτελεστής της βρετανικής πολιτικής είναι ο Κόουτς. Αν και ο Πολκ είχε ζητήσει από τον Κόουτς να τον βοηθήσει να φτάσει στους αντάρτες, δεν βρέθηκε ποτέ κανένα στοιχείο ότι το έγκλημα διαπράχθηκε από τους Βρετανούς. «Στη νεκροψία ο Πολκ βρέθηκε με αστακό και μπιζέλια στο στομάχι του. Πιθανόν ο Αμερικανός δημοσιογράφος γευμάτισε στο σπίτι του Κόουτς, λίγες ώρες πριν δολοφονηθεί, εφόσον ο τρόπος με τον οποίο είχε μαγειρευτεί ο αστακός δεν παρέπεμπε σε ελληνική κουζίνα αλλά σε ξένη, και δη βρετανική» υποθέτει ο Λεονταρίτης. «Ο Στακτόπουλος θα τον είχε φέρει σε επαφή με τον Κόουτς. Κι εκεί βρίσκεται το σκοτεινό σημείο στην εμπλοκή του Στακτόπουλου. Ναι μεν ήταν αθώος ως προς τον φόνο, αλλά μήπως ήξερε τους δολοφόνους; Ο Μαρής πίστευε ότι ο Ντόνοβαν, ο αρχηγός των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, ήξερε ποιοι ήταν εκείνοι που επενέβησαν και σκότωσαν τον Πολκ, καθ' οδόν προς το αρχηγείο του Μάρκου».
Όσον αφορά το καθαυτό συγγραφικό ύφος της έρευνας του Μαρή, ο Γιώργος Λεονταρίτης παρατηρεί ότι ο συγγραφέας, με αντικειμενικότητα και ψυχραιμία, χωρίς καθόλου φανατισμό, εξετάζει τα στοιχεία της «υπόθεσης Πολκ», ακριβώς όπως τα δεδομένα ενός μαθηματικού προβλήματος. Εφαρμόζοντας την «εις άτοπον απαγωγή», συμπεραίνει τι συμβαίνει ή τι δεν συμβαίνει. «Εδώ έχουμε ρεπορτάζ και δημοσιογραφική έρευνα, όχι αστυνομικό μυθιστόρημα» διευκρινίζει ο συνεργάτης του Γιάννη Μαρή. «Πρόκειται για μια πολύ δυνατή υπόθεση, με πολλά σκοτεινά σημεία. Ήταν σαν ιστός αράχνης, που αν έπεφτες μέσα δεν μπορούσες να ξεφύγεις. Γιατί ποτέ δεν δικαιώθηκε ο Στακτόπουλος; Κάποιοι δεν ήθελαν ν' ανοίξει αυτός ο φάκελος. Η υπόθεση θυμίζει κατασκοπευτική ιστορία του Γκράχαμ Γκρην ή του Τζον Λε Καρέ. Όμως άλλο η δημοσιογραφία και άλλο η μυθοπλασία. Ο Μαρής επικεντρώθηκε στο τι δεν ξέρουμε για την υπόθεση. Παρουσιάζοντας την έρευνα στους αναγνώστες του, λέει ότι τα πράγματα δεν έγιναν όπως φαίνεται να έγιναν και γι'αυτό υπάρχουν στοιχεία και αποδείξεις. Το τι έγινε μπορεί μόνο να το υποθέσει κανείς».
Μια πλειάδα άγνωστων χαρακτήρων ή αφανών πρωταγωνιστών σίγουρα ξέρει ποιος σκότωσε τον Πολκ, αλλά δεν μίλησε ποτέ. Ίσως αυτή η υπόθεση δύναται να γεννά αέναα σε κάθε αναγνώστη πολλές μικρότερες υποθέσεις μιας μόνιμα άγνωστης «αλήθειας».