Ο δέκατος ένατος αιώνας –ποιος δεν το ξέρει;– αποτελεί το μέγα σχολείο τόσο της λογοτεχνικής επανάστασης στη Ρωσία όσο και της πολιτικής επανάστασης που θα οδηγήσει στην κυριαρχία των μπολσεβίκων. Ο 19ος αιώνας, με άλλα λόγια, αποτελεί τη μεγάλη σχολή της ρωσικής λογοτεχνίας όπου τα βιβλία από τη μία μεριά και οι επαναστατικές κινήσεις από την άλλη αποτέλεσαν ένα εκρηκτικό μείγμα που δεν είχε το όμοιό του. Όταν, λοιπόν, εμφανίστηκε το (διάσημο) βιβλίο του Νικολάι Τσερνισέφσκι Τι να κάνουμε; δεν δήλωνε απλώς την ανάγκη ανακατατάξεων στη ρωσική κοινωνία, αλλά συνάμα και μια βίαιη απόσπαση από το τσαρικό καθεστώς. Οι συγγραφείς της Πετρούπολης και της Μόσχας ήταν και επαναστάτες (όπως ο Τσερνισέφσκι) και αντεπαναστάτες (όπως ο Ντοστογιέφσκι). Έτσι, η συνάντηση του Τσερνισέφσκι με τον Ντοστογιέφσκι είναι απολύτως χαρακτηριστική. Ενώ μεγάλη πυρκαγιά μαίνεται και λαμπαδιάζει τη συνοικία Λίγκοβα και τα καμπανάκια των πυροσβεστών χαλούν τον κόσμο, ο αναστατωμένος Ντοστογιέφσκι φτάνει στο σπίτι του Νικολάι Γαβρίλοβιτς και έξαλλος του ζητάει να βάλει τέρμα σε όλα αυτά! Ποια ήταν όλα αυτά; Οι φωτιές που έβαζαν οι μηδενιστές φοιτητές και οι Πολωνοί επαναστάτες...
Φυσικά, το Τι να κάνουμε; που ηχούσε λίγο σαν πατρική συμβουλή ή σαν νεανική βία, δεν ήταν πολιτικό μανιφέστο. Απεναντίας, ακολουθούσε τις συνταγές του μυθιστορήματος, πλάθοντας μυθιστορηματικά πρόσωπα που ανταγωνίζονταν τους ορκισμένους επαναστάτες. Εφόσον η Αστυνομία απαγόρευε επί ποινή εξορίας τις επαναστατικές ιδέες –έστω στη λογοτεχνία–, ο Τσερνισέφσκι εξαναγκάζεται να παρουσιάζει ρωσικές σκηνές στις οποίες οι σχέσεις των προσώπων προσλαμβάνουν σημαδιακή βαθύτητα. Αν φέρουμε στον νου μας τις σκηνές του Ντοστογιέφσκι (ειδικά στον Ηλίθιο), καταλαβαίνουμε ότι είναι παραποιημένες εκδοχές των προσώπων του Τσερνισέφσκι. Οι αντιστοιχίες είναι χειροπιαστές: οι ηρωίδες του Ντοστογιέφσκι είναι ατίθασες, πανέμορφες, προικισμένες με έκτακτο νου, ουσιαστικά δηλαδή αντιγράφουν (ακριβέστερα ενσαρκώνουν ιδιοφυώς) τις ηρωίδες του Τσερνισέφσκι, άσχετα με τη λογοτεχνική τους αξία ή απαξία.
Δεν είναι, τυχαίο, άλλωστε το γεγονός ότι ο Ναμπόκοφ –κακός κριτικός του Ντοστογιέφσκι– τονίζει ότι γύρω από το Τι να κάνουμε; δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα σεβάσμιας λατρείας. Το μυθιστόρημα διαβαζόταν όπως διαβάζονται τα τελετουργικά εκκλησιαστικά κιτάπια – κανένα βιβλίο του Τουργκένιεφ ή του Τολστόι δεν είχε ποτέ δημιουργήσει παρόμοια εντύπωση.
Οι γυναίκες κρατούν καίριους ρόλους στο ρωσικό μυθιστόρημα. Η Βέρα Πάβλοβνα, ανήσυχη και διόλου υποδειγματική σύζυγος, εκφράζει το καταπιεσμένο μέρος του εαυτού της στο πρόσωπο του φοιτητή της ιατρικής Λοπουχόφ, ο οποίος τελικά της κάνει πρόταση γάμου. Το χαρακτηριστικό της Ρωσίδας ερωμένης είναι ότι αρνείται τον πειθήνιο εραστή εν ονόματι μιας ελευθερίας που αντλεί τη δύναμή της από την άρνηση του εραστή. Τελικά, βέβαια, η Βέρα ερωτεύεται τον Κιρσάνοφ που είναι εγκάρδιος φίλος του Λοπουχόφ. Το μυθιστόρημα του Τσερνισέφσκι έκανε την αναστατωμένη Ρωσία, και δη την Πετρούπολη, να συνομιλεί με τις σελίδες του φυλακισμένου συγγραφέα.
Εκπληκτική ήταν η επίδραση στους διανοούμενους της εποχής που διάβαζαν μια αφήγηση η οποία είχε γεννηθεί από τις σκέψεις και τα έργα των υποψήφιων επαναστατών. Στη Νέα Υόρκη, η Έμα Γκόλντμαν είχε ιδρύσει μια κοπερατίβα στο πρότυπο εκείνης του βιβλίου, οι δε πολιτικοί στοχαστές Ρόζα Λούξεμπουργκ (που βρήκε οικτρό θάνατο στη γερμανική επανάσταση), Μαρξ, Ένγκελς, Πλεχάνοφ, Κροπότκιν, Λένιν περιέβαλλαν το βιβλίο με γνήσιο θαυμασμό. Το βιβλίο μπορεί σήμερα να μην έχει τη λάμψη που είχε τότε, ωστόσο είναι ένα έργο απολύτως ρωσικό, με ρωσικά κουσούρια και ρωσικά πρόσωπα, με ατμόσφαιρα αμιγώς ρωσική.
Ως γνωστόν, ο Ντοστογιέφσκι –φανατικός επαναστάτης στα νιάτα του, μετανοημένος μετά το κάτεργο– το πρώτο βιβλίο που έγραψε μετά την επιστροφή του ήταν το Υπόγειο, τίτλος που δανείστηκε από τον Τσερνισέφσκι. Η Βέρα ομολογεί: «Ένα μόνο έχει αλλάξει, καλέ μου, ότι τώρα εγώ βγαίνω από το υπόγειο στην ελευθερία». «Με ελευθέρωσες από το υπόγειο, τι καλός που είσαι μαζί μου». «Προς το παρόν, σε χαιρετώ, καλέ μου, δεν πρέπει να μιλάμε πολύ, είμαστε πονηροί, έτσι δεν είναι; Γειά σου. Αχ, εξήντα έξι μέρες ακόμα στο υπόγειο! Ο χρόνος περνάει σαν πουλί, ύστερα εγώ δεν είμαι στο υπόγειο». Πιθανότατα από αυτό το βιβλίο δανείστηκε την ιδέα ο Φιοντόρ, αλλά από κει και πέρα το κείμενο έχει άλλο προσανατολισμό.
Ο Ναμπόκοφ έγραψε σαχλαμάρες για το Υπόγειο, όπως και για τα μυθιστορήματα του Ντόστο. Δεν έχει σημασία. Σημασία, ωστόσο, έχει να συγκρίνουμε μερικές παραγράφους από το Υπόγειο, που είναι γραμμένο με το κνούτο και αποκρίνεται αποστομωτικά στους επαναστάτες της εποχής. «Ο άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα πρέπει να έχει, και έχει ηθική υποχρέωση να είναι πλάσμα πιο πολύ χωρίς χαρακτήρα. Ο άνθρωπος που έχει χαρακτήρα, που είναι της δράσης, δεν μπορεί παρά να είναι πλάσμα εντελώς περιορισμένο. Αυτή είναι η σαραντάχρονη πεποίθησή μου. Είμαι τώρα σαράντα χρόνων, μα, βλέπετε, τα σαράντα χρόνια είναι όλη η ζωή. Είναι τα πιο βαθιά γηρατειά. Να ζει κανείς πέρα από τα σαράντα χρόνια είναι ξετσιπωσιά, αθλιότητα, ανηθικότητα!».
Ο Ντόστο τα βάζει με τον Ρουσώ επειδή ακριβώς δεν ανέχεται τον ρομαντισμό. Οι ήρωές του, γυναίκες και άνδρες, έχουν αναδυθεί από τη σκληρή δοκιμασία του υπογείου. Τι λέει ο ίδιος; «Έφτανα σε σημείο να αισθάνουμαι κάποια μυστική, ακανόνιστη, αθλιούτσικη απολαυσούλα σαν τύχαινε να γυρίζω κάποια απαίσια νύχτα της Πετρούπολης στη γωνιά μου κι εντατικά να συναισθάνουμαι, πως να, και σήμερα έκανα μια αθλιότητα, πως αυτό που έγινε, ως τόσο, δεν ξεγίνεται, κι ενδόμυχα, κρυφά, να τρώω, να τρώω τον εαυτό μου, με τα δόντια μου, να τον βασανίζω τέλος με κάθε τρόπο, σε βαθμό που στα τελευταία η πίκρα μεταβαλλόταν σε κάποια επαίσχυντη καταραμένη γλύκα και τέλος σε οριστική, σοβαρή απόλαυση!».
Σε αντιπαραβολή προς το Τι να κάνουμε; το Υπόγειο αντιπροσωπεύει μια συνταρακτική κριτική της ατμόσφαιρας του 19ου αιώνα που δεν σχολιάζεται από τον Τσερνισέφσκι, ο οποίος είναι «επαναστάτης», αγαπάει τις «γαλάζιες κάλτσες» (τις γυναίκες που στρέφονταν προς τις επιστημονικές και φιλολογικές αλήθειες) και αδυνατεί να αποδεχθεί μια Ρωσία της αριστοκρατίας που περιφρονεί την αγροτική, την εργατική και τη μεσαία τάξη.
Ανάλογα πράγματα μπορούμε να ισχυριστούμε για τους Δαιμονισμένους, το Έγκλημα και Τιμωρία, τους Αδελφούς Καραμάζοφ, τον Ηλίθιο. Ο Ρώσος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα δεν είναι απλός γραφιάς, στην πραγματικότητα είναι απολογητής της Ρωσίας – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Σε αυτό το κλίμα κινήθηκαν ο Γκόγκολ, ο Τολστόι, το Πατέρες και Παιδιά του Τουργκένιεφ και όλα τα μυθιστορήματα του Ντόστο. Ο σημερινός αναγνώστης μυθιστορημάτων ασφαλώς νιώθει κατάπληξη όταν συνειδητοποιεί ότι μια απλή ανάγνωση ενός γράμματος που είχε γράψει ο Γκόγκολ στοίχισε στον Ντόστο μερικά χρόνια εκτοπισμού και αθλιότητας. Τα ίδια δεν έπαθε και ο Τσερνισέφσκι και πλήθος άλλοι διάσημοι και άσημοι;
Άλλωστε, η εκτόπιση του Τσερνισέφσκι είχε ως αιτία μια επιστολή που στάλθηκε από τον εξόριστο στην Αγγλία Χέρτζεν και έπεσε στα χέρια της ρωσικής Αστυνομίας. Κοντά σε αυτό το πειστήριο, η αστυνομία θα βασιστεί στην κριτική του συντρόφου του και φυλακισμένου Πισάρεφ που γραφόταν σε κάθε συνέχεια του Τι να κάνουμε; και θεωρήθηκε ικανή μαρτυρία στο δικαστήριο για την αντικαθεστωτική του στάση. Τυχαία, μήπως, ο Ουλιάνοφ διάβασε το μυθιστόρημα στα δεκατέσσερά του χρόνια και το ξαναδιάβασε μετά την εκτέλεση του αδελφού του (1887); Μάλιστα, το μνημόνευε πάντα στους λόγους και στα γραπτά του.
σχόλια