«Η μοναδική σημαντική Ελλάδα είναι αυτή που βρίσκεις στα μουσεία», λέει ένας φίλος. Στιβαρή, καλαίσθητη, νικήτρια απέναντι στον χρόνο, όμορφα νικημένη απ’ τις ανθρώπινες αδυναμίες που έφτασε να θεοποιήσει. Μερικές φορές σκέφτομαι πως το βάρος αυτής της κληρονομιάς ήταν πολύ δύ- σκολο να το σηκώσουμε. Πού να σηκώσεις όλο αυτό το πνεύμα που βάραινε όσο οι Κούροι; Πού ν’ αντέξεις όλη αυτή την αρχαία οξείδωση να σε λερώνει με την ευθύνη;
Το βάρος αυτής της Ελλάδας αντικατέστησε ο όγκος του εθνικού μύθου. Πολλοί βεβαίωναν πως η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ. Πως μπορεί ν’ αναγεννιέται από τις στάχτες της. Πως είναι η αγαπημένη του ενός και μοναδικού Θεού, το επί- κεντρο της ιστορίας και, κατά προέκταση, του σύμπαντος. Όλα αυτά την ώρα που οι πάντες, για λόγους ανεξήγητους, αλλά σίγουρα υπαρκτούς, επιβουλεύονται αυτό το μοναδικό μυγόχεσμα στον χάρτη που λέγεται Ελλάδα. Αυτοί οι εθνικοί μύθοι δεν ήταν απλώς η συνήθης προσπάθεια όλων των λαών -κυρίως των Βαλκανίων- να τοποθετούν τον εαυτό τους ακριβώς στον ομφαλό της παγκόσμιας αναγκαιότητας αλλά κι ένα άλλοθι. Πίσω από την αναγεννημένη Ελλάδα των δικέφαλων αετών και των πολεμικών ιαχών, κρύφτηκαν οι Έλληνες των πραξικοπημάτων, του δωσιλογισμού και της προδοσίας. Οι συνεργάτες των Γερμανών έγιναν επίσημες κυβερνήσεις και μπόρεσαν με άνεση ν’ αναδιαμορφώσουν την εικόνα τους. Εθνικοφρονηματική, πατριωτική, υπερήφανη κι ετοιμοπόλεμη. Αδύναμη, όμως, πάντα απέναντι στην ιστορική έρευνα.
Ανάμεσα στην καταγωγή και τον εθνικό μύθο σφυρηλατήθηκε η «εθνική» συνείδηση. Αυτή η συνείδηση έγινε το υποκατάστατο της κοινωνικής συνείδησης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, όταν ο Γιέχαρτ, ένας Γερμανός φίλος που μ’ επι- σκέφθηκε στην Αθήνα, με ρώτησε γιατί οι Έλληνες περνάνε με κόκκινο και οδηγούν μεθυσμένοι, πώς του απάντησα, με την επιπολαιότητα της νεότητας και τη σιγουριά της καταγωγής: «Άσε, ρε φίλε, τι να μας πείτε κι εσείς, που όταν κατε- βήκατε από τα δέντρα εμείς πάσχαμε ήδη από χοληστερίνη».
Σαν τα κακομαθημένα παιδιά των παλιών καλών οικογενειών, με καταγωγή αλλά και ξεπεσμό, κουβαλήσαμε ως σήμερα το καταστροφικό πείσμα και την άρνηση. Ξανανακαλύπτουμε έναν εθνικό μύθο, αλλά με το κεφάλι προς τα κάτω. Μπορεί να μη διαπρέψουμε νομοτελειακά, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι οι άλλοι μας επιβουλεύονται. Έχουν φτιάξει με τα χειρότερα υλικά το μέλλον μας. Δεν μας αφήνουν να προκόψουμε.
Έχουμε φτιάξει έναν Νεοέλληνα που θέλει να φταίνε οι άλλοι. Που αντιμετωπίζει την κριτική ως επίθεση και τον προβληματισμό ως απειλή της ίδιας της ταυτότητάς του. Έχουμε φτιάξει έναν Νεοέλληνα που ζει την πιο αντιδιαλεκτική αντίφαση: από τη μια θεωρεί τον εαυτό του σημαντικό υποκείμενο της ιστορίας (αφού όλοι τον επιβουλεύονται και όλοι τον χτυπάνε), αλλά, από την άλλη, θεωρεί πως ο ίδιος, ως τέτοιο σημαντικό υποκείμενο, δεν έχει καμιά ευθύνη για την Ιστορία που γράφει. Ένας ξένος παρατηρητής θα μπορούσε πολύ πρόχειρα να του καταδείξει την ευθύνη για την ανάδειξη τριών οικογενειών που αποτελούν τους στυλοβάτες της ελληνικής σύγχρονης ολιγαρχίας. Όχι μόνο κυβερνούν, αλλά διαθέτουν και το ίδιο πολιτικό μοτίβο που αποδίδει ευθύνη στον προηγούμενο που κυβέρνησε για το χάλι της χώρας.
Η δημιουργία του Νεοέλληνα -γι’ αυτούς που θα βιαστούν να πουν πως το θέμα δεν είναι αυτό, αλλά οι πολιτικές- είναι ακριβώς ένα στοιχείο πολιτικής. Ξεκίνησε ως παράγωγο των πολιτικών που εφαρμόστηκαν και σήμερα είναι ο πυρήνας τους. Η πελατειακή πολιτική και το ρουσφέτι δεν θα υπήρχαν, αν δεν υπήρχαν σταθεροί πελάτες, αλλά σκεπτόμενοι πολίτες. Ο φαύλος κι ανέντιμος κύκλος του δικομματισμού δεν είναι ένα μπλεγμένο κουβάρι, αλλά μια απλή κλωστή, που στη μια άκρη υπάρχει ο βουλευτής και στην άλλη ο βολευόμενος.
Ο Νεοέλληνας, βέβαια, δεν φταίει σε τίποτα. Έχει τη μαχητικότητα να κάψει ένα πανεπιστήμιο επειδή δεν είναι καλό πανεπιστήμιο, αλλά όχι ν’ αρνηθεί την αδικία που βγάζει κακούς καθηγητές, υπουργούς και φοιτητές. Ο Νεοέλληνας βλέπει πάντα το τυρί που υπάρχει προκλητικό, αλλά ποτέ τη φάκα.
Κι έχει πρόχειρη τη σημαία που θα σηκώσει μπροστά στις μεγάλες εθνικές απειλές, δηλαδή τον υποβιβασμό της ομάδας, την αδικία στη Γιουροβίζιον ή την ώρα που δέρνει αυτόν με τον οποίο διαφωνεί. Ο Νεοέλληνας είναι το μεδούλι στη ραχοκοκαλιά του σύγχρονου κράτους που δηλώνει πως απεχθάνεται. Αν σπάσει αυτή η ραχοκοκαλιά, φοβάται πως θα τελειώσει και ο ίδιος.
Έχουμε φτιάξει έναν Νεοέλληνα και τον φυλάμε ως κόρη οφθαλμού γιατί είμαστε εμείς. Και κάπου κάπου ξεσπαθώνουμε, γιατί αυτό ακριβώς είναι ο Νεοέλληνας.
Πριν από μερικά χρόνια γνώρισα τον γνωστό ψυχίατρο, καθηγητή του Χάρβαρντ, Πέτρο Σιφναίο. Του είχα ζητήσει να μου κάνει το πορτρέτο του Νεοέλληνα. Ήταν τη χρονιά που είχε συλληφθει ο Οτσαλάν κι ήταν σ’ εξέλιξη ο πόλεμος στο Κόσοβο. Με κοίταξε με πραγματική απορία και μου είπε: «Τι να σου πω, παιδί μου. Όταν είχα έρθει τον Νοέμβριο στην Ελλάδα, συνέλαβαν τον Οτσαλάν, και όλοι φώναζαν “Οτσαλάν, Οτσαλάν”. Τον Μάιο όλοι φώναζαν “Μιλόσεβιτς, Μιλόσεβιτς”. Τώρα που είναι Ιούλιος όλοι φωνάζουν “διακοπές, διακοπές”». Κανένας σήμερα δεν αναρωτιέται τι έγινε ο Οτσαλάν. Κανένας δεν μιλάει πια για τον Μιλόσεβιτς
Όταν τον Ιούλιο με ρώτησαν από ένα ραδιόφωνο τι θα γίνει με το κίνημα των «Αγανακτισμένων», τους είπα για την απάντηση του Σιφναίου. Προχθές, βρήκα έναν φίλο ο οποίος είναι αγανακτισμένος, όπως όλοι, με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια που κάνουμε παρέα ψηφίζει σταθερά τον δικομματισμό. Τώρα τον βρίζει, όπως και την τρόικα. Είναι της άποψης πως πρέπει να τους διώξουμε όλους. Αφού μου εξέφρασε την αγανάκτησή του, με ρώτησε με αγωνία αν θα πάρουμε την 6η δόση. Της τρόικας. Σκοτωθήκαμε τα επόμενα λεπτά. Τόλμησα και τον είπα Νεοέλληνα...
σχόλια