ΤΟ 1962, έξι χρόνια πριν ο Τζον Στάινμπεκ αφήσει την τελευταία του πνοή, αποδεχόμενος το Νόμπελ από τη Σουηδική Ακαδημία, φρόντιζε να συμπεριλάβει στην ομιλία του το πώς αντιλαμβανόταν την αποστολή του.
«Καθήκον του συγγραφέα», έλεγε, είναι «ν’ αποκαλύπτει τα μύρια θλιβερά σφάλματα και τις αποτυχίες μας, να φέρνει στο φως τα σκοτεινά κι επικίνδυνα όνειρά μας, με στόχο τη γενική βελτίωση». Κι ακόμα, «να διακηρύττει και να δοξολογεί την αποδεδειγμένη ανθρώπινη δυνατότητα για υψηλό φρόνημα και αίσθημα, για το μεγαλείο στην ήττα, για κουράγιο, οίκτο και αγάπη».
Από τη μεριά του, υπηρέτησε τους παραπάνω στόχους στο έπακρο. Κι αν κάποιοι κριτικοί στάθηκαν επιφυλακτικοί, αν όχι εχθρικοί, απέναντι στην ολόψυχη συμπόρευσή του μ’ αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε «προλεταριάτο», γεγονός παραμένει ότι ο Στάινμπεκ κατάφερε όσο λίγοι ν’ αποδώσει μυθιστορηματικά τον αγώνα ενός ολόκληρου λαού να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη σκληρή πραγματικότητα και τη σαγήνη του αμερικανικού ονείρου.
Τα «Σταφύλια της οργής» συνοψίζουν όσο κανένα άλλο μυθιστόρημα τις σαρωτικές επιπτώσεις της μεγάλης οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930 στη ζωή του αμερικανικού έθνους.
Γερμανοϊρλανδικής καταγωγής, γιος ενός ταμία και μιας δασκάλας που πρώτη τού καλλιέργησε την αγάπη για τον γραπτό λόγο και το διάβασμα, ο Στάινμπεκ γεννήθηκε το 1902 στην εύφορη κοιλάδα Σαλίνα της Καλιφόρνιας. Έναν τόπο που όργωσε από παιδί απολαμβάνοντας τη συναναστροφή με τους ντόπιους, και στον οποίο τοποθέτησε αργότερα τη δράση πολλών βιβλίων του.
Μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ για να σπουδάσει θαλάσσια βιολογία, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής.
Το 1925 και χωρίς να έχει πάρει πτυχίο, εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη με τη φιλοδοξία να ικανοποιήσει το εφηβικό του όνειρο και να σταδιοδρομήσει ως συγγραφέας. Αρχικά βιοπορίζεται ως ρεπόρτερ, όταν απολύεται κάνει δουλειές του ποδαριού –χτίστης, πλασιέ, μεταφορέας, μαθητευόμενος ζωγράφος, μαραγκός, εργάτης– ώσπου, απογοητευμένος, επιστρέφει στη γενέτειρά του, αποφασισμένος ν’ ασχοληθεί με το γράψιμο.
Τα διαβάσματά του, οι ατέλειωτες συζητήσεις του με τους ψαράδες και τους περιθωριακούς της περιοχής του και τα δύσκολα χρόνια που προηγήθηκαν της επιτυχίας, ήταν εκείνα που τον διαμόρφωσαν ως πεζογράφο.
Μετά το πρώτο του μυθιστόρημα, τη «Χρυσή κούπα» (1929), ακολούθησαν η συλλογή διηγημάτων «Ουράνιες βοσκές», τα «Σ’ έναν άγνωστο θεό», «Η πεδιάδα της Τορτίγια» και «Αμφίβολη μάχη» που του χάρισαν σταδιακά θετικές κριτικές, ενώ με το «Άνθρωποι και ποντίκια» το ακροατήριό του έγινε πλέον διεθνές.
Τα «Σταφύλια της οργής» –για πολλούς το κορυφαίο έργο του– δημοσιεύτηκε το 1939 και την επόμενη χρονιά απέσπασε το βραβείο Πούλιτζερ. Με μια σπάνια περιγραφική δύναμη και με περίσσευμα συναισθήματος και λυρισμού, ο Στάινμπεκ αφηγείται εδώ το οδοιπορικό μιας φτωχής οικογένειας καλλιεργητών, των Τζόουντ, οι οποίοι έχοντας χάσει τη γη τους στην Οκλαχόμα, μεταναστεύουν όπως και εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες τους προς τις πεδιάδες της Καλιφόρνιας. Ένα ταξίδι που με αστραπιαία ταχύτητα αποτυπώθηκε αριστουργηματικά από τον Τζον Φορντ στη μεγάλη οθόνη, με βασικό πρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα.
Τα «Σταφύλια της οργής» συνοψίζουν όσο κανένα άλλο μυθιστόρημα τις σαρωτικές επιπτώσεις της μεγάλης οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930 στη ζωή του αμερικανικού έθνους.
Το 1932 το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας είναι άνεργο και περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι –αγρότες που είδαν τη γη τους στον νότο να καταστρέφεται από την ξηρασία, τα χέρια τους ν’ αντικαθίστανται από τα τρακτέρ και την περιουσία τους να κατάσχεται από τις τράπεζες– πήραν τον δρόμο προς τη Δύση, ανύποπτοι για την εκμετάλλευση που κι εκεί θα γνώριζαν.
Αφηγούμενος την οδύσσεια των Τζόουντ καθώς κατευθύνονται προς τον τελευταίο εναπομείναντα «κήπο της Εδέμ» και καταγγέλλοντας τη διάψευση των ονείρων τους που τους επιφυλάσσουν οι μηχανισμοί του καπιταλιστικού κράτους, ο Στάινμπεκ μίλησε για την πάλη του ανθρώπου με την αδικία και για τους δεσμούς του με την παράδοση, για τη σύγκρουση των γενεών που προκύπτει μέσα από μια διαδικασία βίαιου εκσυγχρονισμού, για τη δύναμη της γυναίκας ως συνεκτικού ιστού της οικογένειας, για την ανάγκη της επιβίωσης και τον πόθο για αξιοπρέπεια που οδηγούν στην κοινωνική αφύπνιση και στην ένωση του ενός με τους πολλούς.
Αν και για ένα διάστημα ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική του κομμουνιστικού κόμματος, ο Στάινμπεκ δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την γνήσια αμερικανική παράδοση λαϊκής αντίστασης και διαμαρτυρίας. Και ειδικά τη δεκαετία του ΄30, δεν μπορούσε παρά να συνταχθεί με τον λαό.