Χρειαζόμαστε τις comfort movies, με τον ίδιο τρόπο που χρειαζόμαστε το comfort food. Δεν συνιστούν υψηλή κινηματογραφική «γαστρονομία». Μεγαλώνουμε άλλωστε και σίγουρα το γούστο κάποιων γίνεται πιο εκλεπτυσμένο, αλλά για τους περισσότερους η πρώτη επαφή με το σινεμά δεν ήταν με την αντι-αφήγηση του Παρατζάνοφ ή την πολυσημία του Κιαροστάμι αλλά με θεάματα στηριγμένα στο ζεστό χαμόγελο της Τζούλια Ρόμπερτς ή στην ανεπιτήδευτη, παλιομοδίτικη εκφορά του λόγου του Τζορτζ Κλούνεϊ.

Οι περιστασιακές συναντήσεις μαζί τους μπορούν να έχουν την ίδια συναισθηματική επίδραση με το comfort food και να ανασύρουν ανακουφιστικές μνήμες –εξού και comfort‒ εποχών που οι σοβαρότερες έγνοιες μας ήταν να περάσουμε την επόμενη πίστα, να μη ρεζιλευτούμε στο απροειδοποίητο τεστ ή να πραγματώσουμε το ιδανικό της σαββατιάτικης εξόδου. Θέλουμε, βέβαια, να έχει εκτελεστεί καλά η αγαπημένη συνταγή. Η όψη μιας ψαρόσουπας δεν αρκεί από μόνη της, αν το γευστικό αποτέλεσμα είναι ψάρια, καρότα και πατάτες σε βρασμένο νερό. 

To Τιcket to Paradise έχει διαφημιστεί ως η μεγάλη επιστροφή της Τζούλια Ρόμπερτς, της άλλοτε βασίλισσας της κομεντί, στο είδος που την ανέδειξε. Στο πλευρό της έχει τον Τζορτζ Κλούνεϊ, η χημεία της με τον οποίο έχει σμιλευτεί στους ραφινάτους ψυχαγωγισμούς του Σόντερμπεργκ και της Συμμορίας του, στις Εξομολογήσεις ενός επικίνδυνου μυαλού του ίδιου του Κλούνεϊ αλλά και στη δημαγωγία του Money Monster – το θυμάστε αυτό; Στην ταινία οι δυο σταρ υποδύονται δυο χωρισμένους γονείς που πληροφορούνται ότι η κόρη τους σχεδιάζει να παντρευτεί έναν άντρα που μόλις γνώρισε στις διακοπές της στο Μπαλί και σπεύδουν στο δημοφιλές ινδονησιακό θέρετρο ώστε να την αποτρέψουν από το να κάνει το ίδιο λάθος που έκαναν κι εκείνοι πολλά χρόνια πριν.

Η φαγωμάρα μεταξύ τους ξεκινά από τα πρώτα λεπτά. Ο ένας έχει ξεκινήσει να μιλά πριν τελειώσει την πρότασή του ο άλλος. Η δυναμική ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες αλλά και ο κωμικός χρονισμός των ηθοποιών παραπέμπουν στην παράδοση της screwball κωμωδίας. Γρήγορα διαπιστώνεις, όμως, ότι είναι η εμπειρία τους και η πρωταγωνιστική τους στόφα που έρχεται να καλύψει ένα σενάριο φειδωλό σε ατάκες –το καλύτερο αστείο(;) της ταινίας είναι το πολυφορεμένο γκαγκ όπου κάποιος μιλάει επί ένα λεπτό σε μια άλλη γλώσσα και στη δική σου γλώσσα έχει πει καλημέρα‒, ανέμπνευστης πλοκής και δίχως εκείνα τα απρόσμενα, μικρά ρομαντικά επεισόδια που πάντα νοστιμίζουν τη συνταγή. Σκεφτείτε π.χ. την αφιέρωση του «La vie en rose» από τον Τζακ Νίκολσον στην Νταϊάν Κίτον στο Something’s gotta give της Νάνσι Μέγιερς. 

Η τοποθεσία είναι γραφική, οι ηθοποιοί εμφανώς περνούσαν καλά στα γυρίσματα, αλλά λείπει εκείνο το hook που θα δώσει ενέργεια στα δρώμενα και θα σε τραβήξει ‒ φαντάσου να παρακολουθούσες ένα Μamma Mia! χωρίς τα τραγούδια των Abba. Διόλου τυχαία τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Ολ Πάρκερ, όχι του πρώτου Mamma Mia!, αλλά του δεύτερου, όπου τόσο υποκριτικά όσο και στην playlist είχαν πάρει τα ηνία τα τσικό. Και, πραγματικά, διαβάζεις ότι η Τζούλια Ρόμπερτς απέρριπτε σενάρια για ρομαντικές κομεντί επί χρόνια, επειδή δεν διάβαζε τίποτα της προκοπής, μέχρι που ήρθε αυτό και αναρωτιέσαι πόσο χειρότερα μπορεί να ήταν εκείνα.

Μην μας παρεξηγήσετε, είμαστε υπέρ μιας αναβίωσης της ρομαντικής κομεντί σε επίπεδο στουντιακής παραγωγής, αλλά δεν βλέπουμε πώς θα μπορούσε να προκύψει με ταινίες σαν το Ticket to Paradise