Σάββατο,4:00 μ.μ., σε μπάρμπεκιου ψαριών
Ατενίζω αμέριμνη την Κολοκοτρώνη από τη βεράντα του τέταρτου ορόφου: κεραμίδια με παπούτσια και κάτι μισογκρεμισμένα χαγιάτια. Πίσω μου ψήνονται σουπιές, κουτσομούρες και κολοκυθάκια, όταν χτυπάει το τηλέφωνο: η Björk, η δεκαεξάχρονη γάτα μου, έπεσε μέσα στον ασβέστη της διπλανής οικοδομής: της έχουν κάνει αναισθησία για να την κουρέψουν και δεν λέει να ξυπνήσει. Κλαίω στα κρυφά για να μη γίνω ρεζίλι. Γεννήθηκε στον κήπο μας με πολύ φουντωτό τρίχωμα όταν πήγαινα στη Β’ Γυμνασίου κι ο πατέρας μου είπε ότι του θύμιζε την τραγουδίστρια στο εξώφυλλο εκείνου του περιοδικού («Ποπ & Ροκ») που είχαμε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας. Τώρα πια είναι γριά και θέλει συνέχεια παρέα. Παλιά είχε τον διάολο μέσα της: 3 τουλάχιστον φορές την εβδομάδα η μητέρα μου ξυπνούσε και την άκουγε να της νιαουρίζει με περήφανη φωνή. Ήξερε πριν ανοίξει την πόρτα της κουζίνας τι την περίμενε στο χαλάκι: ένα ξεκοιλιασμένο ποντίκι ως πρωϊνό πεσκέσι. Μια φορά, μάλιστα, η γάτα τσακώθηκε με μια νυφίτσα και νίκησε. Βρήκαμε τη νυφίτσα ξεκοιλιασμένη στον δρόμο. «Τα έντερά της μοιάζουν με λουκανικάκια Φρανκφούρτης», παρατήρησε ψύχραιμα ο πατέρας μου.
Kυριακή απόγευμα, οδηγώντας στη Δροσιά
Η Δροσιά είναι από αυτά τα μέρη όπου όλα τα μαγαζιά είναι πάνω στον δρόμο, χωρίς κανέναν σχεδιασμό: παλιές ταβέρνες-πεϊνιρλί με νέον επιγραφές δίπλα σε καφετέριες που στεγάζονται σε μεγαθήρια των τριών ορόφων, ενώ οι πύλες του Αρσακείου συνυπάρχουν με την κοσμική ταβέρνα «Αρχιπέλαγος» κι ένα φτηνό σούπερ μάρκετ. Έξω από τη μια ψαροταβέρνα, ένας έχει κλείσει τον δρόμο με το τζιπ του, περιμένοντας μια κυρία που εμφανίζεται με μαλλιά κομμωτηρίου και Louis Vuitton τσάντα. Δεν μπορώ να θυμηθώ καλά πού είναι το κτηνιατρείο, αλλά το θυμάται ο αδερφός μου. Μοιάζει με μικρό άσπρο σπιτάκι, τα άσπρα σκαλιά γλιστράνε. Μια γιατρός μας ανοίγει την πόρτα - έχει εφημερία μαζί με έναν νέο κτηνίατρο που σκουπίζει και ταΐζει τις γάτες. «Γκρινιάζει συνέχεια», μας λέει μπροστά από τα πόστερ με τις ράτσες σκυλιών στο χολ του ιατρείου, πριν μας ανοίξει μια άσπρη πόρτα. «Ξέρετε, είναι παρα πολύ μεγάλη πια», της λέει απολογητικά ο αδερφός μου. Ο ένας τοίχος του δωματίου είναι καλυμμένος ολόκληρος με κλουβιά, διάφορα πληγωμένα ζώα μας κοιτάζουν με μάτια που θα μπορούσαν να λιώσουν την καρδιά και του πιο κακού ανθρώπου στον κόσμο. Με το που βλέπω τη Björk βουρκώνω. Είναι κλεισμένη σε ένα κλουβί πάνω αριστερά: την έχουν ξυρίσει παντού, ακόμα και στην ουρά, μόνο το κεφάλι της έχει μείνει ανέπαφο. Είναι σαν κάποιος να έχει κολλήσει το κεφάλι της στο λείο σώμα ενός πελώριου ποντικού. Νιαουρίζει τόσο δυνατά που ακούγεται σαν βραχνιασμένο κουτάβι. Είναι τυλιγμένη με μια κουβέρτα, μπροστά της βρίσκεται ένα μπολάκι με φαγητό κι ένα με νερό - ανέγγιχτα και τα δύο. Ο αδερφός μου ανοίγει την πόρτα του κλουβιού κι αρχίζει να τη χαϊδεύει, ενώ εγώ της λέω γλυκόλογα. «Björk μου, μην κλαις, για το καλό σου είσαι εδώ», μόνο τότε ηρεμεί κάπως. Δίπλα μας η κτηνίατρος ταΐζει ένα πεκινουά που λέγεται Σούκι. «Αχ, βρε Σούκι μου, μην κάνεις εμετό», της λέει. Björk τη λένε τη γάτα σας;», μας ρωτάει μετά. «Ναι», της απαντάει ο αδερφός μου. «Όταν ήταν μικρή είχε τρίχωμα που πέταγε από δω κι από κει και περνούσε και η Bjork αυτήν τη φάση…». Η κτηνίατρος δεν μας απαντάει, νομίζω ότι δεν έχει ιδέα για τι πράγμα της μιλάμε. «Για δοκιμάστε να της δώσετε λίγο από αυτό», μας λέει ο άλλος κτηνίατρος και μου δίνει ένα σακουλάκι με γατοτροφή για ηλικιωμένες γάτες. Με το που το ανοίγω, το μικρό κανελί σκυλάκι του διπλανού κλουβιού τρελαίνεται και κολλάει τη μούρη του στη γωνίτσα. «Φύγε από δω», του ψιθυρίζω αυστηρά σαν την πανκακιότατη Βάντα. «Αυτό είναι για τη γάτα μου».
σχόλια