Η φύση είχε φορέσει τα καλά της. Τα χρώματα έπαιζαν με το τοπίο και το είχαν γεμίσει πράσινες, κόκκινες, θαλασσιές και κίτρινες πινελιές. Η άνοιξη πλησίαζε. Ένα χαχάνισμα έσκισε στα δύο τη σιωπή. Ήταν ο Έρωτας! Το στρουμπουλό παιδάκι με το σκανδαλιάρικο βλέμμα είχε σταματήσει λίγο να ξαποστάσει. Οι ξανθές μπούκλες του έπεφταν απαλά στο λευκό πρόσωπο του. Τα γαλάζια μάτια του λαμπίριζαν στο φως. Κουνιόταν κάθε λίγο και λιγάκι γιατί δεν τον βόλευαν τα φτερά του. Λίγο πιο κάτω είχε αφήσει το τόξο του. Λευκό, γυαλιστερό και βαρύ. Στα χέρια του είχε τα βέλη του. Χρειαζόταν καθάρισμα και ακόνισμα. Καθένα που τέλειωνε το πασπάλιζε με μπόλικη ζάχαρη. Έτσι όταν στοχεύει μια καρδιά, μαζί με το τσίμπημα έρχεται και μια ανεπαίσθητη γλύκα η οποία με τη σειρά της τρυπώνει στο αίμα, τρελαίνει την καρδιά και αιχμαλωτίζει το μυαλό ενώ εξαπλώνεται αργά σε όλο το κορμί. Βέβαια δεν το καταφέρνει πάντα αυτό. Όχι ότι είναι άστοχος, απλά ο ίδιος ο στόχος είναι δύσκολος.
Μόλις τέλειωσε, πήρε τα βέλη του και άρχισε τις βόλτες. Τότε είδε μια κοπέλα, έψαχνε τον Έρωτα. Ήταν τόσο αγχωμένη και απορροφημένη από τη σκέψη αυτή που δεν είχε προσέξει ότι ήταν κοντά της. Έτσι κάθε φορά που προσπαθούσε να την πετύχει αυτή είχε γυρισμένη πλάτη. Αποκαμωμένος από το κυνηγητό και νευριασμένος γιατί είχαν πέσει κάτω τα ζαχαρωτά του βέλη, έφυγε. Κάποια στιγμή όταν θα την έβρισκε χαλαρή θα μπορούσε να την πετύχει.
Πιο κάτω είδε έναν νέο άντρα. Αυτός δεν τον έψαχνε. Έτρεχε να ξεφύγει από ένα πληγωμένο Παρελθόν το οποίο του την έστηνε στη γωνία και του έβαζε συνέχεια τρικλοποδιές. Όσο προσπαθούσε να του ξεφύγει του έδινε αξία και το δυνάμωνε. Το Παρόν σε μια γωνία είχε παραιτηθεί. Το Μέλλον τον κορόιδευε. Ο Έρωτας, αντάρτης και ανυπάκουος , τον σημάδεψε. Ο Φόβος όμως έφαγε όλη τη ζάχαρη και όταν το βέλος τον πέτυχε είχε μείνει μόνο το εσωτερικό και εννοείται πως πόνεσε. Την ώρα που η Ειρωνεία μονολογούσε γελώντας «χα! αναμενόμενο» ο Έρωτας, μάζεψε το βέλος του και έφυγε. Όταν θα σταματούσε το Παρελθόν να τον κυνηγάει και ο Φόβος θα έφευγε θα ξαναγυρνούσε.
Ο μικρούλης Έρωτας δεν έχανε το θάρρος του. Συνέχισε! «Δεν μπορεί» μονολόγησε, «θα βρω κάποιον να πετύχω πριν τελειώσουν τα ζαχαρωτά μου βέλη για σήμερα». Τότε συνάντησε μια γυναίκα, περπατούσε με βήμα βιαστικό και έδειχνε χαμένη στις σκέψεις της. Κοίταξε τριγύρω και δεν είδε κάτι, οπότε τη σημάδεψε κατευθείαν στην καρδιά. Όμως προς μεγάλη του έκπληξη το βέλος , σαν να ακούμπησε σίδερο, στράβωσε και έπεσε κάτω. Οι Άμυνες και οι σιδεριές που είχαν μπει στη καρδιά της είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους. Η Ώρα περνούσε και δεν μπορούσε να βρει κάποιον να τον πετύχει. Όλες οι προσπάθειες του ήταν αποτυχημένες. Η μέρα κόντευε στο τέλος της και ο Έρωτας απογοητευμένος πήρε το δρόμο του γυρισμού. Του είχαν μείνει μόνο δύο τελευταία βέλη αλλά δεν ήθελε να τα χαλάσει κι αυτά. Το γέλιο μιας κοπέλας τον προκάλεσε να σταματήσει. Είχε ανοιχτή την αγκαλιά της και είχε αφεθεί στη γλύκα του απογευματινού ανέμου. Τον άφηνε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και είχε κλείσει τα μάτια για να επιτρέψει στα όνειρα να τη συντροφέψουν. Την πλησίασε και την περιεργάστηκε. Δεν ήθελε να την πατήσει πάλι. Η καρδιά της είχε κάποιες ουλές από παλιές πληγές αλλά παρόλα αυτά δεν τη στοίχειωνε κάτι, ούτε είχε άμυνες. Απλά είχε αφεθεί. Του έκανε εντύπωση. Τότε κοίταξε το ένα ζαχαρωτό βέλος που είχε στα χέρια του. Το έβαλε στο τόξο, τη σημάδεψε και πέτυχε στόχο. Η κοπέλα, δεν έψαχνε κάτι για να του έχει γυρισμένη πλάτη. Δεν υπήρχε ο Φόβος για να φάει όλη τη ζάχαρη. Οι Άμυνες ήταν απούσες για να στραβώσουν το βέλος. Δεν υπήρχαν σκιές. Δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο μια αληθινή καρδιά, που είχε μεν πληγωθεί αλλά ήταν ελεύθερη. Κι έτσι το βέλος πέτυχε το κέντρο της καρδιάς της. Μπήκε τόσο βαθιά που έγινε έκρηξη πλημμυρίζοντας το σώμα της γλύκα και ευφορία. Τι κι αν είχε ουλές, τι κι αν είχε πληγωθεί! Αυτή τη γλύκα αξίζει να τη γευόμαστε ξανά και ξανά και ξανά και τούτη η κοπέλα το γνώριζε αυτό. Συνέχισε να περπατά και να σιγοτραγουδά. Πιο κάτω ένας άντρας περπατούσε με βήμα αργό. Την ώρα που οι Σκέψεις είχαν δραπετεύσει από το μυαλό του και φλέρταραν με την ομορφιά της Στιγμής το δεύτερο βέλος τον σημάδεψε και τον πέτυχε και αυτόν στην καρδιά. Μέχρι να καταλάβει τι ήταν αυτό το γλυκό τσίμπημα έπεσε πάνω σε μια κοπέλα με ένα βέλος καρφωμένο στην καρδιά της.
Έχουμε αλήθεια σκεφτεί ότι εμείς οι ίδιοι προκαλούμε ή σαμποτάρουμε τη ζωή μας και τα συναισθήματα μας; Πώς θα γευτούμε όταν δεν αφήνουμε τον εαυτό μας ελεύθερο; Όσες περισσότερες άμυνες έχουμε, τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε να πονέσουμε γιατί θα μας πλησιάσουν μόνο οι θρασείς που θα πάρουν φόρα ή θα βάλουν δύναμη . Πώς αλλιώς θα σπάσουν τις άμυνες! Και όποιος το κάνει αυτό σίγουρα δεν τον ενδιαφέρει αν θα μας πονέσει. Αυτοί που θα το σεβαστούν και θα θέλουν απλά να μας χαϊδέψουν, θα κάνουν πίσω σε ένα τοίχο που υψώνεται. Οι θρασείς άνθρωποι θα μπουν έτσι και αλλιώς στη ζωή μας. Είναι το Μάθημα και η Γνώση. Εξάλλου ο Έρωτας είναι όπως το πιοτό. Πόσες φορές αλήθεια έχουμε μεθύσει και την επόμενη μέρα λέμε ότι δε θα ξαναπιούμε....και όμως...(ξανα)πίνουμε. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία από το να ΝΙΩΘΟΥΜΕ...και μεγαλύτερη σκλαβιά από το ΦΟΒΟ....και ας πονέσουμε μετά...και τι έγινε; Είμαστε φτιαγμένοι από κόκκαλα και όχι από ζάχαρη....αντέχουμε!!!!
Η Νύχτα άρχισε να αιχμαλωτίζει τη Μέρα. Ο Έρωτας αποκοιμήθηκε ανάμεσα στα νέα ζαχαρωτά βέλη που είχε φτιάξει. Ή Άνοιξη είναι γένους θηλυκού και καταφθάνει προκλητικά όμορφη. Κοιτάζει τον αποκοιμισμένο Έρωτα και του ψιθυρίζει γλυκά στο αυτί «το να αφήνεσαι είναι ρίσκο αλλά..αν δε ρισκάρεις πώς θα σκοράρεις;»... ο Έρωτας δεν απάντησε. Απλά ένα χαμόγελο ξεπήδησε από τα όνειρα του και ζωγράφισε το πρόσωπο του...
Το φεγγάρι τους κοίταξε απο ψηλά και σιγομουρμούρισε : «Βέβαια δε φταίνε πάντα οι άνθρωποι..κάνει και αυτός τις σκανδαλιές του»...αλλά αυτό θα το διηγηθούμε σε μια άλλη ιστορία...