Ιστορίες απο την Κολιμά

Ιστορίες απο την Κολιμά Facebook Twitter
0
Ιστορίες απο την Κολιμά Facebook Twitter

Είναι αποδεδειγμένο ότι η ανθρώπινη δυστυχία αποτελεί το καλύτερο υλικό για το μυθιστόρημα. Όσο φανταστικά κι αν είναι τα εξιστορούμενα βάσανα, ο αναγνώστης μετέχει συχνά με παλμό καρδίας, ταυτίζεται με τα θύματα και την κατεστραμμένη ζωή, αλλά δεν χάνει -όπως λένε- ούτε σταλαγματιά αίμα. Το περιβόητο έπος του Σαλάμοφ, που αφηγείται με ανεπανάληπτο τρόπο την υπο-ανθρωπότητα των σταλινικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, είναι ένα έργο που, αν μη τι άλλο, ανανεώνει το είδος, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο. Ο συγγραφέας εξορίστηκε για ψύλλου πήδημα (διακίνησε το Γράμμα του Λένιν προς το Συνέδριο, όπου θιγόταν η προσωπικότητα του Στάλιν, και μετά, μια από τις ποινές του, τον καταδίκασε και πάλι επειδή ισχυρίστηκε ότι ο Ιβάν Μπούνιν ήταν κλασικός συγγραφέας!).

Η Κολιμά ήταν στρατόπεδο εξόντωσης στον Αρκτικό Βορρά, όπου πήγαιναν (για να μη γυρίσουν) οι «εχθροί του λαού», ήτοι οι κατηγορούμενοι ως τροτσκιστές. Το παράδοξο είναι οτι ο Σαλάμοφ, στις 1.968 σελίδες του, δεν αναπτύσσει το αναμενόμενο πολιτικό κατηγορητήριο κατά του σταλινισμού και του κομμουνιστικού καθεστώτος. Άλλωστε, και ο ίδιος ηταν με τον τρόπο του «κομμουνιστής». Βρίσκουμε αναφορές εδώ κι εκεί, αλλά πουθενά - σε καμιά από τις 145 ιστορίες του-  ο σταλινισμός δεν γίνεται καθαυτό θέμα. Ο αφηγητής κατεβαίνει πολλά σκαλοπάτια για να βρεθεί στο ύψος του. Αυτό που ανακάλυψε στα στρατόπεδα ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος. Γράφει, για παράδειγμα: «Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα -η αγάπη, η φιλία, η ζήλια, η φιλανθρωπία, το έλεος, η δίψα για δόξα, η τιμιότητα- μας είχαν εγκαταλείψει μαζί με το κρέας που στερούμασταν στη διάρκεια της παρατεταμένης λιμοκτονίας μας. Σ’ αυτή την ασήμαντη μυϊκή στοιβάδα που παρέμενε ακόμα πάνω στα κόκαλά μας, που μας έδινε ακόμα τη δυνατότητα να τρώμε, να κινούμαστε και να αναπνέουμε, ακόμα και να πριονίζουμε κορμούς δέντρων και να γεμίζουμε με το φτυάρι τα καρότσια με χώμα και πέτρες, και μάλιστα να σπρώχνουμε τα καρότσια πάνω σε ένα ατελείωτο ξύλινο μονοπάτι μέσα στα ορυχεία του χρυσού (...), σε αυτή, λοιπόν, τη μυϊκή στοιβάδα είχε θέση μόνο ο θυμός, το πιο παλιό ανθρώπινο συναίσθημα». (σ. 76-77)

Αποκομμένοι ο ένας απ' τον άλλον πέθαιναν στη λευκή έρημο της Κολιμά από πείνα, κρύο, πολύωρη δουλειά, ξυλοδαρμούς κι αρρώστιες. Έμαθαν αμέσως να μην υπερασπίζονται τον συνάδελφό τους, να μη στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Αυτό ακριβώς επεδίωκαν και οι Αρχές. Οι ψυχές όσων επέζησαν υφίσταντο πλήρη αποσύνθεση και τα σώματά τους δεν διέθεταν τις αναγκαίες για σωματικό μόχθο ιδιότητες

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σαλάμοφ αντιμετωπίζει με κάποια υποτίμηση τις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων. Ο Ντοστογιέφσκι, τονίζει ο αφηγητής, δεν συνάντησε και δεν γνώρισε ανθρώπους του αυθεντικού κόσμου των κακοποιών (σ. 280). Επίσης, παρατηρεί με μαύρο χιούμορ: «Η εποχή του Ντοστογιέφσκι ήταν διαφορετική, και το τότε κάτεργο δεν είχε φτάσει σε τέτοια αναβάθμιση, σαν αυτή που διηγήθηκα εδώ. Ό,τι συμβαίνει εδώ είναι υπερβολικά ασυνήθιστο, απίστευτο, και το φτωχό ανθρώπινο μυαλό δεν είναι σε θέση να δώσει συγκεκριμένη μορφή στην εδώ ζωή...». (σ. 179) Περί τίνος ακριβώς πρόκειται; Ενώ θα περίμενε κανείς να διαβάσει για στυγνούς ανθρωποφύλακες του καθεστώτος -που δεν λείπουν βέβαια-, εκείνο που ανακαλύπτει είναι οι κακοποιοί, τα απίθανα ανθρωπάρια (φονιάδες, κλέφτες, ανώμαλοι, αποσαθρωμένες ψυχές, ανθρωποφάγοι στην κυριολεξία) που είχαν ειδικό ρόλο στο στρατόπεδο. Οι κακοποιοί ήταν οι «φίλοι του λαού», ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι αποτελούσαν την απεχθή μάζα των «εχθρών του λαού». Ο τρόμος, με άλλα λόγια, πήγαζε από την καθημερινή συνύπαρξη με τα κατακάθια της κοινωνίας που είχαν ειδικά δικαιώματα στην Κολιμά. Όσο για τους πολιτικούς εξόριστους, αυτούς που υπόκεινταν στην «Γκαρανιάδα», ήτοι την εκκαθάριση των τροτσκιστών, είχαν να αντιμετωπίσουν δυο μέτωπα: τους κακοποιούς που σκότωναν με το έτσι θέλω, και βέβαια τις Αρχές.

«Η απουσία ενιαίας συνδετικής άποψης αποδυνάμωνε εξαιρετικά την ηθική αντοχή των κρατουμένων. Δεν ήταν ούτε εχθροί της εξουσίας ούτε κρατικοί εγκληματίες, και πεθαίνοντας δεν καταλάβαιναν γιατί έπρεπε να πεθάνουν. Ο εγωισμός τους, ο θυμός τους, δεν είχε πού να στηριχθεί. Κι αποκομμένοι ο ένας απ’ τον άλλον πέθαιναν στη λευκή έρημο της Κολιμά από πείνα, κρύο, πολύωρη δουλειά, ξυλοδαρμούς κι αρρώστιες. Έμαθαν αμέσως να μην υπερασπίζονται τον συνάδελφό τους, να μη στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Αυτό ακριβώς επεδίωκαν και οι Αρχές. Οι ψυχές όσων επέζησαν υφίσταντο πλήρη αποσύνθεση και τα σώματά τους δεν διέθεταν τις αναγκαίες για σωματικό μόχθο ιδιότητες». (σ. 602)

Το πλέον αποτρόπαιο βασανιστήριο του στρατοπέδου ήταν η αδυναμία του κρατουμένου ν’ απολαύσει έστω και μια ώρα μοναξιάς. Στον ύπνο και στον ξύπνιο, την ώρα της εργασίας και του φαγητού, στο νοσοκομείο ή οιαδήποτε άλλη στιγμή τη ζούσε κάτω απο τα μάτια των συγκρατουμένων. Το ζήτημα του φαγητού ήταν κι αυτό απίθανο μαρτύριο, καθότι, λιμοκτονώντας, δεν έτρωγαν για να επιβιώσουν, αλλά για να μην πεθάνουν. Οι σελίδες του Σαλάμοφ για την τροφή αξίζουν ειδικό ανθολόγιο. Ακολουθούν φυσικά οι ασθένειες, η ηθική κατάπτωση και οι φόνοι.

Στο στρατόπεδο μόνο οι Ούρκα (οι κακοποιοί στην αργκό των ποινικών) ζουν σχετικά καλά. Αυτούς τους υπολογίζουν, αυτούς φοβάται η πολυάνθρωπη διοίκηση. Αυτοί είναι πάντα ντυμένοι, χορτασμένοι και υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον. Ενίοτε σφάζουν κιόλας κάποιον αντίπαλο. «Οι ποινικοί έχουν υπερβολική ροπή προς τη θεατρικότητα και την εισάγουν στη ζωή τους με τρόπο που θα τον ζήλευε κι ο Γιβρέινοφ (ο θεατρικός σκηνοθέτης). Αποφασίστηκε να σκοτώσουν τον ομαδάρχη και η πρόταση ενός απο τους ποινικούς να κόψουν με το πριόνι το κεφάλι του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Το κεφάλι πριονίστηκε μ’ ένα συνηθισμένο οριζόντιο πριόνι. Γι’ αυτό υπήρχε τώρα διαταγή που απαγόρευε να μένουν στους κρατούμενους τη νύχτα τσεκούρια και πριόνια» (σ. 705).

Το πλέον αποτρόπαιο βασανιστήριο του στρατοπέδου ήταν η αδυναμία του κρατουμένου ν' απολαύσει έστω και μια ώρα μοναξιάς. Στον ύπνο και στον ξύπνιο, την ώρα της εργασίας και του φαγητού, στο νοσοκομείο ή οιαδήποτε άλλη στιγμή τη ζούσε κάτω απο τα μάτια των συγκρατουμένων.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κανονιένκο, που σκότωνε για να τον δέχονται στο νοσοκομείο. «Με το που ερχόταν ο καιρός να βγει από το νοσοκομείο, ο Κανονιένκο σκότωνε κάποιον στη μεταγωγή, του ήταν αδιάφορο ποιον, ένα οποιοδήποτε κορόϊδο - τον στραγγάλιζε με μια πετσέτα. Η πετσέτα, μια κοινή πετσέτα του δημοσίου, ήταν το αγαπημένο όργανο δολοφονίας, η υπογραφή του. Τον συλλαμβάνανε, άνοιγαν εις βάρος του καινούργια υπόθεση, τον ξαναδίκαζαν, του έριχναν μια επιπλέον εικοσιπενταετή κάθειρξη στις πολλές εκατοντάδες χρόνια που είχε ήδη. Μετά τη δίκη, ο Κανονιένκο προσπαθούσε να βρεθεί στο νοσοκομείο για “ξεκούραση”, μετά ξανασκότωνε, κι όλα ξαναρχιζαν. Την εποχή εκείνη είχαν καταργηθεί οι εκτελέσεις των ποινικών. Επιτρεπόταν να εκτελούνται μόνο οι “εχθροί του λαού”, οι πενηνταοκτάρηδες - ήτοι οι τροτσκιστές». (σ. 555)

Το πρώτο πράγμα που δεν ισχύει στο στρατόπεδο είναι η φιλία. Ο ξεπεσμός είναι τόσο μεγάλος, ώστε ο πιο κοντινός σου είναι ικανός να σε «καρφώσει» για μια μπουκιά ψωμί, για ένα ζευγάρι κάλτσες, για ένα τσιγάρο. Η σατανική διοίκηση ανέχεται μόνο το κατώτερο δυνατό επίπεδο ζωής, ώστε ακόμη και οι ίδιοι οι κρατούμενοι να ζουν μεν, αλλά να μην καταλαβαίνουν τρόπον τινά τον εαυτό τους. Ανάμεσα στους κρατούμενους δεν υπήρχε ούτε ο παραμικρός δεσμός. Λίγο να έστρεφες την κεφαλή, κάτι θα σου έκλεβαν. Το στρατόπεδο ήταν ανθρωποφαγικό, ως εκ τούτου έπρεπε ν’ αναπτύξεις απίθανες δυνάμεις για να επιβιώσεις - περιέργως πώς, πρώτοι πέθαιναν οι άνθρωποι της Βαλτικής: Λετονοί, Λιθουανοί, Εσθονοί...

Επίσης, ένα θλιβερό στοιχείο του στρατοπέδου ήταν οι ξυλοδαρμοί. Δεν μιλάμε μόνο για τους ξυλοδαρμούς των ανακρίσεων, παρά για τους καθημερινούς ξυλοδαρμούς που εκμηδενίζουν το κύρος του αδύναμου. «Τον διανοούμενο-κρατούμενο τον τσακίζει το στρατόπεδο. Όλα όσα ήταν πολύτιμα ποδοπατούνται τώρα στη λάσπη, σε πολύ μικρό διάστημα, σε κάποιες λίγες εβδομάδες ο άνθρωπος χάνει τον πολιτισμό και την κουλτούρα του. Το επιχείρημα της συζήτησης είναι η γροθιά, το στειλιάρι. Μέσο προτροπής ο υποκόπανος, το χτύπημα κατευθείαν στο πρόσωπο. Έτσι, ο διανοούμενος μετατρέπεται σε δειλό κι ο εγκέφαλός του τού υπαγορεύει δικαιολογίες για τις πράξεις του. Μπορεί να πείσει τον εαυτό του για οτιδήποτε, να συνταχθεί με οποιαδήποτε από τις πλευρές σε μια συζήτηση. Μια σφαλιάρα, μια γροθιά μετατρέπει τον διανοούμενο σε πειθήνιο υπηρέτη κάποιου Σένιετσκα, Κόστετσκα. Η φυσική επίδραση γίνεται ηθική επίδραση. Ο διανοούμενος είναι φοβισμένος για πάντα. Το πνεύμα του έχει τσακιστεί. Αυτόν το φόβο και το τσακισμένο πνεύμα τα κουβαλάει και στην ελεύθερη ζωή του».

Ιστορίες απο την Κολιμά Facebook Twitter

Ο Σαλάμοφ επιμένει ψυχαναγκαστικά στην άποψη ότι ανέκαθεν η λογοτεχνία αντιμετώπιζε τον κόσμο του εγκλήματος με συμπάθεια, προσθέτοντάς του μάλιστα ένα ρομαντικό φωτοστέφανο, όπως συμβαίνει με τον Γιάννη Αγιάννη του Ουγκό και τους κατεργίτες του Ντοστογιέφσκι. Αποφασίζει, λοιπόν, να υποστηρίξει οτι ο άνθρωπος παύει να είναι άνθρωπος, καταλήγοντας Ούρκα, δηλαδή του σχοινιού και του παλουκιού. Σύμφωνα με το βίωμά του, οι άνθρωποι χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Στους «άντρες», τα «αλάνια», στους «ζούκι ζούκι» και στα «κορόιδα», δηλαδή τους αδύναμους. Παρά τις απόψεις κάποιας λογοτεχνίας, «λόγος τιμής» δεν υφίσταται. Τα πάντα θυσιάζονται για τη σκοπιμότητα. Μέσα στο στρατόπεδο, αυτό που ρυθμίζει τη συμπεριφορά του κακοποιού είναι το ανατριχιαστικό «πέθανε εσύ και μετά εγώ». Όσο για τις σαρκικές τους συνήθειες, οι κακοποιοί είναι όλοι παιδεραστές. Γύρω από κάθε ξακουστό κακοποιό κυκλοφορούν νεαροί με πρησμένα, θολά μάτια και γυναικεία ονόματα: διάφορες Μάνκα, Ζόικα, Βέρκα, τις οποίες ταΐζει ο προστάτης και πλαγιάζει μαζί τους. Διόλου παράδοξο το γεγονός ότι σε κάποιο στρατόπεδο οι κακοποιοί διέφθειραν μια σκύλα και πλάγιαζαν μαζί της σαν να ήταν γυναίκα.

Η Κολιμά, μπορούμε να πούμε, είναι προσωπική ανακάλυψη του συγγραφέα που διασώζει κάτι αμιγώς ρώσικο, αμιγώς ανθρώπινο, που δεν το προέβαλαν άλλοι κατάδικοι, πιθανώς επειδή η πολιτική βάραινε περισσότερο από την ανθρωπογνωσία. Όπως γράφει, οι αντιλήψεις του ἀάλλαξαν τις έννοιες, υπερέβησαν τα όρια του καλού και του κακού.

                  

ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ  περιοριστήκαμε σε αναφορές στις πρώτες χίλιες σελίδες, αφήνοντας το υπόλοιπο βιβλίο να το απολαύσει ο αναγνώστης με τον δικό του τρόπο. Άλλωστε, το βιβλίο -,που έφτασε σε μας με καθυστέρηση σαράντα ετών-, αντιπροσωπεύει ένα βαρυσήμαντο γεγονός στα εκδοτικά μας πεπραγμένα, καθώς αποτελεί κι έναν «εκδοτικό» άθλο, όπου οι 2.000 σελίδες χώρεσαν σ’ έναν τόμο μέσου μεγέθους και όγκου. Τυπώθηκε λοιπόν «σε χαρτί Σαμουά Βίβλου 40 γραμμαρίων απο την EBNER & SPIEGEL GmbH Γερμανίας τον Νοέμβρη του 2011». Και μόνο εκδοτικά ο τόμος είναι ένα πολύτιμο δώρο για τον αναγνώστη.

Για τη μεταφράστρια Ελένη Μπακοπούλου έχουμε γράψει επανειλημμένα. Στην ίδια εκδοτική μορφή κυκλοφορούν ο Ηλίθιος και οι Αδερφοί Καραμάζοφ  της ιδίας κι ευχόμαστε ολοψύχως να έπεται συνέχεια.

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Βιβλίο / To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Κόντρα στα κυρίαρχα ήθη, ο Μεσοπόλεμος υπήρξε διεθνώς μια εποχή σεξουαλικής ελευθεριότητας. Μια πρωτότυπη έκδοση από τους Τάσο Θεοφίλου και Εύα Γανίδου εστιάζει στις επιδόσεις των Αθηναίων στο «παράνομο» σεξ, μέσα από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, με τα ευρήματα να είναι εντυπωσιακά, ενίοτε και σπαρταριστά.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εύα Στεφανή: «Με συγκινεί ακόμα ο «Πεισίστρατος» του Γιώργου Χειμωνά»

The Book Lovers / Εύα Στεφανή: «Βρίσκω θεραπευτικά τα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Εύα Στεφανή, σκηνοθέτιδα και καθηγήτρια Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για τη διαδρομή της από την Δάφνη ντι Μοριέ στον Ε.Χ. Γονατά κι από τον Τσβάιχ στον Γιώργο Χειμωνά.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Βιβλίο / Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Οι «Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ» είναι ένα μυθιστόρημα άριστα δομημένο, με πυκνό λόγο και πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, που αναπλάθει τη γαλλική επαρχία των ’50s μέσα από μια απελπισμένη ερωτική ιστορία με φεμινιστική χροιά. 
M. HULOT
Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Βιβλίο / Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και στοχαστής, που έβαλε ποίηση στο σκυρόδερμα και συνέδεσε τα οράματα ενός σύγχρονου «Blade Runner» με τον Παρθενώνα, μοιάζει σήμερα να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο και σημασία όσο ποτέ. Η «Συζήτηση με τους φοιτητές της αρχιτεκτονικής» από εκδόσεις ΠΕΚ αποδεικνύει γιατί.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Βιβλίο / Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Τα κεραμικά των Δαρδανελλίων, ο συσχετισμός τους με την ταυτότητα, με το συναίσθημα. Ένα γοητευτικό βιβλίο δείχνει πώς τα «λαϊκά», «αγροτικά» κεραμικά συνδέονται με το κίνημα Arts & Crafts, με τον ιαπωνισμό, με τις διακοσμητικές τέχνες και το ντιζάιν στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τζούντιθ Μπάτλερ: Μιλώντας για το «φάντασμα του φύλου» χωρίς φόβο και πάθος

Βιβλίο / Τζούντιθ Μπάτλερ: Μιλώντας για το «φάντασμα του φύλου» χωρίς φόβο και πάθος

Mία από τις σημαντικότερες θεωρητικούς της εποχής μας, που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει λογοκριθεί για τις απόψεις της μόλις κυκλοφόρησε το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο «Ποιος φοβάται το φύλο;» το οποίο αναμένεται να συζητηθεί, ενώ πολλοί αναρωτιούνται αν η ίδια έγινε mainstream.
EΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ