Το Loving Vincent στάζει Βαν Γκογκ σε κάθε καρέ: αυτή η ασυνήθιστη βρετανο-πολωνική συμπαραγωγή ουσιαστικά είναι μια κινούμενη ελαιογραφία μνημειώδους κλίμακας, αφού συναπαρτίζεται από 65.000 σκίτσα, ζωγραφισμένα ένα προς ένα στο χέρι από 125 επαγγελματίες ζωγράφους. Μέσα σε 90 λεπτά, τα αξέχαστα τοπία, τα αδρά πρόσωπα και κυρίως τα ζωηρά χρώματα του Ολλανδού ζωγράφου ξεπηδούν από τους πίνακές του σε μια πλοκή με γνώριμους χαρακτήρες, όπως ο Γκασέ και η κόρη του, η κόρη του πανδοχέα, οι αγρότες και οι κάτοικοι του Βαλ-σιρ-Ουάζ, με πρωταγωνιστή τον Αρμάν Ρουλέν και, φυσικά, ο ίδιος ο Βαν Γκογκ, αλλά σε φλασμπάκ, αφού η ιστορία διαδραματίζεται έναν χρόνο μετά τον αδόκητο θάνατό του, το καλοκαίρι του 1891. Η ιδέα να ζωντανέψουν οι χαρακτήρες που απαθανάτισε ο εξόχως αυτοβιογραφικός ζωγράφος είναι πανέξυπνη και λογική, έτσι ώστε η ταινία να μην επινοεί πρόσωπα αλλά να αναπαριστά τις φιγούρες της εργογραφίας και να διευρύνει τις κινήσεις και τις εκφράσεις τους.

 

Μέσα σε 90 λεπτά, τα αξέχαστα τοπία, τα αδρά πρόσωπα και κυρίως τα ζωηρά χρώματα του Ολλανδού ζωγράφου ξεπηδούν από τους πίνακές του σε μια πλοκή με γνώριμους χαρακτήρες

 

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο μεταϊμπρεσιονιστής ζωγράφος, και πατέρας του μοντερνισμού, απασχολεί το σινεμά. Ο βίος του ήταν γεμάτος κακουχίες και περιπέτειες, ένα δράμα που ξεκίνησε όταν ήταν μικρός και στερημένος από την αγάπη μιας αυστηρής μητέρας, με την άκαρπη προσπάθειά του να ευχαριστήσει τον πατέρα του, και συνεχίστηκε με την επείγουσα ανάγκη του να εκφραστεί μέσα από την Τέχνη, την πυκνή, πυρετώδη ενασχόλησή του με τη ζωγραφική (με ρυθμούς που τους δανείστηκε, θαρρείς, από μια άλλη ζωή), τις τύψεις για την οικονομική και ψυχική επένδυση του αδελφού του Θίο που ο ίδιος δεν κατάφερε να ξεπληρώσει όσο ζούσε και, φυσικά, με το διάσημο κομμένο αυτί και τον κάπως μυστηριώδη αυτοπυροβολισμό στο αγαπημένο του χωράφι που κατέληξε σε θάνατο δυο μέρες αργότερα. Μετά το αρχικό ξάφνιασμα τη διαφορετικής εικόνας και το δέος μπροστά στην οργιώδη, πιστή και ταυτόχρονα ευφάνταστη ανασύσταση του έργου του μέσα από σκηνές που ξεδιπλώνονται σαν να πήραν οι πίνακες σάρκα και οστά, το μάτι συνηθίζει στο αλλόκοτο animation. Επειδή δεν θα ήταν αρκετό μόνο αυτό το τόλμημα για μια ταινία μεγάλου μήκους, η πλοκή σταδιακά περιστρέφεται γύρω από τις αμφιβολίες σχετικά με τα κίνητρα της τελικής πράξης του Βαν Γκογκ, καθώς ερωτηματικά βασανίζουν τον μονίμως λυπημένο Ρουλέν για την γκρίζα ζώνη ανάμεσα στην κατάθλιψη του Βαν Γκογκ και μια πιθανή συνωμοσία εναντίον του.

 

Η υπόθεση είναι θεμιτή και ως έναν βαθμό κυλάει άνετα, αν και δεν παύει ποτέ να φαντάζει τεχνητή, σαν να σκαρώθηκε επί τούτου, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το αντίστοιχα λοξό animation του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, το Scanner Darkly, που είχε επίσης κινηματογραφήσει πρώτα τους ηθοποιούς, για να τους πειράξει στη συνέχεια με ένα περιστροφοσκόπιο. Ήταν σαν να είπαν οι παραγωγοί «έχουμε στα χέρια μας ένα τεχνικό επίτευγμα, ένα βαρύτιμο ύφασμα, τι μπορούμε να βρούμε για να ντύσουμε την σύλληψή μας;». Ακόμη κι έτσι, το Loving Vincent γοητεύει μέσα στη μοναδικότητά του. Με τα ασπρόμαυρα φλασμπάκ και την εικαστική τελειότητα των ζωγραφικών του εικόνων, αποτελεί μια στιβαρή κατασκευή που φιλοξενεί δημιουργικά και ρευστά μια κινηματογραφικού ρυθμού και ύφους εικασία γύρω από τον Ολλανδό ζωγράφο που ξεφεύγει από τα στενά όρια της βιογραφίας.