Δεν έφευγε. Δύο ώρες τώρα σταματημένος στην στάση έβλεπε τα λεωφορεία να περνούν από μπροστά του κάθε τέταρτο. Για τα δύο πρώτα δικαιολογήθηκε ότι είναι γεμάτα και δεν του αρέσει να στριμώχνεται, ότι μισεί τα χνώτα και την βαβούρα. Ύστερα άναψε τσιγάρο και δεν ήθελε να το σβήσει, είχαν μείνει ακόμα τρεις τέσσερις τζούρες και λυπήθηκε να το πετάξει. Το επόμενο ήταν από εκείνα τα μεγάλα, τα ενωμένα με μια φυσαρμόνικα στην μέση, που πάντα έλεγε ότι φοβόταν ότι θα κοπεί ξαφνικά και θα μείνουν οι επιβάτες του πίσω λεωφορείου μετέωροι, να προσπαθούν να κρατηθούν από τις χειρολαβές για να μην πέσουν στην άσφαλτο. Καθόταν στην στάση και περίμενε, κάποια στιγμή το βλέμμα του καρφώθηκε στην απέναντι βιτρίνα με προσφορές για μαξιλάρια και παπλώματα πουπουλένια κι έτσι έχασε και το επόμενο λεωφορείο που μισοάδειο πια δεν σταμάτησε καν. Σηκώθηκε βάζοντας τα χέρια του στο παλτό και τύλιξε πιο σφιχτά το κασκόλ γύρω από τον λαιμό του. Έσκυψε το κεφάλι και έκανε μερικά βήματα γύρω από την στάση - πάντα με σκυμμένο κεφάλι περπατάει, όχι γιατί ντρέπεται ή φοβάται, απλά τον βοηθάει να οργανώσει την σκέψη του. Κι άλλο λεωφορείο που χάθηκε. Στο επόμενο θα μείνει όρθιος μπροστά στην στάση, θα κοιτάξει τον οδηγό αποφασιστικά και θα τεντώσει το χέρι του στο πλάι για να το σταματήσει. Πάντα στα επόμενα όρθιο τον φαντάζεται, να κοιτάζει αποφασιστικά αυτό που έρχεται καταπάνω του και να το σταματά. Χαμογέλασε. Προς το παρόν, το βλέμμα καρφωμένο στο πεζοδρόμιο και τα χέρια στις τσέπες. Κι άλλο λεωφορείο.
Από το τυροπιτάδικο δίπλα στην στάση ο γαλλικός καφές είχε απλώσει την μυρωδιά του στον δρόμο και εκείνος μετρώντας τα χρήματα στην τσέπη του σκέφτηκε ότι επιτέλους αξίζει δυο τρεις γουλιές, θα μπορούσε μάλιστα να περπατήσει μέχρι την επόμενη στάση για να προλάβει να πιει όσο το δυνατόν περισσότερο καφέ. Δεν βιαζόταν άλλωστε. Δύο χρόνια τώρα είχε πάψει να βιάζεται. Από την ώρα που αγόρασε τον καφέ και μέχρι να περπατήσει ως την επόμενη στάση, άλλα δύο λεωφορεία πέρασαν από μπροστά του ανασαίνοντας πάνω του το καυσαέριο από τις εξατμίσεις τους.
Στην επόμενη στάση ο κόσμος ήταν περισσότερος. Αφού άφησε άλλα δυο λεωφορεία να περάσουν, θυμήθηκε το γραφείο του, εκείνο που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει μια Παρασκευή απόγευμα, χωρίς προειδοποίηση. Κατάλαβε πια ότι δεν ήταν τα λεωφορεία που ήθελε να αποφύγει. Ήταν ο προορισμός που χάθηκε.
σχόλια