Ταινία τέχνης με δεινόσαυρους. Ο Σον Πεν σε βουβό ρόλο. Εικόνες από το διάστημα που ο σκηνοθέτης μάζευε εδώ και 38 χρόνια. Στιγμιότυπα μιας οικογένειας σε μια τυπική γειτονιά του Νότου. Ένα opus γιγαντόσωμο και ρευστό, το Δέντρο της ζωής που τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα είναι η πιο προσωπική κατάθεση ενός ούτως ή άλλως sui generis σκηνοθέτη, του Τέρενς Μάλικ, και παράλληλα ένα διαλεκτικό παιχνίδι αντιστροφής με το εμβληματικό 2001, η Οδύσσεια του Διαστήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Οι ομοιότητες είναι πολλές, από τη σινεμασκόπ χρήση εικόνων του σύμπαντος επεξεργασμένων από τον ίδιο υπεύθυνο ειδικών φωτογραφικών εφέ (τον Ντάγκλας Τράμπολ) μέχρι την αναγωγή του προσωπικού σε μια φυσική νομοτέλεια, με υπόκρουση κλασικής μουσικής κι ελάχιστο διάλογο.

Υπάρχει, όμως, μια τεράστια διαφορά: ενώ ο Κιούμπρικ έλυσε το οντολογικό πρόβλημα του πυρήνα της ταινίας του με την εφαρμογή επιστημονικής φαντασίας -ο εξωγήινος νους/Μονόλιθος επηρέασε τη διάνοια του ανθρώπου, που επέστρεψε αναγεννημένος ως προικισμένο αστρικό μωρό-, ο Μάλικ εξετάζει την αρχή, τη γέννηση δηλαδή, θέτοντας ερωτήματα που επειδή (κανείς) δεν μπορεί, δεν επιθυμεί και να απαντήσει. Το Δέντρο της ζωής είναι ένας κβαντικός εναγκαλισμός με το σινεμά που προσπαθεί να παντρέψει δυο τελείως διαφορετικές ταινίες, δυο χωριστά σώματα σε ένα πνεύμα, μετατρέποντας την κινηματογραφική εμπειρία σ’ ένα συμφωνικό ποίημα με δυνατές εικόνες και κλασική μουσική σε κρεσέντο. Από τη μια η οικογένεια στο Τέξας, ένας αυστηρός πατέρας και μια τρυφερή μάνα, με τους τρεις μικρούς γιους. Από την άλλη, η Γη ως θέατρο δραματικών φυσικών φαινομένων και το Σύμπαν με τη μαγνητική του κίνηση γύρω μας.

Ο Μπραντ Πιτ (ενδεχομένως ο πατέρας του Μάλικ, σε μια αυτοβιογραφική αναπαράσταση;) υποδύεται έναν άνδρα που σκληραγωγεί τα παιδιά του, τα μαθαίνει να διεκδικούν τον χώρο που τους αναλογεί, ενώ ακούει κλασική μουσική. Πολλές φορές τα μπερδεύει, καθώς του ξεφεύγουν στιγμές γλυκές, ειδικά όταν λυγίζει μετά την απόλυσή του κι ομολογεί την ανημπόρια του στον πιο μεγάλο και πιο ευαίσθητο από τους γιους του. Δείχνει να μην μπορεί εύκολα να δραπετεύσει από τα στεγανά της δικής του ανατροφής και του πατρικού ρόλου που του έχει ανατεθεί. Είναι η Φύση, σε αντίθεση με τη μητέρα, η οποία εκπροσωπεί τη Χάρη, τη συμπόνια και τη συγχώρεση. Δίνει αγάπη και παιχνίδι στα παιδιά και θρηνεί με αξιοπρέπεια όταν πεθαίνει ένα από αυτά, για αδιευκρίνιστους λόγους. Στην προσπάθειά της να κατανοήσει την απώλεια, καταφεύγει στη χριστιανική της ανατροφή - εμείς ακούμε τις στοχαστικές της επικλήσεις ως επαναλαμβανόμενο voice over, από ένα σημείο κι έπειτα.

Στο περιθώριο της δυαδικής μορφής της ταινίας, υπάρχει η φιγούρα του Σον Πεν ως εκκρεμές στοιχείο της δυτικής κοινωνίας (άλλη μια φευγαλέα αναφορά στον διακοσμητικό πολιτισμό του 2001, όπως εμφανίζεται στις τελευταίες ανάσες του αστροναύτη στο νεκρικό δωμάτιο). Είναι ένας από τους τρεις γιους του, προφανώς ο μεγαλύτερος. Δεν μιλάει, μοιάζει σκυθρωπός, εξαιρετικά προβληματισμένος, χαμένος στα διλήμματα, τις αμφιβολίες και τη νοσταλγική ματιά της αθωότητας που γλίστρησε από τη ζωή του. Είναι κοινό μυστικό πως η αγαπημένη επωδός του Μάλικ είναι ακριβώς αυτό, η αθωότητα κι η εσωτερική πάλη του ανθρώπου για την ανάκτησή της μέσα από το θαύμα της Φύσης, του μόνου κρίκου που μπορεί να τον φέρει σε επαφή με τη γαλήνη. Η μήτρα που στη φιλμογραφία του έπαιρνε τη μορφή περιφερειακών πλάνων μεγάλης διάρκειας, με τα στάχυα που κινούνται από τον άνεμο, τους νεφοσκεπείς ή ξάστερους ουρανούς, τα λιβάδια και τη ζούγκλα (όπως στον πρόσφατο Νέο Κόσμο με τον Κόλιν Φάρελ και την Κοριάνκα Κίλχερ), στο Δέντρο της ζωής κυριαρχεί και καθορίζει.

Ως πτυχιούχος της Φιλοσοφίας, ο Μάλικ έχει αναγκαστικά αναρωτηθεί για τη γένεση κι επιλέγει το ακατόρθωτο άλμα: να απεικονίσει το Big Bang και να το συσχετίσει με τη βία στην ψυχή του ανθρώπου. Το αποτέλεσμα είναι ένας ποταμός από εντυπωσιακές, κρουστές σκηνές γυρισμένες με φυσικό φως (ο διευθυντής φωτογραφίας Εμάνουλ Λουμπένσκι είχε εντολή να μελετήσει τους πίνακες του Βερμέερ ως έμπνευση για τον φωτισμό), ένα ιδιοφυές «ψάρεμα» βλεμμάτων κι αντιδράσεων στους κόλπους της οικογένειας από τον μόνο σκηνοθέτη που αποδεδειγμένα γνωρίζει πώς να δώσει κίνηση σε μια σειρά από ιμπρεσιονιστικές εικόνες, footage από «National Geographic» υλικό που ανυψώνεται καλλιτεχνικά από τη μουσική που το συνοδεύει και μια ιδεολογική σύγχυση.

Ενώ η μια πλευρά της ταινίας, η επουράνια και γήινη, σιωπηλά παραδέχεται τη θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών (με την κρίση του δεινόσαυρου επί του θύματός του), η άλλη ταινία, η ανθρώπινη, εξετάζει την έξωση από την Εδέμ σαν να ομολογεί πως ο Θεός που κουμαντάρει την καρδιά των ανθρώπων, την τάση τους να πολεμήσουν το Κακό, την ελπίδα και τις ενοχές τους, δικαιώνεται ακόμη και σ’ έναν ιδεατό προθάλαμο που οδηγεί στην επόμενη διάσταση - θα καταλάβετε τι εννοώ από το φινάλε. Η μανιέρα του Μάλικ, δηλαδή η εμμονή του να διανθίζει την πλοκή με φυγόκεντρες ματιές προς τη φύση, βρήκε γοητευτικό δοχείο υποδοχής στις προηγούμενες ταινίες του, ακόμη και στον ελικοειδή χαμένο παράδεισο του Νέου Κόσμου. Στο Δέντρο της ζωής η μανιέρα φεύγει από το φόντο και γίνεται επίκεντρο με συνέπειες που ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης μπορεί να τιθασεύσει. Παύοντας να έχει μια ενιαία, έστω κι ελλειπτική ιστορία ως άξονα, διχοτομεί την ταινία του και την αφήνει ανοιχτή, όχι σε ερμηνείες αλλά σε παρερμηνεύσεις. Αντί να ψυχοφιλήσει την άβυσσο και να πάει ακόμη παραπέρα, τη χαϊδεύει, περιγράφοντάς τη.

Ο Μάλικ δεν είναι απλώς ένας σπουδαίος τεχνίτης, αλλά ένας πραγματικός καλλιτέχνης που επιμένει να αφηγείται τις ιστορίες του με αφαιρετική διάθεση - να μια ακόμη διαφορά με τον Κιούμπρικ, ο οποίος «κλείδωνε» τις ταινίες του κυνηγώντας την τελειότητα στη φόρμα, ενώ ο Μάλικ πλάθει τη φόρμα λαχταρώντας για τις ατέλειες στις λεπτομέρειες που συλλαμβάνει ανάμεσα στις γραμμές. Στο Δέντρο της ζωής χρησιμοποίησε την οικογένεια στον αμερικανικό Νότο των ‘50s ως χαλί για να δώσει μορφή στη μεγάλη, άγνωστη αλήθεια που γεννάει τη βία μέσα από την αταραξία. Οι εικόνες καθηλώνουν, η μουσική υποβάλλει, οι ηθοποιοί του (ειδικά ο Μπράντ Πιτ κι ο μεγάλος γιος) παίζουν θαυμάσια, αλλά το αποτέλεσμα, παρότι παραμένει μια εμπειρία, δεν αιχμαλωτίζει. Ένα από τα θέματα που προκύπτουν είναι τι είδους ταινία μπορεί να γυρίσει ο Μάλικ μετά από αυτήν…