Παμφάγος στις αναγνωστικές του τέρψεις, περίπου σαν επηρμένο γουρούνι, ο σημερινός αναγνώστης παρουσιάζει κάποια ανησυχητικά δέκατα στην επαφή του με το ζατελικό κόσμο. Δεν είναι τίποτα σοβαρό, περνάνε και πάνε με τις πρώτες κιόλας σελίδες, πλην παραμένουν ενδεικτικό σύμπτωμα. Το πρώτο που νιώθει είναι ότι του ζητούν περισσότερα από όσα θα ήθελε να προσφέρει. Γενικά, οι συγγραφείς που ευτύχησαν να συλλάβουν και να πλάσουν τη δική τους φανταστική κοινότητα, μια ιδιωτική Γιοκναπατώφα τέλος πάντων, γίνονται ιερατικοί χωροδεσπότες και πάσχουν από ψυχική υπερκόπωση. Θα ανταποκριθεί ο αναγνώστης; Όπως δείχνει η δύσκολη στις γέννες δημιουργικότητα της Ζατέλη, η ανταπόκριση -κι εδώ και στο εξωτερικό- είναι βεβαιωμένη, και μάλιστα με έντονη χροιά ενθουσιασμού.
Πού να κοιτάξεις τον άνθρωπο που αγαπάς; Εκεί που πεθαίνει - δηλαδή παντού. Στα μάτια, στην καρδιά, στο διάφραγμα που υποφέρει όλες τις ψυχικές δονήσεις, στον αφαλό επίσης που «λύνεται» και «δένεται», στο δέρμα (το βαθύτερο σημείο του σώματος). Εξ υπαρχής η αφήγηση έχει υπογράψει μαύρο συμβόλαιο· θέμα της είναι το αίμα. Ένα αίμα που ουδέποτε κοιμάται μέσα στο βιβλίο· αίμα που στήνει συγγένειες και επιμειξίες, γόνους και απογόνους, ζώντες και τεθνεώτες, σοϊκούς ανθρώπους κα αινιγματικά εξαμβλώματα. Το ιερό μυστικό της αφήγησης αφορά τη μολυσματική επενέργεια της συγγένειας, κρίνει δηλαδή κάθε ζωή περίπου σαν εκδοχή του θανάτου, όποτε πάσα σκηνή και εκδήλωση διαβάζεται σαν αινιγματική αλφάβητος της μοίρας που κυκλοφορεί μέσα στην κοινότητα. Σε κάθε σελίδα, θα λέγαμε, μαγειρεύεται κάποιος αφανισμός. Μόνο που η αφήγηση δεν έχει «φυσική» όραση. Ουσιαστικά, κανείς δεν πεθαίνει, απλώς απομακρύνεται μέσα στο αφανές, όσο για τους ζώντες διαβάζουν παρατεταμένα την τύχη τους σε οιωνούς που αναδίδονται από αδικημένα πλάσματα - συχνά από ζώα που έχουν βασιλική θέση μέσα στο βιβλίο.
Μυώ, όπως ξέρουμε, σημαίνει, κλείνω τα μάτια· άρα κάθε μυητική κίνηση συνεπάγεται κλειστά μάτια, δεύτερη και τρίτη όραση. Έχουμε μια παραλογή μεγάλων διαστάσεων που παριστάνει το μονόφθαλμο ρεαλισμό, καθώς το άλλο μάτι -το εργατικό και φιλόπονο- ακολουθεί φανατικά ένα δραματικό μινύρισμα που μοιάζει με πανανθρώπινο ξόρκι. Βιβλίο για το πένθος; Ασφαλώς, μόνο που παντού έχουμε ανθεκτική ζωή. Για να «χορέψουν τα μολύβια» της αφηγήτριας προϋποτίθεται αναμονή του αναπότρεπτου, για να αποδοθούν οι συναντήσεις αυτής της πολυκέφαλης συγγένειας πρέπει να προκαταβληθεί ο πένθιμος τόκος του παρελθόντος, για να σχεδιαστεί η παραμικρή χειρονομία η μάνα του κειμένου πρέπει να βγάλει κυριολεκτικά από την κοιλιά της τη νεόκοπη φράση, την άγνωστη αναλογία. «Παντελόνι μαύρο που με την τσάκισή του μπορούσε να ξυριστεί κανείς». «Με μαχαιρώνουν ήσυχα αυτά που έχω να θυμάμαι». «Τι να πεις και τι να μην πεις, θανατώνονται τα λόγια μεταξύ τους». «Κάν' το απόψε, το αύριο είναι σαν ποτέ». «Αχ, Μαρία, μας είπε ο διάβολος ώρα καλή!». «Εγώ γεννήθηκα ήμερο ζώο και έγινα θηρίο ανήμερο για μια παλιαγάπη».
Για να στήσει πειστικά αυτή την απίθανη κοινότητα σωμάτων και ασωμάτων, η Ζατέλη θα έπρεπε πριν απ' όλα να διώξει από πάνω της τη σκιά της φολκλορίστικης ηθογραφίας. Έχουμε να κάνουμε βέβαια με βορειοελλαδίτικη κοινότητα περί τη δεκαετία του '60. Σε αυτό το δεδομένο αρχίζουν και τελειώνουν οι ομοιότητες. Στη συνέχεια, όφειλε να αντισταθεί σθεναρά σε κάθε λογής εύκολη μαγγανεία, σε δωρεάν τηλαισθησίες, στον πειρασμό του εξωτισμού και της γραφικής εμπιστοσύνης σε περίαπτα και ματοχάντρες. Δόση επαρκής διακρίνεται μέσα στην επτακοσιο-εξηνταπεντασέλιδη αφήγηση, μόνο που έχει υπολογιστεί με ευπαθή ζυγό, άλλωστε με τον ίδιο ζυγό έχουν σκορπιστεί τα αρώματα και οι γεύσεις αυτού τού κόσμου - μυρωδιά σαν της καμένης ζάχαρης και γεύση κυδωνόφυλλων στο τσάι. Παρά τα ψυχανεμίσματα, τα εξιλαστήρια τεχνάσματα και τον απίθανο μανιερισμό που υποβάλλει αυτή η παρατεταμένη τελετουργία, τελικά το ένστικτο της αφήγησης επικρατεί και, αντί η αίσθηση να αιθεριάζει, έχουμε ένα βιβλίο «γεωδίαιτο», γεμάτο δέντρα και χώματα, ζώα και πετούμενα, άντρες και γυναίκες, βρέφη, παιδιά και παραπαίδια, όσο για νεκρούς, όρεξη να 'χει ο αναγνώστης.
Οι νεκροί πιθανότατα είναι η πιο ζωτική πηγή το βιβλίου. Όποιος πεθαίνει «πάει στους πολλούς», ήτοι στους νεκρούς. Μόνο που η λογοτεχνία δεν είναι μοιρολογίστρα, όσο πεισιθάνατα κι αν διαβιοί, όσο κι αν το μοιροχάρτι το έχει ευαγγέλιο. Άλλωστε, αυτήν που ανασαίνει πίσω από το κείμενο την αισθανόμαστε υπερβολικά δική μας, οικεία μέχρι παρεξηγήσεως, καρδιογνώστρια μέχρι νοσηρής αδιακρισίας. Με ένα λόγο ολοζώντανη. Σόι λοιπόν χωρίς νεκρούς δεν υπάρχει, όπως και νεκροί χωρίς παρελθόν ζωής. Σε αυτό το ενδιάμεσο η Ζατέλη θα παραδοθεί σε έναν «απόσιγο ολοφυρμό», δοκιμάζοντας όλες τις μεταμορφώσεις της. Μεταξύ ασωμάτων, θα βγει από το σώμα της κυριολεκτικά κατονομάζοντας κάθε τι άφατο που ιδιάζει στις μικρές και τις μεγάλες ανθρώπινες στιγμές. Κάθε ζωντανός υποστηρίζεται από μιαν ουσία που αγνοεί. Αλλά και κάθε φυτό, κάθε άρωμα, κάθε λαθρόβιο ζωάκι. Το κείμενο θυμίζει χειρόγραφο που γράφτηκε από αόρατο χέρι. Ως εκ τούτου, σε κάθε σελίδα έχουμε την εντύπωση ότι θροΐζει η αόρατη μανίκα της αφηγήτριας, ότι τελούνται μυστικές χειρονομίες που αποσκοπούν να μας δείξουν τη σκοτεινή και ψυχική ρίζα του εκάστοτε συμβάντος. Συχνά έχουμε την εντύπωση ότι δεν τα ξέρει όλα όσα γράφει, η αρχική σύλληψη τής μαθαίνει τη συνέχεια...
Τόσα πολλά και μακρόσυρτα για να βγει ένας βαθύς αναστεναγμός; Τόσα και περισσότερα. Για το γκαβό πουλί ο Θεός της λογοτεχνίας χτίζει φωλιά - την οποία θαυμάζουν ή αποστρέφονται όλοι οι ανοιχτομάτηδες.
σχόλια