Τις τελευταίες μέρες νιώθω την Αθήνα εχθρικότερη από ποτέ. Μάλλον οφείλεται και στη νέα ατμόσφαιρα, τη νέα σκηνοθεσία, το νέο μπάτζετ της. Παρακμή και η αίσθηση ότι κάτι απειλητικό πλησιάζει.
Βέβαια, οι γλεντζέδες το βιολί τους. Το Σάββατο ήταν το αδιαχώρητο στο Bios, στα υπόλοιπα μπαρ χαμός, ορδές στους δρόμους. Αλλά παντού κάτι φταίει, κάτι λείπει, κατι κακό έρχεται.
Τα βράδια, μόλις κλείνουν τα μαγαζιά, η Ερμού καταλαμβάνεται από εκατοντάδες μαύρους. Ανεβαίνοντας μετά το σινεμά προς το Σύνταγμα, η εικόνα είναι ακριβώς Ισλαμαμπαντ. Πίνουν, αράζουν στα κεφαλόσκαλα, σε κοιτάνε εχθρικά, αν πας να τους φωτογραφίσεις. Σκουπίδια, απλωμένα σεντόνια, ανεξέλεγκτη φάση. Τους συμπαθώ ως πρόσωπα, μισώ το κύκλωμα που τους συντηρεί. Είναι η πιο ισχυρή και πολυπλόκαμη μαφία -η Νιγηριανή- και πουθενά αλλού δεν βρήκε πιο πρόσφορο έδαφος όσο εδώ. Δεν είναι μόνο η ανημπόρια ενός κρατικού μηχανισμού, είναι και η εξωνημένη του νωθρότητα. Αν είχα ένα μαγαζί στα πέριξ, θα με είχαν οδηγήσει στην αυτοκτονία ή το λουκέτο. Γίνεται ντου και τρέχουν καταπάνω μας - ρίχνουν κάτω τη φίλη μου, εννοείται δεν γυρνάνε ούτε να τη δούνε.
Κατεβαίνοντας το πρωί για τη δουλειά, νιώθω τη νευρικότητα στο περιβάλλον. Όλοι στην τσίτα. Με το παραμικρό σε σπρώχνουν, φωνάζουν, κλειστοί δρόμοι για μαζικά συλλαλητήρια που έχουν μεν νόημα, αλλά ποτέ δεν αλλάζουν τίποτα πια, για να διασχίσουν δυο συνοικίες τα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα (αγορασμένα με δανεικά) λειώνουν στον ήλιο της υπόκωφης άνοιξης.
Το μεσημέρι σε έναν παράδρομο της Κλαυθμώνος που πάμε για ένα κουτούκι, στρίβεις κι είσαι αντιμέτωπος με ένα υπαίθριο αποχωρητήριο. Παντού ουρά και κόπρανα. Πρέπει να ανασηκώσουμε το φουρό μας, να περάσουμε - όπως στην Κόλαση ο Δάντης. Σε ακτίνα χιλιομέτρων γύρω απο το ιστορικό κέντρο της πόλης ο ίδιος σκουπιδότοπος. Κάντε τον κόπο να δείτε τη λίγδα στα κράσπεδα της πλατείας Συντάγματος. Τέσσερα χρόνια περνάω κάθε μέρα από το πεζοδρόμιο της Εθνικής Τράπεζας Σταδίου και Καραγεώργη και δεν την έχουν πλύνει ούτε μία (1!) φορά. Παντού αποτσίγαρα και ράκη. Και σε όλες πια σχεδόν τις κεντρικές πλατείες τα πιο μεγάλα ράκη - τα ανθρώπινα. Όταν δεν ζητιανεύουν, τρυπιούνται. Και όταν δεν είναι ντάγκλα, βρίζουν. Για να περάσεις από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο, ανάπηροι Πακιστανοί που πλένουν τζάμια, παιδιά ξυπόλυτα, γριές, δεκάδες αναξιοπαθούντες (που δεν ξέρεις αν είναι ξέμπαρκοι μιας προσωπικής συντριβής, ή είναι ταλαίπωροι υπάλληλοι μιας άλλης ισχυρής μαφίας) σε γεμίζουν ενοχή και απελπισία - εκτός κι αν είσαι αναίσθητος και το μόνο που σε νοιάζει είναι η τσόντα που κατέβασες της Τζούλιας...
Σε αυτήν την εφημερίδα θέλουμε κάθε εβδομάδα να βλέπουμε λίγο θετικά τα γεγονότα. Συχνά υπερτονίζουμε τα ωραία πράγματα που συμβαίνουνε στην πόλη - τα νέα, δημιουργικά παιδιά, μια νέα μποέμικη αντίληψη των πραγμάτων, μια νέα τέχνη πειραματική, ή ό,τι αξίζει από τα παλιά, κι ας είναι αθέατο. Όμως, η πραγματικότητα έχει αγριέψει. Οι ριζικές ανάγκες στραγγαλίζουν την καλλιγραφία και το αίτημα της πολιτικής είναι εκκωφαντικότερο παρά ποτέ. Η πόλη αυτή έχει ασκημύνει και έχει γονατίσει κι η πόλη αυτή δείχνει να μας μισεί. Διότι εμείς την καταντήσαμε έτσι. Εμείς και όσοι εκλέγουμε για να τη διαχειρίζονται - χρόνια και χρόνια.
Εάν δεν την αγαπήσουμε όχι καλοπερνώντας μόνο, αλλά και ορίζοντας νέους, ηθικότερους και αποτελεσματικότερους τρόπους για να διακυβερνάται, η πόλη αυτή θα μας μισεί και θα μας σκοτώνει όπως τη σκοτώνουμε. Στα πάρκα, στους ελαιώνες, στα μπαζωμένα ποτάμια, στις παραλίες σκουπιδότοπων, στους κακόφημους δρόμους, στις πλατείες των τζάνκις, στα αγέλαστα και αγενή πρόσωπα των Αθηναίων - τα αγενέστερα της Ευρώπης.
Η LifO θα παραμένει μια εφημερίδα που βλέπει την ομορφιά όπου υπαρχει. Αλλά δεν μπορεί να προσποιείται πια τη χαζοχαρούμενη.
σχόλια