ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ (ευτελές λιβελλογράφημα, κατ’ ουσίαν) των κυρίων Μπώκου και Κόκκωνα (Βήμα, 18/2/2024) δεν θα άξιζε δημόσιο σχολιασμό, καθώς αφορά μάλλον τους ψυχαναλυτές των συντακτών του.
Ο δόλιος σκοπός του κειμένου αυτού είναι η συκοφάντηση του Προέδρου του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, του κ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, αν και οι συντάκτες δεν έχουν τη γενναιότητα να τον κατονομάσουν, ούτε καν άπαξ. O κ. Ζουμπουλάκης τους απάντησε όπως τους αξίζει, διά της σιωπής του («Γενικώς δεν απαντώ σε σχόλια και κρίσεις που ανήκουν στην επικράτεια του φθόνου», Καθημερινή, 22.2.2024). Και το πράγμα θα μπορούσε να μείνει εκεί. Όμως έχουν διαπράξει ένα ασυχώρετο αμάρτημα, και αυτό θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε εδώ, αλλά και να θέσουμε μερικά, ρητορικά έστω, ερωτήματα.
Το «άρθρο» αποτελείται από ενότητες με μεσότιτλους (ίσως διά χειρός Βήματος). Στην πρώτη, αφού το δίδυμο των συγγραφέων ψέξει το κράτος για την απουσία οργανισμού στην ΕΒΕ και, κυρίως, για την (πολύ ορθή – και θα δούμε σε λίγο γιατί) αφαίρεση του τυπικού προσόντος του βιβλιοθηκονόμου από τα προσόντα του μελλοντικού Γενικού Διευθυντή, καταλήγει: «Όσοι υπουργοί ευθύνονται για αυτό το αίσχος [της εικοσαετούς απουσίας οργανισμού] θα έπρεπε να ντρέπονται, μαζί και οι πρωθυπουργοί».
Η ύβρις όμως έρχεται μετά. Αλλά πριν προηγείται ένα ευτράπελο νοηματικό βήμα στο κενό. «Χωρίς τον Οργανισμό, θα ήταν δυνατόν να βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση σήμερα η ΕΒΕ; Δίνουμε καταφατική απάντηση». Άρα ναι; Εκτός κι αν οι συντάκτες εννοούν κάτι άλλο.
Και έπονται τα αναπόφευκτα ερωτήματα: με τι ασχολούνταν οι συντάκτες του «άρθρου» εδώ και είκοσι χρόνια; Τώρα θυμήθηκαν την απουσία Οργανισμού; Οι υπουργοί και οι πρωθυπουργοί δεν έχουν όνομα; Και αφού το όνειδος πέφτει συλλήβδην πάνω τους, τότε γιατί ο κ. Κόκκωνας δέχτηκε να διοριστεί αριστίνδην μέλος του Εφορευτικού Συμβουλίου πριν από τέσσερα χρόνια από την προηγούμενη υπουργό κ. Νίκη Κεραμέως, με πρωθυπουργό και τότε τον κ. Μητσοτάκη; Για να μοιραστούν την ντροπή παρέα; Εκτός κι αν μόλις τώρα, που έληξε η θητεία του, κατάλαβε με τι είχε μπλέξει.
Μέχρις εδώ αυτά τα συντεχνιακά επιχειρήματα (ιδιαίτερα για τα προσόντα του Γενικού Διευθυντή) είναι απλώς φαιδρά, αλλά στη συνέχεια, στο τέλος της πρώτης και στη δεύτερη ενότητα, τα πράγματα σοβαρεύουν. Το συγγραφικό ζεύγος καταγγέλλει, μεταξύ άλλων, το Εφορευτικό Συμβούλιο της ΕΒΕ για απουσία «σθένους» στην «υπεράσπιση» ενώπιον του Υπουργείου Παιδείας του νέου Οργανισμού, και το κατηγορεί κατ’ ουσίαν για συνέργεια στην καθυστέρηση της έγκρισης του νέου Οργανισμού.
Έπονται ερωτήματα: μα ο κ. Κόκκωνας δεν συμμετείχε στη σύνθεση του Εφορευτικού Συμβουλίου; Και άρα δεν είναι και εκείνος επομένως συνεργός στην καθυστέρηση; Κατηγορεί και τον εαυτό του στο μέτρο της ευθύνης που του αναλογεί; Αν πιστεύει πως το Συμβούλιο αυτό έχει διαπράξει τέτοια ατοπήματα, ποιος τον εμπόδισε να παραιτηθεί, ποιος του επέβαλε να ολοκληρώσει αδιατάρακτα τη θητεία του;
Η ύβρις όμως έρχεται μετά. Αλλά πριν προηγείται ένα ευτράπελο νοηματικό βήμα στο κενό. «Χωρίς τον Οργανισμό, θα ήταν δυνατόν να βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση σήμερα η ΕΒΕ; Δίνουμε καταφατική απάντηση». Άρα ναι; Εκτός κι αν οι συντάκτες εννοούν κάτι άλλο.
Η δεύτερη ενότητα αποτελεί ευθεία επίθεση στο Εφορευτικό Συμβούλιο (όπου, θυμίζουμε, συμμετέχει και ο ένας από τους συγγραφείς της «παρέμβασης»). Δεν υπάρχει «αναλυτικά διατυπωμένη πολιτική» και «εγχειρίδια διαδικασιών», δεν υπάρχει «η επιβεβλημένη μέριμνα» ούτε καν για το «στρατηγικό και τα ετήσια επιχειρησιακά» σχέδια, απουσιάζουν «θέματα χάραξης και ουσιαστικής εποπτείας», δεν υπάρχει μέριμνα για τον «σχεδιασμό αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου της εθνικής εκδοτικής παραγωγής και συγκέντρωσης δημοσιευμάτων».
Το συγγραφικό ζεύγος όμως μοιάζει να αγνοεί πως αυτά είναι αρμοδιότητες και καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή και όχι του Εφορευτικού Συμβουλίου! Ο ρόλος του συγκεκριμένου οργάνου (και κάθε τέτοιου είδους οργάνου σε οποιονδήποτε δημόσιο φορέα δημοκρατικής χώρας παγκοσμίως) δεν είναι η χάραξη πολιτικής και στρατηγικής. Αυτά ανήκουν στην εξουσία του Γενικού Διευθυντή να τα εισηγηθεί. Το Εφορευτικό (Διοικητικό αλλού) Συμβούλιο (Επιτροπή αλλού) αναλαμβάνει την έγκριση και την εποπτεία των σχεδίων του όποιου Διευθυντή. Δεν το γνωρίζει αυτό το συγγραφικό ζεύγος των πρώην και τέως καθηγητών; Ας ρωτήσουν τότε έναν δημόσιο λειτουργό να τους τα εξηγήσει.
Τι καταφέρνουν όμως με όλα αυτά; Να πλήξουν το κύρος (και το ήθος και τον χαρακτήρα) του από έτους τεθνεώτος Γενικού Διευθυντή της ΕΒΕ, Φίλιππου Τσιμπόγλου. Αν όλες αυτές οι καταγγελίες ισχύουν, τότε ο Φίλιππος Τσιμπόγλου ολιγώρησε. Έχουν έτσι τα πράγματα; Δυστυχώς για το δίδυμο, η Διαύγεια τους διαψεύδει.
Ο κάθε πολίτης μπορεί να αναζητήσει εκεί τα Πεπραγμένα της θητείας 2014-2019 του Φίλιππου Τσιμπόγλου (το έγγραφο έχει ΑΔΑ: Ω6Ε446ΨΖ2Μ-ΝΤ8), όπου σε 66 πυκνογραμμένες και συγκλονιστικές σελίδες, ο Τσιμπόγλου περιγράφει με πληρέστατη μετριοφροσύνη το τεράστιο έργο που επιτέλεσε, και κυρίως τη μεταφορά της ΕΒΕ από το κτίριο της Πανεπιστημίου στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Ολιγώρησε ο Φίλιππος Τσιμπόγλου; Και εδώ βρίσκεται η πνευματική σκύλευση ενός νεκρού. Και το εξωφρενικό είναι πως το ζεύγος έχει το θράσος να αφιερώσει την «παρέμβασή» του στη μνήμη του Φίλιππου Τσιμπόγλου και να τον αποκαλεί αείμνηστο!
Η ενότητα κλείνει με ευθείες βολές στον κ. Ζουμπουλάκη, πως ενώ το Εφορευτικό Συμβούλιο δεν ασχολείται με τη «χάραξη πολιτιστικής πολιτικής» τυρβάζεται περί άλλα, δηλαδή «διοργανώνει συνεχώς εκθέσεις ζωγραφικής» «αντί να προβάλλει τον πλούτο των συλλογών της» Βιβλιοθήκης. Επειδή ο γράφων έχει συμμετοχή με κείμενα σε αρκετούς καταλόγους αυτών των εκθέσεων, και άρα τις γνωρίζει από πρώτο χέρι, έχει τα εξής ρητορικά ερωτήματα σχετικά με τους κ.κ. Μπώκο και Κόκκωνα.
Έχουν επισκεφθεί ποτέ βιβλιοθήκες στην υπόλοιπη Ευρώπη; Έχουν δει πόσες εκθέσεις (φωτογραφίας, ζωγραφικής, μουσικής) κάνει η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας ή η Βρετανική Βιβλιοθήκη; Άραγε έχουν πατήσει (ιδιαίτερα ο κ Κόκκωνας ως μέλος του απερχόμενου Εφορευτικού Συμβουλίου) ποτέ σε εκθέσεις της ΕΒΕ; Δεν έχουν δει πως σε όλες σχεδόν αυτές τις εκθέσεις υπάρχουν εκθέματα από «τον πλούτο των συλλογών» της ΕΒΕ; Ή μήπως ασχολούνται μόνο με το αντικείμενό τους, τη βιβλιοθηκονομία;
H τρίτη ενότητα της «παρέμβασης» ξεκινά με μιαν άκρως υποκριτική ευχή: «Η θητεία του Εφορευτικού Συμβουλίου έληξε, το επόμενο ας λειτουργήσει ως πραγματικό συλλογικό [τα πλάγια ανήκουν στο συγγραφικό ζεύγος] όργανο διοίκησης και κυρίως εποπτείας». Άρα το απερχόμενο Συμβούλιο δεν ήταν πραγματικό συλλογικό. Αυτό καταγγέλλει ο κ. Κόκκωνας. Και επανέρχονται τα ερωτήματα. Δεν υπάρχουν έγγραφα πρακτικά; Σε αυτό το Συμβούλιο το κάθε μέλος δεν ψήφιζε; Στις αστικές δημοκρατίες υπάρχει σπουδαιότερος τρόπος συλλογικότητας πέρα από την ψήφο;
Δυστυχώς για τον κ. Κόκκωνα εν προκειμένω, στη Διαύγεια μπορεί να εντοπίσει κάποιος πολλά αποσπάσματα πρακτικών του Εφορευτικού Συμβουλίου, από όπου φαίνεται πως και συλλογικό όργανο είναι και ο ίδιος συμμετείχε με την ψήφο του (και όχι μόνο) στις Συνεδριάσεις και τις αποφάσεις – και επομένως με την ψήφο του νομιμοποίησε τη συλλογικότητα του «οργάνου». Αλλά ακόμα και αν το Συμβούλιο δεν ήταν πραγματικά συλλογικό όργανο όπως καταγγέλλει ο κ. Κόκκωνας, τότε τι τον εμπόδιζε να παραιτηθεί και να μην περιμένει μέχρι την ολοκλήρωση της θητείας του για να εμφανιστεί σαν σωτήρας του Σωτήρος και του εαυτού του; Πότε το κατάλαβε πως δεν υπήρχε πραγματική συλλογικότητα; Αφού τελείωσε πια τη θητεία του; Του χρειάστηκαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια να το αντιληφθεί και να το καταγγείλει;
Και ερχόμαστε πια στην άλλο στόχο του λιβελλογραφήματος. Στην επιλογή νέου Γενικού Διευθυντή και στο αν αυτός πρέπει να έχει το προσόν του Βιβλιοθηκονόμου. Εδώ το ζεύγος ειρωνεύεται, προφανέστατα για συντεχνιακούς λόγους, τον ουδέποτε κατονομαζόμενο (όπως στις προνεωτερικές κοινωνίες απόφευγαν να κατονομάσουν τον Διάβολο) κ. Σταύρο Ζουμπουλάκη και διαστρέφουν τις δηλώσεις του στο Βημαγκαζίνο (4/2/2024).
Εκεί ο κ. Ζουμπουλάκης έλεγε: «Σημασία έχει [ο Γενικός Διευθυντής] να είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος, που αγαπάει τα γράμματα, να είναι ανιδιοτελής, εργατικός και καλός χαρακτήρας». Και προσθέτει το ζεύγος στην παρέμβαση: «Τα σχόλια περιττεύουν [..]». Αλλά γιατί να περιττεύουν; Πού διαφωνούν; Θα ήθελαν ο Γενικός Διευθυντής να είναι απαίδευτος, να μισεί τα γράμματα, να είναι ιδιοτελής, τεμπέλης και κακός χαρακτήρας; Από πότε σε αυτό τον τόπο περιττεύει ο κοινός νους; (Φοβάμαι πως αυτό το τελευταίο, και το αποδεικνύει η επίμαχη «παρέμβαση», δεν είναι ρητορική ερώτηση.) Και κλείνει η Τρίτη ενότητα με ψευδεπίγραφα διλήμματα και αρχιερατικό κούνημα του δακτύλου στην πολιτική ηγεσία.
«[..] εκφράζουμε όμως μια απορία; Πως και δεν εφαρμόζεται στην ΕΒΕ ο νέος νόμος για την επιλογή οργάνων διοίκησης στα ΝΠΔΔ; Σύμφωνα με αυτόν, οι σπουδές και η εργασιακή εμπειρία πρέπει να τελούν σε συνάφεια προς την προκηρυσσόμενη θέση. Τι λέει το υπουργείο Εσωτερικών;» Το συγγραφικό ζεύγος διατυπώνει βέβαια δύο απορίες και όχι μία, αλλά ας είναι. Επιστρέφουμε και κλείνουμε με τα ερωτήματα. Ποιος διαπιστώνει πώς εφαρμόζεται ο νέος νόμος για την επιλογή των οργάνων διοίκησης πέραν του συγγραφικού ζεύγους; Πώς οι σπουδές και η εργασιακή εμπειρία δεν τελούν σε συνάφεια με την προκηρυσσόμενη θέση;
Ο διαγωνισμός δεν είναι απόρρητος μέχρι την τελική ανακοίνωση των αποτελεσμάτων; Και επιπλέον: προς τι οι συντεχνιακές ιερεμιάδες και η υποχθόνια υπονόηση πως πρέπει σώνει και καλά ο νέος Γενικός Διευθυντής να έχει το προσόν του βιβλιοθηκονόμου; Γνωρίζει το ζεύγος τι σπουδές και εργασιακή εμπειρία έχει ο Kevin Riffault, Γενικός Διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας ή ο Roly Keating, Διευθύνων Σύμβουλος της Βρετανικής Βιβλιοθήκης; Έχουν πτυχίο Βιβλιοθηκονόμου; Γιατί άραγε δύο από τις σπουδαιότερες βιβλιοθήκες παγκοσμίως δεν έχουν βιβλιοθηκονόμο σε αυτά τα πόστα;
Θα μπαίναμε εύκολα στον πειρασμό να θυμηθούμε τη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ, με τους βιβλιοθηκάριους που έπρεπε να κοιμούνται όρθιοι στα στενά τους δωματιάκια. Τη βιβλιοθήκη που, αν βρισκόταν κάποιος αιώνιος ταξιδευτής που θα μπορούσε να τη γυρίσει ολόκληρη, μετά από αιώνες οδοιπορίας μέσα σ’ αυτήν, θα ανακάλυπτε πως τα ίδια βιβλία επαναλαμβάνονται συνέχεια με την ίδια πάντα αταξία (που αφού επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα, θα μπορούσε να συνθέσει αυτή η ίδια μια τάξη πραγμάτων).
Και με την εικόνα αυτή, ας έχει εδώ, διά στόματος Μπόρχες, την τελευταία λέξη η λογοτεχνία –παραμυθία για τον γράφοντα, όπως και για πολλούς, πάρα πολλούς άλλους, και μοναδικό αντίδοτο στην ευτέλεια των ανθρωπίνων.