Ο Φεντερίκο Φελίνι (1920-1993) υπήρξε από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου του 20ού αιώνα. Περισσότερο ένας λαϊκός σκηνοθέτης και λιγότερο ένας auteur με την έννοια των εξεζητημένων δημιουργών του κινηματογράφου όπως τον ήθελαν πολλοί, ένας σοφός εικονοπλάστης του οποίου οι ταινίες αποτελούν σημείο αναφοράς μέχρι σήμερα. Τα δείγματα αντιγραφής, επιρροής και αναπαραγωγής του έργου του τόσο στον διεθνή κινηματογράφο όσο και στο θέατρο, από την εποχή της μεγάλης του ακμής μέχρι και σήμερα, 20 χρόνια μετά τον θάνατό του, είναι αναρίθμητα. Ας θυμηθούμε μερικές από τις σημαντικότερες ταινίες του:
La Strada (1954)
Mε τους Άντονι Κουίν και την Τζουλιέτα Μασίνα. Το έργο που για πρώτη φορά έκανε γνωστό τον Φελίνι έξω από τα σύνορα της χώρας του, όταν κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1954 και το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1956, είναι μια σπαρακτική ταινία σε νεορεαλιστικό φόντο. Ένα ταξίδι, μέσα από μια κατακερματισμένη και κουρελιασμένη Ιταλία, σε μια αλληγορική σύγκρουση της αθωότητας και του ονείρου με τη μυϊκή δύναμη, τα ζωώδη ένστικτα και το μυαλό. Ένας πλανόδιος «μασίστας» προσλαμβάνει ένα αγράμματο κορίτσι για βοηθό του με αντάλλαγμα μια μακαρονάδα. Εκείνη τον ακολουθεί σαν πιστό σκυλί στην τουρνέ του στις λασπωμένες κωμοπόλεις, ενώ εκείνος της φέρεται οικτρά. Περνάνε διάφορες μικροπεριπέτειες μαζί και στο τέλος την εγκαταλείπει. Όταν χρόνια μετά μαθαίνει τον θάνατό της, καταρρέει και ξεσπάει σε κλάματα. Αν και στην εποχή της θεωρήθηκε «προδοσία» του νεορεαλισμού και χτυπήθηκε από τους αριστερούς διανοούμενους, σηματοδοτεί την απαρχή μιας μεγάλης πορείας για τον Φελίνι, καθώς είχε πια συγκεντρώσει γύρω του μερικούς από τους σημαντικότερους συνεργάτες του, που θα τον ακολουθούσαν έκτοτε στις μελλοντικές, αξιομνημόνευτες ταινίες του: τον συνθέτη Νίνο Ρότα, τον διευθυντή φωτογραφίας Οτέλο Μαρτέλι, τους σεναριογράφους Ένιο Φλαϊάνο και Τούλιο Πινέλι. Η παραγωγή ήταν του θρυλικού ντουέτου της Τσινετσιτά, Κάρλο Πόντι και Ντίνο ντε Λαουρέντις.
Νύχτες της Καμπίρια (1956)
Mε την Τζουλιέτα Μασίνα. Η σημαντικότερη ταινία της πρώτης περιόδου του Φελίνι. Η ιστορία της αγαθιάρας και κακομοίρας λαϊκής πόρνης Καμπίρια που ζει κι επιβιώνει στις εργατικές συνοικίες της Ρώμης. Μια νύχτα θα βρεθεί στην πολυτελή έπαυλη ενός σταρ του σινεμά. Από κει θα φύγει άπραγη, ενώ σε μια άλλη περίπτωση θα συμμετάσχει σε νούμερο ταχυδακτυλουργού ενός συνοικιακού βοντβίλ. Εκεί θα την γνωρίσει ένας ομορφονιός, ο οποίος θα της πουλήσει έρωτα. Σε ένα τους ραντεβουδάκι θα την οδηγήσει σε ένα δασάκι δίπλα σε έναν γκρεμό, θα της αρπάξει όλες της τις οικονομίες και θα εξαφανιστεί. Η γλυκιά και αφελής Καμπίρια θα κλάψει για την εξαπάτησή της αλλά στο συναρπαστικό φινάλε θα γίνει ένα με μια παρέα νέων αγοριών και κοριτσιών που κατηφορίζουν χαμογελαστοί, τραγουδώντας στον δρόμο. Η ζωή αποδεικνύεται υπέροχη ακόμα και μετά τη συντριβή. Ο Φελίνι είχε συνεργαστεί σεναριακά με τον Πιερ Πάολο Παζολίνι που ήξερε την ιδιαίτερη γλώσσα του λούμπεν του ρωμαϊκού προλεταριάτου. Οι Νύχτες της Καμπίρια έχουν επίσης βραβευτεί με Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1957.
La Dolce Vita (1960)
Mε την εκθαμβωτική Ανίτα Έκμπεργκ, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και την Ανούκ Εμέ, ενώ ανάμεσα σε πολλούς διάσημους Ιταλούς ηθοποιούς κάνει ένα πέρασμα και η αξέχαστη Nico. Μια ταινία-θρύλος, ένα εκπληκτικό μωσαϊκό της παρακμιακής ζωής της ανώτερης τάξης της Ρώμης που αποκαλύπτεται με έναν τρόπο που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε ξαναγίνει. Συγχρόνως, μια ταινία για το τέλος της αθωότητας και την αρχή της εποχής της μαζικής αυταπάτης. Η ταινία ξεκινάει με ένα ελικόπτερο που μεταφέρει πάνω από την «αιώνια πόλη» ένας άγαλμα του Χριστού. Και από κει η κάμερα ακολουθεί την πορεία ενός φέρελπι δημοσιογράφου που γράφει κοσμικά ενσταντανέ και κουτσομπολιά του διεθνούς τζετ σετ. Ο Μαρτσέλο, όπως λέγεται ο ήρωας της ταινίας, θα βρεθεί να ακολουθεί μια Αμερικανίδα σούπερ σταρ στους ξέφρενους ρυθμούς ενός πάρτι (όπου τραγουδάει ο Αντριάνο Τσελεντάνο), ενώ, στην προσπάθειά του να τη ρίξει στο κρεβάτι, φτάνει το ξημέρωμα. Η σκηνή με τον πρωινό γαλατά στο ποδήλατό του να παρακολουθεί αποσβολωμένος την Έκμπεργκ, ντυμένη με μια μαύρη τουαλέτα, να φιλιέται με τον Μαστρογιάννι μες στα νερά της Φοντάνα ντι Τρέβι είναι από τις διασημότερες εικόνες του κινηματογράφου. Ο δημοσιογράφος καλύπτει επίσης ένα όραμα, συνδιαλέγεται σε ατέρμονες συζητήσεις διανοουμένων, επισκέπτεται τα κοσμικά στέκια της Βία Βένετο, εισβάλλει σε πύργους της αριστοκρατίας, κάνει έρωτα με ένα πλουσιοκόριτσο μέσα σ’ ένα καταγώγι, ξενυχτάει συμμετέχοντας σε όργιο σε μια βίλα. Εν τέλει, το παίρνει απόφαση ότι η «γλυκιά ζωή» αξίζει τόσο όσο και το να ξεπουλιέται στους πλούσιους άφρονες φίλους του, ωραιοποιώντας στις κοσμικές στήλες την άσκοπη ζωή τους. Η ταινία ενόχλησε το Βατικανό, που τη θεώρησε μια αλληγορία για τη Δευτέρα Παρουσία. Με την Dolce Vita ο Φελίνι απέκτησε απίστευτη διεθνή φήμη και ο τίτλος έγινε συνώνυμος της ανεμελιάς και του γκλάμουρ, όπως και οι φωτογράφοι-παπαράτσι απέκτησαν όνομα χάρη στο παρατσούκλι ενός σκανδαλοθήρα φωτογράφου που ακολουθεί τον πρωταγωνιστή. Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες το 1960 και Όσκαρ Κοστουμιών Ασπρόμαυρης Ταινίας το 1961.
8½ (1963)
Mε τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, την Κλαούντια Καρντινάλε και την Ανούκ Εμέ. Το σημαντικότερο ίσως κινηματογραφικό επίτευγμα του Φελίνι, με ανεπανάληπτα πλάνα-σεκάνς όπου παρελαύνουν όλες οι προσωπικές του φαντασιώσεις, οι φοβίες και οι ονειρικές εικόνες που μέχρι τότε δεν είχε τολμήσει να υλοποιήσει. Ένα έργο-εσωτερικός μονόλογος αναπόλησης της αγωνίας του καλλιτέχνη και του αγώνα της δημιουργίας. Ο τίτλος συμβολίζει την 8η ταινία του, ενώ το «μισό» τη συμμετοχή του σε δύο επεισόδια δύο σπονδυλωτών ταινιών. Ο Γκούιντο που υποδύεται ο Μαστρογιάννι είναι ένας σκηνοθέτης που έχει στερέψει από ιδέες τη στιγμή που του έχει ανατεθεί μια υπερπαραγωγή. Περνώντας από τις παιδικές του αναμνήσεις, τις σεξουαλικές εμμονές της εφηβείας και φτάνοντας μέχρι τις διαψεύσεις της ωριμότητας φτάνει στην παραδοχή της ήττας. Στο διάσημο φινάλε της ταινίας ο σκηνοθέτης στήνει έναν εντυπωσιακό κυκλικό χορό τον οποίο κατευθύνει μέσα από έναν τηλεβόα και στον οποίο συμμετέχουν όλοι ο βασικοί χαρακτήρες της ταινίας και της ζωής του. Οι κριτικοί της εποχής έκαναν παραλληλισμό του 8½ με την Κόλαση του Δάντη. Η ταινία έκανε πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στις Κάννες, ενώ αμέσως μετά πήρε το μεγάλο βραβείο στο Φεστιβάλ της Μόσχας. Προτάθηκε για Όσκαρ σε διάφορες κατηγορίες, αλλά πήρε ξανά εκείνο της Ξενόγλωσσης Ταινίας και Κοστουμιών. Η μουσική του Νίνο Ρότα για την ταινία είναι πλέον μνημειακή.
Η Τζουλιέτα των πνευμάτων (1965)
Με την Τζουλιέτα Μασίνα είναι σαν ο σκηνοθέτης να επιστρέφει στον κόσμο των κόμιξ, απ’ όπου ξεκίνησε. Σαν ένας θηλυκός Φελίνι, η Τζουλιέτα χάνεται σε έναν φανταστικό κόσμο όπου οι πιέσεις που δέχεται από το περιβάλλον της την οδηγούν σε κρίση ταυτότητας. Ο άπιστος σύζυγος, οι υπερφίαλες και εξεζητημένες αδελφές και η μητέρα, ένας κόσμος –επιτέλους έγχρωμος– εξωπραγματικός και υπερβολικός μέσα από περσόνες-καρικατούρες ενός ατόφιου φελινικού σύμπαντος: μνήμη, εμμονές, όνειρα, διαψεύσεις. Και αυτή του η ταινία πήρε πολλά διεθνή βραβεία, αλλά αμφισβητήθηκε κιόλας αν και κατά πόσο ήταν αντάξια του σπουδαίου δημιουργού και όχι ένα όχημα για την αγαπημένη σύντροφο και πρωταγωνίστριά του.
Satyricon (1969)
Η ταινία-στοίχημα του Φελίνι, που μέσα από τις αποσπασματικές σκηνές του έργου του Γάιου Πετρώνιου, arbiter elegantiae, δηλαδή συμβούλου αισθητικής και κομψότητας του Νέρωνα, σκιαγράφησε μοναδικά τον κολασμένο 1ο μ.Χ. αιώνα. Στην ταινία ανασυντίθεται μια άλλη Ρώμη, που από κάποιες απόψεις δεν απέχει και πολύ από αυτήν της σύγχρονης εποχής, ένα «παραμύθι για ενήλικες» όπως χαρακτηρίστηκε, στην οποία ο κομίστας Φελίνι στήνει ένα εντυπωσιακό σκηνικό της αρχαίας πόλης. Με απενοχοποιημένη και αφοπλιστική μαεστρία μιλάει για μια εποχή παρακμής, ταραχής και αποσύνθεσης. Σαν να θέλει ουσιαστικά να μιλήσει με μια παραβολή για το σήμερα και να εντυπωσιάσει με τα σκηνικά του και τις ευφάνταστες εικόνες του. Δύο φίλοι, ο Εγκόλπιο και ο Ασίλτο, μονομαχούν για τον ωραίο έφηβο Γκιτόνε. Χάνει ο ένας, γίνονται εχθροί μέχρι να τους επανασυνδέσει ένας σεισμός. Στη διαδρομή της ιστορίας ο Φελίνι αφήνει τη φαντασία του να καλπάσει και να δημιουργήσει μία από τις πιο αλλόκοτες ταινίες του διεθνούς κινηματογράφου. Στους ρόλους παρελαύνουν σε σύντομες εμφανίσεις πολλές δόξες του σινεμά, από τη Λουτσία Μποζέ και την Καπουσίν μέχρι τη Ρίκα Διαλυνά.
Amarcord (1973)
Που στα ρομανιόλ σημαίνει «θυμάμαι». Μια ημιβιογραφική και κωμικο-δραματική ταινία για την εφηβεία που εκτυλίσσεται στο Μπόργκο Σαν Τζουλιάνο, πολύ κοντά στα αρχαία τείχη του Ρίμινι. Μια εξαιρετική αναπαράσταση της φασιστικής δεκαετίας του ’30, που μέσα από τις περιπέτειες μιας παρέας εφήβων που ανακαλύπτουν τη σεξουαλικότητά τους γελοιοποιείται κάθε είδους εξουσία, από εκείνη του σχολείου μέχρι της φασιστικής αρχής και της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Φελίνι βρισκόταν στο απόγειο της δημιουργικότητάς του, με αποτέλεσμα η ταινία να είναι ένας καταιγισμός χρωμάτων και εικόνων που συμπληρώνονται από τις ωραιότερες μελωδίες του Νίνο Ρότα. Χαιρετισμός σε μια όχι και τόσο αθώα εποχή, λίγο πριν παραδοθούν τα πάντα στη λαίλαπα του πολέμου και του θανάτου.
Ο Καζανόβας (1976)
Με τον Ντόναλντ Σάδερλαντ – είναι και η μοναδική ταινία που ο Φελίνι γύρισε στα αγγλικά, αλλά και στα γαλλικά και γερμανικά. Βασισμένος στην αυτοβιογραφία του θρυλικού καρδιοκατακτητή του 18ου αιώνα Τζιάκομο Καζανόβα, ο δημιουργός κατέκτησε με αυτό του το έργο την απόλυτη κινηματογραφική αισθητική. Με τη συνδρομή του διάσημου σκηνογράφου και ενδυματολόγου Ντανίλο Ντονάτι, ο οποίος κέρδισε και το Όσκαρ Ενδυματολογίας με τον Καζανόβα, έστησε μέσα στην Τσινετσιτά ανείπωτης τελειότητας ατμόσφαιρες μιας παρηκμασμένης εποχής. Ο Καζανόβας του είναι ένας γερασμένος πια και θλιβερός εγωιστής που περιφέρει την αξιοθρήνητη περσόνα του ανά την Ευρώπη, ανίκανος να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Στην πρώτη εκδοχή του σεναρίου ο Φελίνι δεν έδειχνε κανέναν οίκτο για τον αριστοκράτη εραστή των μπουντουάρ. Ήταν στη διάρκεια των γυρισμάτων που κάπως άρχισε να δείχνει κάποια συμπάθεια στον ήρωά του, ο οποίος άλλωστε πέφτει θύμα των γυναικών, ενώ αποπειράται να αυτοκτονήσει. Στις μέρες μας η ταινία θεωρείται πια ένα αριστουργηματικό κομψοτέχνημα της ιδιαίτερης κινηματογραφικής γλώσσας του μαέστρο, μέσα στο οποίο ο Καναδός ηθοποιός τόλμησε να πρωταγωνιστήσει και να λάμψει.
Η πόλη των γυναικών (1980)
Με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Η απόλυτη υπερπαραγωγή της Τσινετσιτά, με την οποία ο Φελίνι στήνει έναν κόσμο που αποτελείται αποκλειστικά από γυναίκες κάθε είδους και εξουσίας, οι οποίες κυριαρχούν επάνω στον κατακαημένο Σναποράζ που υποδύεται ο αγαπημένος του ηθοποιός. Όλα αρχίζουν μέσα σε ένα τρένο και από κει θα συνεχιστούν απίστευτες καταστάσεις ενός υπερθεάματος το οποίο στο τέλος και λίγο πριν από τους τίτλους θα αποδειχθεί εφιάλτης. Που δεν είναι άλλος από τον εφιάλτη του σύγχρονου μεσήλικα άντρα, του οποίου όλες οι παλιές παραδοχές και αξίες ζωής έχουν καταρριφθεί από την εξέλιξη των πραγμάτων. Μια εποχή κατά την οποία η αντρική επικυριαρχία βρίσκεται σε απόλυτη αμφισβήτηση. Ένας σχεδόν ανεστραμμένος κόσμος από εκείνον του σκηνοθέτη-θηριοδαμαστή του 8½.
Και το πλοίο σαλπάρει (1983)
Εδώ είναι σαν ο Φελίνι να συναντάει τον Βισκόντι. Το κρουαζιερόπλοιο «Gloria N.» ξεκινάει από το λιμάνι της Νάπολης το 1914 ένα ταξίδι με προορισμό τη νήσο «Έρημο», όπου οι φίλοι της σπουδαιότερης τραγουδίστριας όπερας όλων των εποχών, που έχει πεθάνει, θα σκορπίσουν στα ανοιχτά της θάλασσας τις στάχτες της. Αντίπαλες σοπράνο, τραγουδιστές, δάσκαλοι, αριστοκράτες, κάθε λογής άνθρωποι άλλων εποχών έχουν επιβιβαστεί στο πλοίο για να είναι παρόντες στην τελευταία επιθυμία της μεγάλης ντίβας, να «επιστρέψει» με αυτό τον τρόπο στη γενέτειρά της. Ξαφνικά εμφανίζονται στο κατάστρωμα Σέρβοι πολιτικοί πρόσφυγες και οι ταξιδιώτες τρομοκρατούνται. Η δράση της ταινίας τοποθετείται, φυσικά, λίγο πριν από το ξέσπασμα του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου, οπότε ο παλιός κόσμος του 19ου αιώνα καταρρέει οριστικά. Ο Φελίνι, ψάχνοντας την ιδανική ηθοποιό για να ενσαρκώσει μια εκ γενετής τυφλή Αυστρο-ουγγαρέζα πριγκίπισσα, έπεσε επάνω στην εύθραυστη Πίνα Μπάους, η οποία τον μάγεψε τόσο που την έπεισε να παίξει τον ρόλο. Τελικά, είναι σαν να έκανε την ταινία για χάρη της, αν και ο ρινόκερος στο αμπάρι του πλοίου παραμένει το φετίχ του εικαστικά ανυπέρβλητου E la nave va.
Και 6 υπέροχες αφίσες από τις ταινίες του σε υψηλή ανάλυση