Σκέφτηκε τις αγκαλιές που σκληραίνουν. Τα δέρματα που ζάρωσαν. Τους συρρικνωμένους εραστές-τζιτζίκια. Μα περισσότερο απ'όλα, σκέφτηκε τη φλυαρία. Οι εραστές-τζιτζίκια προσεύχονται να πεθάνουν, μες στο τυφλό μεσημέρι, απνευστί, μπερδεύουν τα φιλιά με τη φλυαρία του θανάτου. Τυλιγμένοι στις φλούδες των μικρών γιώτα της (ι)στορίας, παγιδευμένοι σε χιλιάδες πανομοιότυπα μικροσκοπικά σώματα τζιτζικιών με το πρόσωπο του εραστή της, σφραγίζουν τα μάτια, σφραγίζουν τα στόματα, σφραγίζουν κάθε είσοδο που οδηγεί μέσα τους και προσπαθούν να ονειρευτούν κάτι άλλο και ικετεύουν να μην αγαπάνε πια.
πρέπει να ξέρεις πότε να σταματάς να ονειρεύεσαι. Πρώτα αφήνεις το χρυσαφί πουκάμισο να πέσει καταγής, ύστερα κυκλώνεις τη γύμνια σου μ'έναν αμίλητο ελαιώνα. Το φεγγάρι μπορεί να κρεμιέται ανάποδα από πάνω σου. Μέχρι το ξημέρωμα είναι όλα ακόμη σχετικά ακίνδυνα. Όμως η φλυαρία πάντα καταφθάνει κι εσύ πρέπει να ξέρεις πότε να σταματάς να ονειρεύεσαι. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από ένα φλύαρο όνειρο.
Δεν έχει χαράξει ακόμα. Είναι ασφαλής. Τα τζιτζίκια με το πρόσωπο του εραστή της κοιμούνται ήσυχα στον ίσκιο του ονείρου. Ξαφνικά σκέφτεται πόσο της αρέσει το καλοκαίρι και πως σίγουρα το αγαπημένο της είναι να ξυπνά δίπλα του μες στο σκοτάδι και να αφήνει τη νύχτα να ροκανίζει το μυαλό της απαλά, ώσπου ο εγκέφαλός της να μοιάζει πια με σκωροφαγωμένο σεμεδάκι γεμάτο σκέψεις-τρύπες που στο φως της μέρας θα μεταμορφώνονται σε σχεδόν αστεία πριονίδια σκορπισμένα στα σεντόνια, κι όμως όσο μένει εκεί, ξαπλωμένη δίπλα του, και τον ακούει να ανασαίνει μαλακά και σχεδόν αγγίζει τις άκρες απ'το δέρμα του και μυρίζει τα αλμυρά μαλλιά του και το χνώτο του φεγγαριού, τόσο η σκέψη της ανοίγει ανελέητες σχισμές ακριβώς επάνω στις ραφές του κεντημένου σκοταδιού που τους ενώνει. Κι απ'τα σκισίματα τρυπώνει η φλυαρία
άραγε μ'αγαπάς όταν κοιμάσαι; Κι όταν ξυπνήσεις θα μ'αγαπάς ακόμη; Κι αν στ'όνειρό σου ήταν ξαφνικά, πέρσι το καλοκαίρι, τότε που δε μ'είχες αγαπήσει ακόμη, άραγε το σώμα σου που ξαπλώνει δίπλα μου όσο ονειρεύεσαι το ξέρει αυτό ή μήπως αποκοιμιέμαι δίπλα σ'έναν άγνωστο που δε με ξέρει ακόμα κι ίσως όταν ξυπνήσει θα νομίζει ότι είναι όνειρο και πως ονειρεύεται μια ξένη;
Ύστερα λουσμένη στον ιδρώτα ξεγλιστρά προσεκτικά απ'το κρεββάτι και βγαίνει έξω στον ελαιώνα. Στέκεται εκεί, πάνω στ'αγκάθια, έντρομη κι ακίνητη, σχεδόν δεν αναπνέει, κοιτάζει τα τζιτζίκια με το πρόσωπο του εραστή της που κοιμούνται και μέσα στην ολόισια σιωπή, σκέφτεται τους συρρικνωμένους εραστές-τζιτζίκια, τα δέρματα που ζάρωσαν, τις αγκαλιές που σκληραίνουν. Μα περισσότερο απ'όλα, κάνει πως δεν περιμένει το αναπόφευκτο, πάνω απ'όλα σκέφτεται τη φλυαρία. Έχει αρχίσει να ξημερώνει
σε λίγο θα χαράξει. Θα επιστρέψω στο δωμάτιο και θα ξαπλώσω δίπλα σου σα να μη συνέβη τίποτα. Θα μαζέψω όλο μου το θάρρος και θα σ'αγκαλιάσω κι εσύ θα αναστενάξεις λιγάκι και θα ψιθυρίσεις μερικά γλυκόλογα μες στον ύπνο σου κι εγώ θα προσποιηθώ πως ήταν μόνο κακές σκέψεις όλα αυτά που με κράτησαν ξάγρυπνη, θα κάνω πως δεν είδα τα τζιτζίκια με το πρόσωπό σου στον ελαιώνα, με λίγα λόγια, θα κάνω τη χαζή, χωρίς όμως να είμαι ποτέ σίγουρη τι από τα δυο είναι χειρότερο, το ότι σκεφτόμουν όλα αυτά μέσα στη νύχτα ή το να κάνω πως δεν τα σκέφτηκα ποτέ.
Ξαπλώνει δίπλα του. Τον αγκαλιάζει. Μα η αγκαλιά είναι σκληρή. Το δέρμα ζαρωμένο. Αντί για χέρια έχει δυο διάφανα φτερά. Κι όταν γυρίζει να τη φιλήσει, βλέπει να την κοιτάζουν πέντε μάτια τζιτζικιού χωρίς να την γνωρίζουν. Τρέχει έξω στον ελαιώνα, τα αγκάθια σκίζουν τα γυμνά της πέλματα, το φως του ήλιου σκίζει τους ίσκιους, η φωνή ενός και μόνο τζιτζικιού σκίζει τη σιωπή, δίνει το σύνθημα της φλυαρίας στους νυσταγμένους εραστές-αντίγραφα. Κι έτσι σκίζεται το όνειρο
Τζ
σχόλια