ΕΝΑΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΛΒΑΝΟΣ, ξενιτεμένος εδώ και μισό αιώνα, επιστρέφει εν έτει 2041 στα Τίρανα. Κι εκεί, σ’ αυτή την πόλη που του θυμίζει κακέκτυπο της Αθήνας που γνώρισε στα νιάτα του, μια πόλη πνιγμένη στο καυσαέριο και το μπετόν, γεμάτη Αφρικανούς πρόσφυγες, Κινέζους ταξιτζήδες και τρέντι, ξενόφοβους «νεοαλβανούς», ανακαλεί τις δικές του εμπειρίες στη χώρα μας.
Κάπως έτσι ξεκινά το βιβλίο του Γκαζμέντ Καπλάνι «Με λένε Ευρώπη» (Λιβάνης 2010, Επίκεντρο 2024), ένα υβριδικό έργο, σε αρμονία με την υπαρξιακή, υβριδική ταυτότητα του Αλβανού συγγραφέα και δημοσιογράφου, που έζησε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα κι έγραψε απευθείας στα ελληνικά. Το μελλοντολογικής υφής εύρημά του ο Καπλάνι το συνέλαβε στις ΗΠΑ, φιλοξενούμενος για λίγες βδομάδες στο Ledig House, μια «αποικία συγγραφέων» σ’ ένα παραμυθένιο μέρος, σαράντα χιλιόμετρα έξω από τη Νέα Υόρκη, όπου μπορεί κανείς να δουλέψει απερίσπαστος. Μόνο που ο ίδιος τότε δεν έβλεπε την ώρα να πάρει τους δρόμους προς το Χάρλεμ για να μοιράσει μαζί με άλλους εθελοντές προεκλογικά φυλλάδια υπέρ του Ομπάμα, μέσα σε κλίμα γενικευμένου ενθουσιασμού.
Στο «Με λένε Ευρώπη» ο Καπλάνι μεταφέρει με γλαφυρότητα και υπόγειο χιούμορ τη διαδικασία προσαρμογής στην Ελλάδα και το χάος των άγνωστων εικόνων που τον έκαναν να ζαλίζεται, ενώ οι πιο μεστές σελίδες του βιβλίου του αποτυπώνουν το πώς κατάφερε να κατακτήσει μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του.
Όπως το παρθενικό βιβλίο του Καπλάνι, το πολυμεταφρασμένο «Μικρό ημερολόγιο συνόρων», έτσι και το «Με λένε Ευρώπη» κινείται διαρκώς μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας και καταπιάνεται με το ανεξάντλητο θέμα της μετανάστευσης και της ταυτότητας. Στο πρώτο βιβλίο κυριαρχούσε η κατάλυση των συνόρων και η συνάντηση δύο κόσμων που επί πενήντα χρόνια ζούσαν χωριστά, ενώ σ’ αυτό το βάρος πέφτει στην παραμονή σε μια ξένη χώρα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Εδώ, ο βασικός κορμός της αφήγησης διακόπτεται κάθε τόσο από μαρτυρίες μεταναστών δεύτερης γενιάς –όχι μόνο από την Αλβανία, αλλά κι από το Σουδάν, την Κένυα ή τη Νιγηρία– που βρίσκονται ακόμα στον αέρα, χωρίς τα περίφημα «χαρτιά», και από εξομολογήσεις νέων αλλά και μεγαλύτερων σε ηλικία που είτε εκπλήρωσαν τα όνειρά τους είτε αγωνίζονται να στεριώσουν στη χώρα μας. Οι παραπάνω επώνυμες αφηγήσεις αποτελούν επιλογή από εκείνες που εκμαίευσε ο Καπλάνι με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα, σε μια περίοδο που οι συνομιλητές του, –άνθρωποι που, όπως κι ο ίδιος, δεν είχαν βρει τίποτε έτοιμο– διψούσαν να πουν την ιστορία τους. Οι συναντήσεις τους, άλλωστε, εξελίσσονταν συχνά σε ένα είδος αμοιβαίας ψυχοθεραπείας.
Στο «Με λένε Ευρώπη» ο Καπλάνι μεταφέρει με γλαφυρότητα και υπόγειο χιούμορ τη διαδικασία προσαρμογής στην Ελλάδα και το χάος των άγνωστων εικόνων που τον έκαναν να ζαλίζεται –από τα συνθήματα στους τοίχους και τις αυτόματες πόρτες των σούπερ μάρκετ ως την αφθονία των πορνοπεριοδικών–, ενώ οι πιο μεστές σελίδες του βιβλίου του αποτυπώνουν το πώς κατάφερε να κατακτήσει μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του.
«Γκαζμέντ» στ’ αλβανικά σημαίνει «χαρούμενο πνεύμα» κι ίσως εκεί να οφείλει ο Καπλάνι την έμφυτη αισιοδοξία του. Απ’ τη μεριά του υπήρξε τυχερός, καθώς βρέθηκαν εξαρχής άνθρωποι για να τον στηρίξουν. Ως φοιτητής της Φιλοσοφικής απέκτησε χαρτιά σχετικά νωρίς, χωρίς εξαντλητικές ταλαιπωρίες. Κάτοχος διδακτορικού, επαγγελματίας δημοσιογράφος, μεταφρασμένος συγγραφέας κι ελεύθερος να ταξιδέψει παντού, κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να διανύσει τεράστια απόσταση από την εποχή που ένα κινηματογραφικό συνεργείο με επικεφαλής τον Λευτέρη Χαρωνίτη τον περιμάζεψε από το στρατόπεδο των Φιλιατών και τον βοήθησε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τότε που έβγαζε μεροκάματο ως περιπτεράς, ένωνε τη μοναξιά του μ’ εκείνη της Ελληνίδας ερωμένης του και μάθαινε «σοκαριστικά ελληνικά για αρχαρίους» ξεκοκαλίζοντας το «Φοβερό βήμα» του Ταχτσή.
Μόνο την ελληνική υπηκοότητα δεν κατόρθωσε ν’ αποκτήσει ο Καπλάνι. Μια ανοιχτή πληγή που τον πίκρανε πολύ, ωθώντας τον να ξενιτευτεί γι’ άλλη μια φορά. Σήμερα ζει και γράφει στο Σικάγο.