ΟΤΑΝ Ο ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ (1933-2018), έξι χρόνια πριν από τον θάνατό του, ξεστόμιζε το περίφημο «Τελείωσα!», είχε μόλις ολοκληρώσει την ανάγνωση όλων των βιβλίων του και είχε καταλήξει σε ποιο έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία: στο «Θέατρο του Σάμπαθ» (1995).
Το πιο λάγνο, το πιο απελπισμένο από τα γραπτά του, αυτό το «πανηγυρικό εμβατήριο της χυδαιότητας» σύμφωνα με τον κεντρικό του ήρωα. Ένα μυθιστόρημα γραμμένο ανάμεσα στην «Επιχείρηση Σάιλοκ» και το «Αμερικανικό ειδύλλιο», το οποίο, όπως παραδεχόταν ο Ροθ, «πολλοί μισούν», αλλά ξεχωριστό για τον ίδιο επειδή «υπάρχει πολλή ελευθερία μέσα του».
«Αυτό αναζητάς ως συγγραφέας όταν δουλεύεις», υπενθύμιζε ο κορυφαίος Αμερικανός πεζογράφος: «Να χάνεις τις αναστολές σου, να σκαλίζεις βαθιά τη μνήμη, τις εμπειρίες και τη ζωή και μετά να βρίσκεις την πρόζα που θα πείσει τον αναγνώστη».
Το «Θέατρο του Σάμπαθ», εξηγούσε, «μιλάει για τον Μίκι Σάμπαθ, έναν γίγαντα της απείθειας στοιχειωμένο από τον θάνατο, που αντιμετωπίζει όμως με μεγάλη ευθυμία τον δικό του θάνατο. Είναι ένας ενδιαφέρων τύπος, αλλά δεν θα θεωρούνταν συμβατικά ενάρετος άνθρωπος».
Στο αγαπημένο του μυθιστόρημα, ο Φίλιπ Ροθ ακολουθεί κατά πόδας τον Σάμπαθ στο τελευταίο του ταξίδι στη Νέα Υόρκη, βάζοντας την αυστηρή φωνή της εβραίας μάνας του να βουίζει στ’ αυτιά του, τα φαντάσματα του παρελθόντος ολοζώντανα μπροστά του, και το ανδρικό του μόριο διαρκώς ορθωμένο, σε μόνιμη σεξουαλική φρενίτιδα.
Αναμφίβολα! Κοντός, ευρύστερνος, ρωμαλέος, με μια βιβλική γενειάδα, πράσινες σπίθες για μάτια και με τα δάχτυλα παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα, ο Μίκι Σάμπαθ, στα 64 του, είναι ένα άντρας συντετριμμένος από απανωτές απώλειες, αλλά τόσο κυριευμένος από οργή και τόσο άγρια «τρελαμένος για γαμήσι» που δεν είναι να τον βάζεις σπίτι σου. Θα σου αποπλανήσει την κόρη, τη σύζυγο, την παραδουλεύτρα, θα κάνει άνω-κάτω τα συρτάρια ψαχουλεύοντας για ευωδιαστά εσώρουχα, θα χλευάσει τις πολιτισμένες σου συνήθειες, θα λασπώσει το καλογυαλισμένο σου παρκέ.
Δημιουργός ενός κουκλοθεάτρου χωρίς κούκλες, με τα δάχτυλά του για μαριονέτες, ο Σάμπαθ έλαμπε τη δεκαετία του '50 στους δρόμους της Νέας Υόρκης, σαγηνεύοντας το φοιτηταριό με τα σκανδαλιάρικα θεάματά του που έκαναν έξαλλους τους σεμνότυφους και τους αστυνομικούς. Εδώ και τριάντα χρόνια όμως ζει αποσυρμένος στα βουνά της Νέας Αγγλίας, όπου μετά την αποπομπή του από το τοπικό πανεπιστήμιο λόγω ενός σεξουαλικού –τι άλλου;– σκανδάλου, συντηρείται από τη δεύτερη σύζυγό του, η οποία δεν θυμίζει σε τίποτα την προικισμένη ύπαρξη που είχε κάποτε ερωτευτεί.
Τι κράτησε ως τώρα όρθιο τον Σάμπαθ; Τι τον έκανε να ξεχνά την απώλεια των ευτυχισμένων παιδικών του χρόνων, τον πρόωρο θάνατο του αδελφού του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το βύθισμα των γονιών του στην κατάθλιψη και την παραίτηση, τον χαμό της πρώτης του γυναίκας –μιας εύθραυστης Ελληνοαμερικανίδας που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς–, τους πόνους στα πάλαι ποτέ ευέλικτα άκρα του, το άδοξο τέλος της καριέρας του, την προδοσία της φοιτήτριάς του, που οδήγησε στη διαπόμπευσή του, την αφόρητη καθημερινότητά του πλάι σε μια μαραμένη και αλκοολική πια σύζυγο; Η Ντρένκα, η Σλάβα ερωμένη του.
Αυτή ήταν η σανίδα του. Μια μεσόκοπη κι επίσης ακόρεστη σεξουαλικά γυναίκα, «συνεταιράκι» του επί δεκατρία συναπτά έτη σ’ όλα τα διαστροφικά παιχνίδια της φαντασίας του.
Όμως αλίμονο, η Ντρένκα δεν υπάρχει πια. Το γεροδεμένο της σκαρί, που χάριζε ηδονή όχι μόνο στον Σάμπαθ αλλά σε κάθε αρσενικό της περιοχής και μάλιστα υπό τις ευλογίες του, έχει φαγωθεί από έναν αλύπητο, καθολικό καρκίνο, και ο ίδιος, όπως κι άλλοι εραστές της, παρηγοριέται με το ν’ αυνανίζεται ακατάπαυστα πάνω από το μνήμα της.
Ο Μίκι Σάμπαθ δρέπει τώρα τη συγκομιδή της μοναξιάς, πάντα υπερήφανος για το αβυσσαλέο ηθικό του επίπεδο. Θέλει ν’ αυτοκτονήσει κι έχει έτοιμη την επιτύμβια πλάκα του. Ενθάδε κείται ένας «λατρευτός πορνοκάπηλος, εκμαυλιστής, σοδομιστής, ξελογιαστής νεανίδων, συζυγοκτόνος, αυτόχειρας», γεννημένος το 1929 και νεκρός ουσιαστικά εδώ και μισό αιώνα.
Πώς αυτοκτονεί, όμως, ένα τέτοιο τέρας εγωισμού; Πώς ν’ αποχωριστεί οικειοθελώς όσα μισεί αφού χάρη σ’ αυτά μπορεί και αναπνέει ακόμα;
Στο αγαπημένο του μυθιστόρημα, ο Φίλιπ Ροθ ακολουθεί κατά πόδας τον Σάμπαθ στο τελευταίο του ταξίδι στη Νέα Υόρκη, βάζοντας την αυστηρή φωνή της εβραίας μάνας του να βουίζει στ’ αυτιά του, τα φαντάσματα του παρελθόντος ολοζώντανα μπροστά του, και το ανδρικό του μόριο διαρκώς ορθωμένο, σε μόνιμη σεξουαλική φρενίτιδα.
Είναι ένα ταξίδι με άφθονα κωμικά ιντερμέτζια αλλά με περίσσευμα απόγνωσης, που ανατέμνει σε βάθος την ταραγμένη συνείδηση ενός ανθρώπου γαντζωμένου πεισματικά από τη ζωή.
Αν σας ενοχλούν οι «κακές» λέξεις ή, ακόμα χειρότερα, αν σας απωθούν οι ωμές σεξουαλικές περιγραφές, ίσως να μην το δοκιμάζατε. Προσπερνώντας, όμως, κανείς το «Θέατρο του Σάμπαθ», χάνει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα που όχι απλώς συγκινεί και τέρπει, αλλά σε αναστατώνει συθέμελα.
*Το «Θέατρο του Σάμπαθ» πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή το 1998 σε μετάφραση Ανδρέα Βαχλιώτη. Από το 2013 βρίσκεται, όπως και τα υπόλοιπα έργα του Ροθ, στον κατάλογο των εκδόσεων Πόλις, στην ίδια μετάφραση, θεωρημένη από την Κατερίνα Σχινά.