Ο Τζακ είναι ένα ζωηρό πεντάχρονο αγόρι που ζει με τη μαμά του. Εκείνη τον φροντίζει, τον προστατεύει, παίζει μαζί του και του διηγείται ιστορίες. Κάθε άλλο παρά φυσιολογική είναι όμως η ζωή τους, καθώς ζουν σε έναν μικρό χώρο χωρίς παράθυρα, στο Δωμάτιο. Η μαμά έχει δημιουργήσει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα σε αυτά τα δέκα τετραγωνικά για τον Τζακ. Όσο, όμως, η περιέργεια του μικρού αγοριού μεγαλώνει, τόσο πιο εύθραυστη γίνεται εκείνη. Μαζί θα προσπαθήσουν να αποδράσουν για να έρθουν αντιμέτωποι με κάτι ακόμη πιο τρομακτικό: τον αληθινό κόσμο.
Το Δωμάτιο βασίζεται στο ευπώλητο μυθιστόρημα της Έμα Ντόνοχιου, η οποία με τη σειρά της εμπνεύστηκε την υπόθεση από την ιστορία μιας κοπέλας από την Αυστρία που έμεινε όμηρος σε ένα δωμάτιο επί 24 χρόνια, αιχμάλωτη του πατέρα της. Η Ελίζαμπεθ Φριτζλ είχε γεννήσει αρκετά παιδιά κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού της και το θέμα είχε απασχολήσει τα media το 2008, αν και η Ντόναχιου δεν ενδιαφέρεται σχεδόν καθόλου για τον μηχανισμό του εγκλήματος, τα κίνητρα και το ποιόν του δράστη. Έχοντας γράψει το σενάριο της ταινίας που σκηνοθέτησε ο Λένι Έιμπραμσον, η Ντόνοχιου άλλαξε τα δεδομένα, κατασκευάζοντας ένα δράμα για μια Αμερικανίδα, μια νέα γυναίκα που απήχθη από έναν άγνωστο στον δρόμο, 7 χρόνια πριν, και τον 5χρονο γιο της, Τζακ, που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας. Το πρώτο κομμάτι εκτυλίσσεται σε ένα σφραγισμένο δωμάτιο, μια κανονική φυλακή που η μητέρα χωρίς όνομα έχει μετατρέψει σε αυτοσχέδιο μικρόκοσμο, με τα απαραίτητα για το πλύσιμο και τη σίτιση, ένα μικρό, διπλό κρεβάτι, παιχνίδια για το αγόρι και δύο παράθυρα: έναν φεγγίτη και μια τηλεόραση, απ' όπου ο Τζακ πληροφορείται και απορροφά στρεβλά ό,τι δεν του μαθαίνει η μητέρα του, όποτε δεν κοιτάζει προς τα πάνω, στο φυσικό φως, την επαφή με την πραγματικότητα, την ευκαιρία για φαντασία και την ελπίδα για απόδραση, καθώς η πόρτα του δωματίου ανοίγει όποτε ο απαγωγέας έρχεται για να προμηθεύσει μάνα και γιο με τα βασικά, και να κάνει σεξ με το θύμα του.
Η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα σπάει από την ανάλαφρη και αποσπασματική οπτική του παιδιού και τον τόνο της αφήγησής του. Χωρίς να μοιάζει ακριβώς με σκοτεινό παραμύθι, το Δωμάτιο αποτελεί το μοναδικό σημείο αναφοράς στην περιορισμένη κοσμοθεωρία του πιτσιρικά. Η επαφή με τη μητέρα είναι η φυσική προέκταση ενός ντουέτου που δεν έχει απογαλακτισθεί. Ο μικρός έχει αφήσει τα μαλλιά του μακριά σε μια ταύτιση με τη μάνα που φαινομενικά ξενίζει ως αρρωστημένη, αλλά δεν είναι καθόλου παράδοξη. Οι συγκρούσεις τους δεν διαφέρουν από τους συνηθισμένους καυγάδες μεταξύ γονέων και παιδιών, αλλά κάτι απόκοσμο τους διακρίνει από την πλειονότητα: η συνειδητοποίηση πως δεν μπορεί να αποχωριστεί ο ένας τον άλλο, στις καλές και στις κακές στιγμές, τους επαναφέρει σε μια βαριά σιωπή, τη σκιά της βίας που η μάνα γνωρίζει και το παιδί υποψιάζεται, αλλά αρνείται για ευνόητους λόγους, και που ο Έιμπραμσον χειρίζεται με όρους οικογενειακού θρίλερ, φτιάχνοντας μια ταινία εξαιρετική, πολύ ξεχωριστή.
Στο δεύτερο μέρος, οι δυο τους καταφέρνουν να αποδράσουν και προσγειώνονται, με πολύ κόπο, στο πατρικό της μητέρας που επανακτά το όνομά της (Τζόι), καθώς βρίσκει την οικογένεια που την είχε χάσει τόσα χρόνια πριν. Ο Ιρλανδός σκηνοθέτης καλείται να αλλάξει σκηνικό, αλλά κρατά περίφημα το νήμα της ταινίας του, γιατί ο άξονας παραμένει στον Τζακ (στον τρόπο που βλέπει τον νέο κόσμο, δειλά και δύσπιστα στην αρχή, καθώς δεν τολμά να παραδεχθεί πως η τηλεόραση δεν ήταν ακριβώς η μοναδική πηγή ρεαλισμού) και, κυρίως, εξερευνά τις διαφορετικές δυναμικές, όπως προκύπτουν από το τεράστιο ψυχολογικό κενό της ηρωίδας. Η Τζόι απήχθη πάνω στην άνθησή της, χωρίς να προλάβει να αρπάξει τη ζωή, να γευθεί τη διαδρομή, να νιώσει τα διλήμματα των επιλογών μιας έφηβης σε μετάβαση. Η βία που υπέστη ήταν τουλάχιστον διπλή, γιατί, εκτός από τη σεξουαλική κακοποίησή της, διεκόπη απότομα η ομαλή ανάπτυξή της – αυτό που οι συνομήλικές της θα αποκαλούσαν «βαρετά χρόνια», μέχρι της σπουδαιότερες αποφάσεις που έρχονται κάπου στα 25. Επιπροσθέτως, πρέπει να αντιμετωπίσει τους δικούς της και τα media, για να βγάλει χρήματα από μια μεγάλη συνέντευξη, αλλά διανύει την μετατραυματική της περίοδο, εξαντλημένη και άδεια, με το παιδί πλήρως εξαρτημένο από αυτήν. Γι' αυτό ο ρόλος της Μπρι Λάρσον είναι ένας από τους καλύτερους, πιο πολύπλοκους γυναικείους που είδαμε τα τελευταία χρόνια. Ένα νέο κορίτσι με βλέμμα που κυμαίνεται από την ανεξέλεγκτη οργή ως τη ματαιωμένη απογοήτευση και την μπερδεμένη ψυχή μιας μάνας χωρίς τη θέλησή της, αλλά με την αποφασιστικότητα του ενστίκτου που, όπως το παιδί της, γεννήθηκε στην αιχμαλωσία, είναι μια τεράστια ευθύνη, που η Μπρι Λάρσον αναλαμβάνει και φέρνει εις πέρας χωρίς θόρυβο, αλλά με αξιοθαύμαστο αυτοέλεγχο, κερδίζοντας τη συγκίνηση αντί να την εκβιάσει με ευκολίες. Το Όσκαρ που μάλλον θα πάρει, μαζί με τα άλλα βραβεία που έχει αποσπάσει μέχρι στιγμής, είναι δίκαιο και καθόλου αβανταδόρικο, με την έννοια της φωναχτής ερμηνείας με τις σπαρακτικές, φωτογενείς σκηνές. Δίπλα της, ο μικρός Τζέικομπ Τρεμπλέι, 8 ετών όταν έπαιξε τον Τζακ, δέχεται όλες τις σκηνοθετικές οδηγίες με τη δύναμη ενός ψημένου ηθοποιού και την, αλίμονο, παιδική ορμητικότητά του. Η ικανότητά του στην κατανόηση του έργου, πέρα από τις εκρηκτικές του στιγμές, φαίνεται περίτρανα από το φινάλε, εκεί όπου κλείνει ο κύκλος και λήγει το πένθος με τον οργανικό ενταφιασμό της σημασίας του κελιού αλλά και του παρελθόντος.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0