Όταν στις 14 Αυγούστου 2012 το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν (Librairie Kauffmann) στην οδό Σταδίου 28 πήρε φωτιά, πολλοί θεώρησαν ότι αυτή ήταν η τελευταία πράξη «ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Η φωτιά στο ισόγειο επεκτάθηκε και στο πατάρι, όπως γράφουν τα δελτία της πυροσβεστικής της εποχής, και το βιβλιοπωλείο δεν άνοιξε ποτέ ξανά για το κοινό. Τα αίτια της φωτιάς δεν έγιναν γνωστά, εικασίες γράφτηκαν, ότι επρόκειτο για βραχυκύκλωμα.
Στις 25 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς μια νέα φωτιά, στο υπόγειο αυτήν τη φορά, από αποτσίγαρο ίσως απρόσεκτου περαστικού, έφερε ξανά, και για τελευταία φορά, το βιβλιοπωλείο στο φως της δημοσιότητας.
Οι βιαστικοί περαστικοί της υποβαθμισμένης εδώ και χρόνια Σταδίου, γενιές ολόκληρες που ήταν πελάτες στου Κάουφμαν, στρέφουν σχεδόν μηχανικά το βλέμμα τους στο μέρος όπου υπήρχε και στην ξεθωριασμένη από χρόνια κοκκινωπή επιγραφή του που σήμερα έχει καλυφθεί, ή κοιτάζουν μερικά γράμματα που ακόμα κρέμονται, "ΚΑΟΥΦΜ" και θυμούνται αυτό το ανεπανάληπτο «μικρό» βιβλιοπωλείο που θύμιζε τη σπηλιά των θησαυρών του Αλί Μπαμπά.
Δημοσιογράφοι και συγγραφείς μιλάνε για τον Κάουφμαν ‒ αυτό το ίχνος της πολιτιστικής Αθήνας είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε μερικά χρόνια θα αναφέρεται όλο και σπανιότερα, μέχρι να εξαφανιστεί εντελώς, όπως συμβαίνει σε κάθε πόλη που υφίσταται πολλές και οδυνηρές μεταμορφώσεις και η γοητεία των παλιών εμπορικών της και ίσως και ένα κομμάτι της ιστορίας της χάνονται για πάντα.
Ωστόσο, ο Κάουφμαν, το πιο λαμπρό ξενόγλωσσο βιβλιοπωλείο της Αθήνας για περισσότερο από ογδόντα χρόνια, παραμένει και σήμερα μια ανάμνηση που ερεθίζει τις αισθήσεις των παλιών του πελατών.
Ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος Παναγιωτόπουλος μου λέει ότι ο Κάουφμαν ήταν ένα από τα σπουδαιότερα βιβλιοπωλεία της Ευρώπης. Αυτό, όπως μου εξηγεί οφειλόταν εν πολλοίς στους βιβλιοπώλες του, την ποιότητα των πραγμάτων, των βιβλίων που έφερναν δε τη συναντούσες ούτε σε πρωτεύουσες όπως το Παρίσι ή το Λονδίνο, δεν είναι τυχαίο ότι ολόκληρες γενιές θεωρούσαν το κατάστημα της οδού Σταδίου πνευματικό θεσμό.
Ο Κάουφμαν, αν και δεν είχε σχέση με τη λογοτεχνία, ήταν διορατικός και τολμηρός έμπορος με μεγάλη αντίληψη. Tαξίδευε στην Ευρώπη, έπαιρνε ιδέες από το Παρίσι, τους εκδοτικούς οίκους και τα βιβλιοπωλεία, και δεν δίστασε να έχει στο βιβλιοπωλείο του τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις των λογοτεχνικών κύκλων της Ευρώπης, κάτι που τον καθιστούσε μοναδικό επί πολλά χρόνια.
Όποιος πέρασε το κατώφλι του θυμάται τη μυρωδιά του μελανιού από τις εφημερίδες και τα περιοδικά στο ισόγειο, την ελαφρώς ξινή μυρωδιά του ξύλου, την αφόρητη ζέστη στο πατάρι, οι παλιότεροι και τη βαριά μυρωδιά των τσιγάρων Gitanes που κάπνιζε πίσω από το ταμείο η κ. Κάουφμαν, την όψη των χιλιάδων βιβλίων στα ράφια, και τους βιβλιοπώλες του, αληθινούς «φωτεινούς παντογνώστες», σε μια εποχή που δεν υπήρχε ηλεκτρονικό εμπόριο και ίντερνετ, να βρίσκουν σχεδόν με κλειστά μάτια το βιβλίο που ζητούσες στα ράφια και να γνωρίζουν τα πάντα γι’ αυτό που έψαχνες. Μαγικά πράγματα συνέβαιναν εκεί.
Το πατάρι του Κάουφμαν, ο κυρίως χώρος του βιβλιοπωλείου αρχικά, ήταν μια αληθινή εμπειρία για τους βιβλιόφιλους που περνούσαν την πολύ στενή είσοδο και ανέβαιναν την ξύλινη σκάλα που έτριζε. Εκεί βρίσκονταν μπροστά σε θησαυρούς, βιβλία που δεν υπήρχαν πουθενά αλλού στην ελληνική αγορά, από λευκώματα τέχνης και βιβλία ξένης λογοτεχνίας μέχρι βιβλία τσέπης που έκαναν πρώτη φορά την εμφάνισή τους.
Ο Κάουφμαν συνδέθηκε όλα τα χρόνια της λειτουργίας του όχι μόνο με τη διάδοση της γαλλικής γλώσσας αλλά και με την επαφή μας γενικότερα με το δυσεύρετο σύγχρονο ξενόγλωσσο βιβλίο το οποίο, σε αντίθεση με σήμερα, που τα έργα μεταφράζονται και κυκλοφορούν σχεδόν συγχρόνως με το εξωτερικό σε πολύ αξιόλογες εκδόσεις, δεν ήταν εύκολο να βρεθεί σε ελληνικά βιβλιοπωλεία.
Λογοτέχνες, καλλιτέχνες, καθηγητές, δημοσιογράφοι, μαθητές και φοιτητές, συνδρομητές του γαλλικού Τύπου, δημοσιογράφοι, μηχανικοί, νομικοί, μελετητές, όλοι ανεξαιρέτως πέρασαν το κατώφλι αυτού του ιστορικού βιβλιοπωλείου. Η ιστορία του Κάουφμαν συνδέθηκε με την «πρώτη φορά» του αναγνωστικού κοινού. Εκεί αγοράσαμε το πρώτο βιβλίο γαλλικών, το πρώτο βιβλίο τσέπης, το πρώτο βιβλίο τέχνης και τα πρώτα ξενόγλωσσα περιοδικά μας.
«… Εδώ και πολλά χρόνια, ο Κάουφμαν δεν υπάρχει πια –στη Σταδίου δεν έχει απομείνει παρά το ίχνος της επιγραφής του‒, αλλά έχω πάντα στο μυαλό μου εκείνη την παλιά φωτογραφία που εικονίζει τον Κωστή Παλαμά (Μεσοπόλεμος;) με κολλημένο το πρόσωπό του στη βιτρίνα του ιστορικού βιβλιοπωλείου…» γράφει ο Νίκος Μπακουνάκης στο βιβλίο του «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» (εκδόσεις Πόλις).
Ψάχνοντας τις ιστορίες του βιβλιοπωλείου, ανάμεσα σε αυτές που μεταφέρονται σαν παραμύθια υπάρχει και μια που αφορά τον Παλαμά. Λένε ότι ήταν γοητευμένος από την κ. Κάουφμαν και της είχε αφιερώσει και ένα ποίημα από αυτά που υπάρχουν στη συλλογή «Δειλοί και σκληροί στίχοι».
Ο Ν. Μπακουνάκης στο βιβλίο του γράφει ότι του άρεσε πάντα να βλέπει τον Χέρμαν Κάουφμαν σαν τον Γιούγκερμαν των βιβλιοπωλείων, και όχι άδικα. Η ιστορία του θυμίζει μυθιστορηματικό ήρωα και τρεις βιβλιοπώλες του, που τους γνωρίσαμε όλοι όσοι περνούσαμε την πόρτα του, που πέρασαν όλο τον εργασιακό τους βίο ανάμεσα στα γεμάτα βιβλία ράφια του και τη μαγική του αύρα, η Ραλλία Φαράκλα, η Ευανθία Καφετζέλη και ο Φιλίπ Μινιόν, συνδέουν με τις αφηγήσεις τους πολλά κομμάτια του παζλ της ιστορίας του βιβλιοπωλείου και της οικογένειας Κάουφμαν.
Η οικογένεια καταγόταν από το Χόλσταϊν της Γερμανίας, αλλά είχε εγκατασταθεί στη Ρωσία από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο Ρωσογερμανός Χέρμαν Κάουφμαν έφτασε στην Αθήνα μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων, αφού είχε περάσει από την Κωνσταντινούπολη και την Οδησσό, μία από τις πιο διάσημες για τον κοσμοπολιτισμό τους πόλεις τον 19ο αιώνα, όπου παντρεύτηκε τη Μερόπη, γόνο της πλούσιας οικογένειας Βουρνάζου από τη Μυτιλήνη, που έκανε εμπόριο ξυλείας.
«Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Ο Κάουφμαν, που διέθετε καλή μόρφωση, επικεντρώνεται στη διακίνηση μεταχειρισμένων γαλλικών βιβλίων», γράφει ο Κώστας Χατζιώτης στο βιβλίο «Οι εκδόσεις Κασταλία στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1930» (εκδόσεις ΜΙΕΤ), επισημαίνοντας ότι μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η γαλλική ήταν περίπου η δεύτερη γλώσσα όλων των καλλιεργημένων Ελλήνων. Αντίθετα, η αγγλική ήταν άγνωστη.
Το πρώτο κατάστημα του Κάουφμαν ήταν κινητό, ένα καροτσάκι με μεταχειρισμένα βιβλία και γραμματόσημα. Σύντομα, ο κύκλος των εργασιών του μεγαλώνει, έτσι το 1930, σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν, στεγάζει τη βιβλιεμπορική δραστηριότητά του στο Μέγαρο Εφεσίου, στην οδό Σταδίου 28, στο μαγαζί με τη στενή είσοδο και το μεσοπάτωμα που παρέμεινε έτσι μέχρι το τέλος της λειτουργίας του.
Χρειάστηκαν λίγα χρόνια για να γίνει ο Κάουφμαν το κέντρο του ξενόγλωσσου βιβλίου στην Ελλάδα. Μια εντυπωσιακή δραστηριότητά του ήταν η ίδρυση το 1934 ενός εκδοτικού οίκου που ονόμασε «Κασταλία», εμπνεόμενος από τη συνεργασία του με την Εύα Σικελιανού στις Δελφικές Γιορτές, όπου οι εκδόσεις είχαν δικό τους περίπτερο.
Η Κασταλία υπήρξε για την εποχή της εκδοτικό κατόρθωμα. Στους συνεργάτες της συγκαταλέγεται και ο Κ.Θ. Δημαράς που, σύμφωνα με μαρτυρίες, δούλεψε και ένα διάστημα στο βιβλιοπωλείο ως υπάλληλος, στο τμήμα της λογοτεχνίας.
Γύρω από αυτόν συγκεντρώνεται η λογοτεχνική πρωτοπορία της εποχής. Τερζάκης, Θεοτοκάς, Σεφέρης, Εμπειρίκος, Μυριβήλης, Βενέζης και άλλοι της γενιάς του ’30 εκδίδουν τα έργα τους στην Κασταλία που, όπως αναφέρει ο Κ. Χατζιώτης, εκδίδει τα περισσότερα από αυτά σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων ‒ αρκετά κοσμούνταν από χαρακτικά ή ζωγραφικούς πίνακες γνωστών καλλιτεχνών. Η Κασταλία αναβάθμισε την ποιότητα του βιβλίου, που είχε περιέλθει σε θλιβερή κατάσταση, μια εποχή που οι περισσότεροι εκδότες δεν ενδιαφέρονταν για την αισθητική πλευρά της παραγωγής τους. Κάθε νέα κυκλοφορία της αποτελούσε γεγονός, «επανάσταση» στον χώρο.
«Η περίοδος ακμής της Κασταλίας περιορίστηκε μόλις σε δύο-τρία χρόνια, συγκεκριμένα από την ίδρυσή της, το 1934, μέχρι τα μέσα περίπου του 1936. Στο διάστημα αυτό εξέδωσε περίπου 28 τίτλους, αναβαθμίζοντας σημαντικά την ποιότητα των βιβλίων με καλό χαρτί, σχέδια γνωστών καλλιτεχνών, αριθμημένα αντίτυπα κ.λπ. Η επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 υπήρξε καθοριστική, καθώς τότε η Κασταλία υποχρεώθηκε να περιορίσει σημαντικά τις εκδοτικές της δραστηριότητες.
Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με τη ναζιστική εισβολή. Ο βίος της ήταν βραχύτατος, υπήρξε όμως καθοριστικός για τη διαμόρφωση της μελλοντικής πορείας του ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου. Άνοιξε τον δρόμο στους νέους λογοτέχνες, των οποίων η δυναμική παρουσία ευθύς μετά τον πόλεμο θα καθόριζε την πνευματική πορεία του έθνους», συνεχίζει ο Κ. Χατζιώτης. Το τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε η Κασταλία του Κάουφμαν ήταν η «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά, το 1941.
«Δεν είχα φτάσει ακόμη στην τελευταία τάξη του γυμνασίου όταν, σπρωγμένος έν’ απόγεμα από την απροσανατόλιστη βιβλιοφιλία μου, είχα χωθεί στο παλιό και σκοτεινό μαγαζάκι του Κάουφμαν, ξεφυλλίζοντας λογής περιοδικά και βιβλία, όμως αποφεύγοντας μ’ επιδειχτική περιφρόνηση τα ποιητικά, που ‒το θυμάμαι σα σήμερα‒ τα σφιγμένα στις ρίμες των τετραστίχων τους περιεχόμενα μου ’διναν την εντύπωση μιας δεσμευτικής, κι ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενης, αισθηματολογίας, ασυμβίβαστης ολότελα με τις τότε αντάρτικες διαθέσεις μου. Ο πειρασμός, παρ’ όλα αυτά, της πολυτέλειας, κι ακόμη η παράξενη γοητεία που έπνεε πίσω από τα μαύρα και κόκκινα κεφαλαία μερικών εξωφύλλων κατανικήσανε τους στερνούς μου δισταγμούς: “Capitale de la douleur”, “Défense de savoir”, “Les Noces”… ναι, άρχισα να τα φυλλομετρώ ένα-ένα… και…», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης που πέρασε το κατώφλι του Κάουφμαν το 1935.
Ο Κάουφμαν, αν και δεν είχε σχέση με τη λογοτεχνία, ήταν διορατικός και τολμηρός έμπορος με μεγάλη αντίληψη. Tαξίδευε στην Ευρώπη, έπαιρνε ιδέες από το Παρίσι, τους εκδοτικούς οίκους και τα βιβλιοπωλεία, και δεν δίστασε να έχει στο βιβλιοπωλείο του τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις των λογοτεχνικών κύκλων της Ευρώπης, κάτι που τον καθιστούσε μοναδικό επί πολλά χρόνια.
Άλλη μια εκδοτική απόπειρα πραγματοποιείται από το βιβλιοπωλείο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με τη σειρά «Confluences», της οποίας την επιμέλεια είχε ο Marcel Durant. Στο πλαίσιό της μεταφράζονται στα γαλλικά βιβλία νεοελληνικής πεζογραφίας, της Μάρως Δούκα, της Διδώς Σωτηρίου, του Γιάννη Ξανθούλη, του Πέτρου Αμπατζόγλου, του Βασίλη Βασιλικού, του Αντώνη Σουρούνη, του Μένη Κουμανταρέα, του Ν.Γ. Πεντζίκη κ.ά., όπως και γαλλικά έργα στα ελληνικά.
Την ίδια δεκαετία, το 1995, το γαλλοελληνικό λεξικό Κάουφμαν, προϊόν της μακράς συνεργασίας δυο ακαδημαϊκών, του Δημήτρη Παντελοδήμου και της Colette Lust, σημειώνει εντυπωσιακή επιτυχία. Με τη μεθοδολογία του χάραξε νέους δρόμους στη λεξικογραφία και κατά γενική ομολογία κάλυψε ένα μεγάλο κενό στη σχετική βιβλιογραφία, γιατί μέχρι τότε τα περισσότερα γαλλοελληνικά λεξικά που υπήρχαν στη διάθεση του κοινού ήταν απαρχαιωμένα.
Πίσω στο 1939, ο Κάουφμαν αναγκάστηκε να κλείσει το βιβλιοπωλείο του λόγω έλλειψης χαρτιού, όπως μου επισημαίνει ο κ. Φιλίπ Μινιόν, που εδώ και χρόνια συγκεντρώνει στοιχεία για την ιστορία του βιβλιοπωλείου με σκοπό μια μελλοντική έκδοση σε συνεργασία με την Odile Bréhier και τον Γιάννη Σκούφη του Λεξικοπωλείου. Ο Κάουφμαν άνοιξε ξανά, λίγο αργότερα, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Τότε, σύμφωνα με το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια», ο Κάουφμαν ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας «Βίβλος» που ίδρυσαν στην Αθήνα οι Γερμανοί εκπρόσωποι του Γκέμπελς και του Ρίμπεντροπ, εταίροι της ημικρατικής εταιρείας Mundus που είχαν συστήσει τα γερμανικά υπουργεία Εξωτερικών και Προπαγάνδας, με συμμετοχή 50% το καθένα. Η εταιρεία αυτή είχε ως στόχο τη διάδοση της γερμανικής προπαγάνδας στις κατεχόμενες χώρες. Ο Κάουφμαν ήταν μέτοχος ως ένας από τους δύο μεγαλύτερους βιβλιοπώλες της Αθήνας εκείνη την εποχή.
Στο βιβλίο σημειώνεται ότι «περί των κινήσεων του Χέρμαν Κάουφμαν (1897-1965), όταν του προτάθηκε η συνεργασία με τους Γερμανούς, έχουμε πληροφορίες από τον τότε δικηγόρο του που χειριζόταν τις υποθέσεις του» (Χρ. Χρηστίδη, «Χρόνια Κατοχής 1941-1944: Μαρτυρίες Ημερολογίου», Αθήνα 1971, σελ. 28, 46 κ.α.). Εξ αυτών προκύπτει ότι ο Κάουφμαν δεν ενδιαφερόταν απλώς να συμμετάσχει αλλά ανησυχούσε μήπως αποκλειόταν από τη συμφωνία με τη Mundus.
Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται «ότι ήταν Ρώσος πρόσφυγας γερμανικής καταγωγής και όχι Εβραίος, όπως νομιζόταν μέχρι τότε στην Αθήνα, από το 1917 εγκαταστημένος στην Ελλάδα», πληροφορία που λύνει μια «παρεξήγηση» γύρω από την καταγωγή του Κάουφμαν, καθώς πολλοί πίστευαν ότι ήταν Εβραίος.
Για την ιστορία, η εταιρεία Mundus απασχόλησε μεταπολεμικά τη δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά ελάχιστες αναφορές έγιναν για τη δράση της στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο κ. Μινιόν μου λέει ότι ο Κάουφμαν, όπως είχε ακούσει, αρνήθηκε να πουλά γερμανικές εφημερίδες την περίοδο της Κατοχής.
Μεταπολεμικά, το βιβλιοπωλείο γνωρίζει μέρες δόξας. Εκτός από τα λογοτεχνικά, τα σχολικά βιβλία αποτελούσαν μεγάλο κομμάτι των πωλήσεων, καθώς εκείνη την εποχή το Γαλλικό Ινστιτούτο και τα παραρτήματά του βρίσκονταν σε άνθηση και όλοι ανεξαιρέτως προμηθεύονταν τα βιβλία τους από τον Κάουφμαν. Περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και για είκοσι χρόνια ήταν αποκλειστικός πράκτορας και των μεγάλων αμερικανικών περιοδικών και εφημερίδων που φιγουράριζαν δίπλα στις ευρωπαϊκές.
Οι περισσότεροι πελάτες του θυμούνται την επί σειρά ετών υπεύθυνη του βιβλιοπωλείου Ευανθία Καφετζέλη, την οποία συναντώ για να μου μιλήσει για την «καρδιά του βιβλιοπωλείου» και έναν τρόπο λειτουργίας που σήμερα φαντάζει σαν να βγήκε από σενάριο ταινίας.
Γαλλόφωνη, με σπουδές Γαλλικής Φιλολογίας, προσελήφθη στο βιβλιοπωλείο όταν ήταν 26 ετών. Ήταν πελάτισσα από τα μαθητικά της χρόνια ‒πήγαινε στις Καλόγριες‒ και η κ. Κάουφμαν, που πήρε τα ηνία του βιβλιοπωλείου μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1965, ήταν εκείνη που της έκανε συνέντευξη.
Διάφορες ιστορίες κυκλοφορούν για την οικογένεια Κάουφμαν, μία από αυτές είναι ότι η Μερόπη Κάουφμαν είχε εγκαταλείψει για ένα διάστημα τον σύζυγό της, «δραπετεύοντας» με έναν ζωγράφο στο Παρίσι. Ο Κάουφμαν είχε συνάψει σχέση και ζούσε με την κ. Σβορώνου και όταν η κ. Κάουφμαν τελικά επέστρεψε στη συζυγική εστία ζούσαν και οι τρεις στο ίδιο σπίτι, μαζί και με τον γιο των Κάουφμαν, Μπούμπη (που αντιπαθούσε πολύ την κ. Σβορώνου).
«Όταν άρχισα να εργάζομαι στον Κάουφμαν, αρχές της δεκαετίας του 1970, ήταν ένα λαμπρό βιβλιοπωλείο αλλά και ένα περιβάλλον κάπως αλαλούμ. Υπεύθυνη του βιβλιοπωλείου ήταν η πριγκίπισσα Μίρσκι που έφυγε λίγο αργότερα ‒ τη θυμόμουν από μικρή, όταν αγοράζαμε τα γαλλικά βιβλία, ήταν μια πολύ αυστηρή γυναίκα.
Η κ. Κάουφμαν και ο γιος της ήταν μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι. Μιλούσαν μεταξύ τους ρωσικά και η μητέρα όλη μέρα έκανε παρατηρήσεις στον γιο, δεν τον άφηνε σε ησυχία. Κάθε μέρα ερχόταν στο βιβλιοπωλείο και μια φίλη της κ. Κάουφμαν, Ρωσίδα. Τις θυμάμαι να κάθονται στο βάθος, στο παράθυρο, και να μιλούν, όπως θυμάμαι και τον Μπούμπη να αφηγείται τον χωρισμό των γονιών του, που προφανώς τον είχε τραυματίσει πολύ.
Η κ. Κάουφμαν ήταν μια γυναίκα μορφωμένη, έξυπνη και είχε χάρη, αν και αυτό δεν το φανέρωνε το παρουσιαστικό της, καθώς δεν ήταν καλοβαλμένη. Η μόνη κοκεταρία που θυμάμαι από αυτήν είναι να πηγαίνει στου Ζορζ για να βάψει και να κόψει τα μαλλιά της», λέει η κ. Καφετζέλη.
«Οι Κάουφμαν προσλάμβαναν κορίτσια που ήταν απλώς γαλλόφωνα. Υπήρχαν συνάδελφοι από τον Λίβανο, από την Αφρική, που δεν είχαν σχέση με το αντικείμενο, έτσι το βιβλιοπωλείο είχε κάπως “φτωχύνει”, δεν υπήρχε ένας άνθρωπος να γνωρίζει τα βιβλία, να έχει μια πολιτική στις παραγγελίες ή τη λειτουργία του. Όταν πήγα, σιγά σιγά αρχίσαμε να φέρνουμε κι άλλα βιβλία. Συμφωνούσε η κ. Κάουφμαν, καταλάβαινε, έβλεπε τι συνέβαινε, και υπήρχαν και εξαιρετικές συνάδελφοι· η Βίκυ Περδικομάτη στις παραγγελίες πελατών, ένα τμήμα πολύ νέο, στο οποίο παράγγελναν οι ιδιώτες, τα πανεπιστήμια και οι βιβλιοθήκες· η Μαρτίν Χατζή στο σχολικό τμήμα, που ήταν κι αυτό μεγάλο και δυνατό οικονομικά. Το βιβλιοπωλείο πήγαινε καλά, αλλά οι Κάουφμαν δεν είχαν όραμα για το μέλλον, δεν επένδυαν το κέρδος τους σε αυτό, τα τραβούσαν τα χρήματα. Ήταν λίγο μεροδούλι - μεροφάι», αφηγείται.
Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο Μπούμπης Κάουφμαν πουλά το βιβλιοπωλείο στον γαλλικό οίκο Hatier-Didier, διάσημο για τα σχολικά βιβλία του, και φτάνει στην Αθήνα ως διευθυντής ο Ιταλογάλλος Ρόμολο Λιβεράνι. Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για έναν άνθρωπο που ήξερε τον χώρο του βιβλίου ‒ είχε προηγουμένως βιβλιοπωλείο στη Γαλλία, ήξερε ανθρώπους από τον χώρο του βιβλίου, ήταν φίλος με τον τότε πολύ δραστήριο διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου, Ζαν Μαρί Ντρο.
Ο Λιβεράνι έριξε χρήματα στο βιβλιοπωλείο και διπλασίασε σχεδόν τους χώρους του. Νοίκιασε στο ίδιο κτίριο γραφεία σε όροφο, στα οποία μεταφέρθηκαν το τμήμα παραγγελιών και το λογιστήριο. Έτσι το μαγαζί στο ισόγειο επεκτάθηκε, πήρε μια ανάσα και μπορούσε πια να υποδεχτεί περισσότερο κόσμο, να έχει καλύτερα ταξινομημένα τα βιβλία και πιο οργανωμένα τμήματα, όπως το παιδικό που τοποθετήθηκε στο παλιό μικρό δωμάτιο του λογιστηρίου.
«Άλλαξε ο χώρος, παραγγείλαμε νέες βιβλιοθήκες, κάναμε τα νέα σχέδια και το βιβλιοπωλείο για αρκετά χρόνια πήγανε αρκετά καλά. Άνοιξε ένα και στη Σίνα, απέναντι από το Γαλλικό Ινστιτούτο, και ένα άλλο που είχε κυρίως τα σχολικά, στην Κιάφας. Ενώ το βιβλιοπωλείο έκανε ένα pick με τον διπλασιασμό του χώρου, είχαμε περισσότερα βιβλία, περισσότερο κόσμο, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’90 πήρε την κατιούσα. Δεν ξέρω τι δεν πήγε καλά, ίσως κάτι στη διαχείριση», λέει η κ. Καφετζέλη.
Εκείνη τη δεκαετία οι γαλλομαθείς άρχισαν να λιγοστεύουν, ενώ οι διαδηλώσεις ήταν καθημερινές κι αυτό σήμαινε χαμένες μέρες δουλειάς για τις επιχειρήσεις του κέντρου. Δεν έφτανε που έκαναν τη δουλειά τους καλά η Ευανθία, η Ραλλία ή ο Φιλίπ. Οι βιβλιοπώλες ήταν άψογοι, αλλά αυτό που έλειπε ήταν η ηθική υποστήριξη, οι «πλάτες», η επένδυση. Αν οι συνθήκες που επικρατούσαν στο βιβλιοπωλείο ήταν διαφορετικές, ίσως θα ήταν διαφορετικό και το μέλλον του.
Όταν έγινε αντιληπτό από τους νέους ιδιοκτήτες ότι ένα βιβλιοπωλείο δεν βγάζει εκατομμύρια, βγάζει απλώς τα έξοδά του και ένα κέρδος όχι πολύ μεγάλο, ή ότι υπάρχουν περίοδοι που μπορεί να «μπει μέσα», ο Hatier αποφάσισε ότι δεν το ήθελε και το πούλησε στον οίκο Hachette, που στην ουσία δεν ενδιαφερόταν να έχει ένα μικρό βιβλιοπωλείο αλλά την αποκλειστικότητα του γαλλόφωνου βιβλίου.
«Πήγα να δουλέψω στον Κάουφμαν το 1987», μου λέει η κ. Ραλλία Φαράκλα που από μικρό παιδί ήθελε να πουλάει βιβλία. «Είχα σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία, αλλά οι σπουδές μου ήταν πολύ “μικρές” μπροστά στη γενική κουλτούρα και τις γνώσεις που μπορούσες να αποκτήσεις δουλεύοντας εκεί. Δούλεψα σε ένα βιβλιοπωλείο μοναδικό στο είδος του, επιπέδου ευρωπαϊκού, που έδωσε τη δυνατότητα σε ανθρώπους που είχαν γνώση και μεράκι να δουλέψουν, να εμπνευστούν για να στηθεί αυτή η συνθήκη που θυμούνται πολλοί ακόμα και σήμερα.
Όταν προσλήφθηκα, με προόριζαν για το βιβλιοπωλείο της Σίνα, ευτυχώς όμως έμεινα στη Σταδίου γιατί εκεί έμαθα πραγματικά τη δουλειά, εκεί ήταν η “καρδιά” της επιχείρησης. Το βιβλιοπωλείο το είχε ακόμα ο Hatier, ήταν στα καλά του και με πολύ δυνατά τμήματα ‒ αυτή ήταν, πιστεύω, η τελευταία περίοδος ακμής του. Έμαθα δίπλα στην Ευανθία. Σκέφτομαι ακόμα και σήμερα, “αυτή είναι βιβλιοπώλης, όχι αστεία”. Ήταν μια περίπτωση καταπληκτική, κι εμένα μου άρεσε να μαθαίνω, διψούσα, το έψαχνα και έμαθα πολλά».
«Πήγα στον Κάουφμαν το 1988, ήταν το τέλος της χρυσής εποχής. Σχηματίζονταν ουρές για τα σχολικά βιβλία, θυμάμαι, και ένας αστυνομικός στη Σταδίου έκανε τον “τροχονόμο”. Ήταν και η χρυσή εποχή του Γαλλικού Ινστιτούτου και αυτές οι ιστορίες πήγαν κάπως παράλληλα», λέει ο Φιλίπ Μινιόν. «Όταν πουλήθηκε το βιβλιοπωλείο στον Hachette το 1989-90 άλλαξε εντελώς η πολιτική, τους ενδιέφεραν μόνο οι πωλήσεις. Όσα βιβλιοπωλεία αγόρασε και στο εξωτερικό ο Hachette στη συνέχεια τα έκλεισε. Ο Κάουφμαν ήταν πολύ “μικρός” για μια πολυεθνική. Έδιωξαν τον Λιβεράνι και από τότε άρχισαν τα προβλήματα».
«Τι έκανε τον Κάουφμαν μοναδικό; Δεν υπήρχε άλλο γαλλικό βιβλιοπωλείο τέτοιας γκάμας, δεν ήταν σούπερ-μάρκετ, ήταν ένα βιβλιοπωλείο με άποψη και επιλογές», λέει η κ. Φαράκλα. «Υπήρχε και ένα ρίσκο στις επιλογές, που το παίρναμε. Παραγγέλναμε βιβλία που δεν τα ήξερε κανένας, είχαμε κάποια που τα έψαχνες ακόμα και στο εξωτερικό. Όλο αυτό συνέβαινε γιατί ο καθένας μας έβαζε σοβαρή προσωπική δουλειά. Ήταν ένα πολύ διαφορετικό βιβλιοπωλείο, ακόμα και οι βιτρίνες μας ήταν θεματικές και ο ημιώροφος, το πατάρι, ήταν ένα γενικό βιβλιοπωλείο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από άλλα μεγάλα βιβλιοπωλεία, κι ας φαινόταν μικρό».
Ως υπεύθυνη και στο πολύ καλό και οργανωμένο τμήμα με βιβλία τέχνης, αισθητικής, αρχιτεκτονικής, κινηματογράφου και ντιζάιν, μου υπενθυμίζει ότι εκείνη την εποχή τα βιβλία που είχαν σχέση με την τέχνη ήταν σπάνια και δυσεύρετα. Η Σχολή Καλών Τεχνών ήταν πελάτης, κάτι που έφερνε στο πατάρι πολλούς καλλιτέχνες, ενώ υπήρχαν και μεγάλοι σημαντικοί κατάλογοι εκθέσεων του εξωτερικού που δεν κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα, και οι αντιπρόσωποι από την Tate, το Guggenheim και άλλα μουσεία έφταναν στον Κάουφμαν για να τους πουλήσουν. «Αν η δημοφιλία συνδέεται με την εμπορικότητα», μου λέει, «σίγουρα πολύ δημοφιλή ήταν τα βιβλία τσέπης, αφού το ξενόγλωσσο βιβλίο ήταν πολύ ακριβό».
«Κάποια στιγμή άρχισα να παραγγέλνω και αγγλικά βιβλία, όχι πολλά, επειδή δεν έβγαιναν όλα στα γαλλικά. Στη συνέχεια τα αγγλικά βιβλία τσέπης πήγαν καλά. Οι βιβλιοπώλες στον Κάουφμαν ξέραμε το βιβλίο, τι συμβαίνει στην Ευρώπη, ποιες ήταν οι τάσεις. Περνούσα άπειρο χρόνο διαβάζοντας ξένο Τύπο, πέρα από τη “Monde” της Παρασκευής που είχε λογοτεχνία. Διάβαζα δεκάδες ξένα περιοδικά για να ενημερώνομαι για όσα συνέβαιναν στο σινεμά, την τέχνη, τη φιλοσοφία», λέει η κ. Καφετζέλη.
«Το σύστημα του Κάουφμαν, που ήταν βιβλιοπωλείο πολύ αγαπητό, ήταν τρομερά ενημερωμένο», λέει ο κ. Μινιόν. «Εκτός από τη Γαλλία και την Ευρώπη, είχαμε πολύ καλές σχέσεις με όλους τους αντιπροσώπους των διεθνών οίκων που ερχόντουσαν και δύο φορές τον χρόνο στην Ελλάδα ‒ αυτό έπαιζε μεγάλο ρόλο στην ενημέρωση του βιβλιοπωλείου. Ξέραμε ποια βιβλία θα κυκλοφορούσαν δυο-τρεις μήνες πριν από την κυκλοφορία τους. Δεν υπήρχε ίντερνετ αλλά είχαμε το “Livres Hebdo” που το διαβάζαμε όλοι, από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, για να δούμε τι κυκλοφορεί.
Ήμουν υπεύθυνος για τα λογοτεχνικά, τα παιδικά, τα κόμικς, ό,τι έβγαινε στη Γαλλία με επιτυχία έπρεπε να το έχουμε κι εμείς. Αν και δεν ήμασταν βιβλιοπωλείο “τουριστικό”, είχαμε και αρκετούς τουρίστες πελάτες που έπαιρναν οδηγούς και ελληνική λογοτεχνία στα γαλλικά, ακόμα και βιβλία μαγειρικής. Νομίζω η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία ήταν το λεξικό του Κάουφμαν. Aπ’ όλες τις εκδόσεις του έχει κάνει τις μεγαλύτερες πωλήσεις γιατί, όταν βγήκε, δεν υπήρχε λεξικό γαλλικό καλό, ήταν όλα άθλια».
«Υπήρξε μια εποχή που είχαμε αναπτύξει δραστηριότητα και εκτός του βιβλιοπωλείου. Βγάζαμε ένα φυλλάδιο με τις εκδόσεις που φιλοξενούσαμε, διοργανώσαμε έκθεση παιδικού βιβλίου, ωστόσο πιστεύω ότι ήταν η αγάπη για τη μάθηση ‒που δεν έχει τέλος, αν αγαπάς αυτήν τη δουλειά‒ και η δημιουργική σχέση μας με την πελατεία που κούρδιζαν τον τρόπο που λειτουργούσε ένα βιβλιοπωλείο όπως ο Κάουφμαν. Αυτά τα συστατικά τον έκαναν “μεγάλο βιβλιοπωλείο”», λέει η κ. Καφετζέλη. «Νιώθαμε ότι ήμασταν σε διαδικασία διαρκούς μάθησης, το πάρε-δώσε με τους πελάτες και τα βιβλία, οι συζητήσεις, ήταν μια κατάσταση ανεπανάληπτη».
«Υπήρχαν άνθρωποι με τους οποίους συνδεθήκαμε και μας έδειχναν τον θαυμασμό τους, μερικές φορές και για τυχαίους λόγους, ας πούμε επειδή ήθελαν δέκα βιβλία και τα γνωρίζαμε όλα. Μερικά πράγματα είναι λιγότερο τυχαία, βέβαια, αναπτύξαμε μια φιλαναγνωσία, ένα ταλέντο, την ικανότητα να πουλάμε αυτό που πιστεύαμε. Πιστέψαμε στο βιβλίο καλής ποιότητας, αυτό που μάθαμε κι εμείς βήμα-βήμα, δουλεύοντας ως βιβλιοπώλες. Τέλειωσε ο Κάουφμαν και τέλειωσαν και όλα αυτά. Συγκινούμαι όταν βλέπω ανθρώπους με τους οποίους δεν είχα στενή σχέση ή ήταν πελάτες άλλων τμημάτων να χαίρονται όταν με βλέπουν ‒η χαρά είναι αμοιβαία φυσικά», λέει η κ. Φαράκλα.
«Ξέραμε τα γούστα πολλών πελατών μας και μόλις τους βλέπαμε ετοιμάζαμε μια ντάνα με βιβλία που μπορεί να τους ενδιέφεραν. Κάθε τμήμα είχε διαφορετική πελατεία. Θυμάμαι, ερχόταν ο κ. Χατζόπουλος, ο σύζυγος της Έλγκας Καββαδία, της ανιψιάς του Νίκου Καββαδία, που διάβαζε πολλά γαλλικά και αγγλικά βιβλία, και του τα έβαζα σε ένα καροτσάκι λαϊκής που είχε μαζί του, να μη βλέπει η γυναίκα του πόσα αγόραζε και τον μαλώνει», θυμάται ο κ. Μινιόν.
«Σε βιβλιοπωλεία αυτού του στυλ, προκειμένου να επιβιώσουν, χρειάζεται ένας διάδοχος ή μια διεύθυνση που να έχει ταλέντο, πίστη και “μάτι”. Το “μάτι” του βιβλιοπωλείου για πολλά χρόνια ήμασταν οι υπάλληλοί του, βλέπαμε αυτά που έρχονταν και μπορούσαν να δουλέψουν, που είχαν σχέση με την Ελλάδα, ξέραμε κάθε βιβλίο που υπήρχε στα ράφια μας, τίποτα δεν έμενε αδιάβαστο. Σκέφτομαι σήμερα ότι ήξερα κάθε βιβλίο και πού βρισκόταν. Είχαμε ένα σύστημα με μικρές καρτέλες όπου αναγράφονταν όλα τα στοιχεία του βιβλίου, αυτό για τη μνήμη ήταν ό,τι καλύτερο. Παλέψαμε με τη Ραλλία να το κρατήσουμε αυτό το σύστημα όταν πουλήθηκε η επιχείρηση στους τελευταίους ιδιοκτήτες, αλλά δεν τα καταφέραμε».
Το βιβλιοπωλείο πουλήθηκε από τον Hachette το 1999 στην εταιρεία «Γιαννίκος, Σταυρόπουλος, Καλδής» που ήταν χονδρέμποροι βιβλίου. Με τα ξενόγλωσσα βιβλία είχαν πολύ μικρή σχέση.
Εκτός από την αλλαγή στο καθεστώς ιδιοκτησίας, άλλαξε και η πελατεία. Άνθρωποι που ψώνιζαν τα βιβλία σε ντάνες και επισκέπτονταν το βιβλιοπωλείο συχνά, άρχισαν να ψωνίζουν από την Amazon, ενώ υποχώρησε και η αγορά του γαλλόφωνου βιβλίου. Ο Κάουφμαν έπρεπε να εκσυγχρονιστεί. Με επιστολή τους το 1996 (υπάρχει στη διάθεση της LiFO) οι υπάλληλοι ζητούν από τον διευθυντή της επιχείρησης την εγκατάσταση κλιματιστικής μονάδας: «Έχει περάσει μία και πλέον δεκαετία από τότε που οι πελάτες δεν είναι πάντα ικανοποιημένοι όταν στριμώχνονται στους στενούς χώρους του και δεν παραμένουν πολύ στο κατάστημα, γινόμαστε δέκτες παραπόνων γιατί η θερμοκρασία στο κατάστημα είναι πολύ υψηλή».
«Η φθορά ξεκίνησε όταν άρχισαν να μειώνονται πολύ οι παραγγελίες. Τότε καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά, αν και μας καθησύχαζαν. Έφτανε καλοκαίρι, ας πούμε, και δεν είχαμε τα στάνταρ βιβλία που πουλούσαμε, και κάποιοι πελάτες ήταν αδύνατο να καταλάβουν γιατί δεν έρχονταν τα βιβλία τους. Πολλοί έστελναν επιστολές και το συζητούσαν, αλλά κανένας δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε ακριβώς», λέει η κ. Φαράκλα.
Το 2008, ο καθηγητής πανεπιστημίου Τ. Μ. (τα στοιχεία του και η επιστολή του βρίσκονται στη διάθεση της LiFO) αποστέλλει επιστολή προς τη διεύθυνση του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν Α.Ε. «ως γαλλοτραφές μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας της χώρας και επικαλούμενος την προνομιακή σχέση που διατηρεί επί σειρά ετών με το βιβλιοπωλείο», ζητώντας «να δώσετε καινούργια δυναμική στον μοναδικό αυτό φάρο της γαλλικής κουλτούρας….. Εμπλουτίστε ακόμα πιο πολύ την παρουσίαση της γαλλικής πνευματικής παραγωγής», γράφει, «και περιορίστε σε ανεκτά όρια τα χρονικά περιθώρια των αιτημάτων των πελατών σας». Ο καθηγητής επισημαίνει ακόμα τη συνεχώς διογκούμενη μετατόπιση των πνευματικών ενδιαφερόντων των νεότερων κυρίως γενεών προς τον αγγλοσαξονικό χώρο.
«Στα τέλη του 2008, όμως, το βιβλιοπωλείο προκαλούσε πλέον μελαγχολία στους επίμονους επισκέπτες του», γράφει στο βιβλίο του ο Ν. Μπακουνάκης. «Τα ράφια του άδειαζαν, καινούργια βιβλία δεν έρχονταν, οι παραγγελίες δεν εκτελούνταν και κάποιες ανεπιβεβαίωτες φήμες εμφάνιζαν τους τελευταίους ιδιοκτήτες του να αναζητούν διάδοχη κατάσταση. Ένα από τα ωραιότερα σαλόνια της πόλης με τη στανταλική έννοια, ένας χώρος μητροπολιτικής ή urban κουλτούρας, πλησίαζε στο τέλος του».
Το 2009, η επιχείρηση, μέσα σε μια παρατεταμένη παραφιλολογία περί ύπαρξης προβλημάτων, κάνει αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα ώστε να αποφύγει τις πιέσεις των πιστωτών της και μέσω δικαστικών αποφάσεων να κερδίσει χρόνο, να αναδιαπραγματευτεί τα χρέη της και ετοιμάσει σχέδιο διάσωσης της εταιρείας, χωρίς να θιγούν οι θέσεις των περίπου τριάντα εργαζομένων.
Ο Σύλλογος Βιβλίου-Χάρτου, την ίδια χρονιά, με ανακοίνωσή του, επισημαίνει ότι ο Κάουφμαν, με τρία βιβλιοπωλεία σε Σταδίου, Σίνα και Κιάφας, αποθήκη στον Κολωνό, τμήματα προώθησης και προμηθειών δημοσίου «πωλείται και δεν πωλείται». Είναι το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Οι εργαζόμενοι έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν με τις εξελίξεις που προμηνύονται.
«Οι εργαζόμενοι, οι περισσότεροι επί χρόνια στη δουλειά, με αγάπη, γνώση και ειδίκευση στο αντικείμενό τους κινήθηκαν όταν κατάλαβαν ότι η εταιρεία “αποφεύγει” να δώσει εξηγήσεις και παράλληλα ετοιμάζει “κόλπα απομάκρυνσης” των εργαζομένων», γράφει η «Ελευθεροτυπία» τον Ιούλιο του 2010.
Την ίδια χρονιά, τον Φεβρουάριο, δεκατέσσερις εργαζόμενοι, ανάμεσά τους η κ. Φαράκλα και ο κ. Μινιόν, έκαναν επίσχεση εργασίας, με την εταιρεία να ερμηνεύει την κίνηση ως καταχρηστική, αδικαιολόγητη και λύση της εργασιακής σχέσης. Τότε το Πρωτοδικείο όρισε ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης των εργαζομένων την 21η Φεβρουαρίου 2012 (η συζήτηση θα αποζημίωνε με κάποιον τρόπο ουσιαστικά, αλλά όχι τυπικά, τους άνεργους εργαζόμενους του Κάουφμαν).
Η οικονομική κρίση, ο αδυσώπητος ανταγωνισμός και η καταστροφή του κέντρου της Αθήνας οδήγησαν σε ασφυξία την κατάσταση του βιβλιοπωλείου, η φθορά του δεν ήταν πλέον αναστρέψιμη κι έτσι έκλεισε οριστικά και άδοξα τις πόρτες του τον Αύγουστο του 2012. Η ιστορία του δεν πρόκειται να επαναληφθεί.
Η κ. Ευανθία Καφετζέλη συνταξιοδοτήθηκε το 2011, όταν οι υπάλληλοι είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν, η πόλη είχε αλλάξει και η οικονομική κρίση είχε γίνει ορατή. Η κ. Ραλλία Φαράκλα συνταξιοδοτήθηκε όταν έκλεισε το βιβλιοπωλείο και ο κ. Φιλίπ Μινιόν ακολούθησε τον Λιβεράνι ‒που σήμερα ζει στη Γαλλία‒ για μια δεκαετία στο Ανοιχτό Βιβλίο, στην οδό Σόλωνος, όπου και παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Τα αρχεία του Κάουφμαν χάθηκαν, όταν οι υπάλληλοι, καθαρίζοντας κάποιες αποθήκες, τα πέταξαν στα σκουπίδια, μη αναγνωρίζοντας την αξία τους.
Πηγές:
Κώστας Χατζιώτης, «Οι εκδόσεις Κασταλία στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1930», εκδόσεις ΜΙΕΤ
Δημοσθένης Κούκουνας, «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια», εκδόσεις Ερωδιός
Νίκος Μπακουνάκης, «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο», εκδόσεις Πόλις