Η καταγωγή του πνεύματος

Η καταγωγή του πνεύματος Facebook Twitter
0

Δεν έχουμε την πρόθεση να συνοψίσουμε το έξοχο βιβλίο της Καζανοβά, που ασφαλώς θα αποβεί σημείο αναφοράς για την ντόπια κριτική, πλην όμως μπορούμε να εκθέσουμε κάποιες απο τις αρχές της. Μαθήτρια του Πιερ Μπουρντιέ και των «μεγάλων διαρκειών» της σχολής των Ανάλ και του Μπρωντέλ, η συγγραφέας αρχίζει την ανάλυσή της με τη βαλερική ιδέα της λογοτεχνίας ως χρηματιστηρίου. Υπάρχει μια αξία που ονομάζεται «πνεύμα», όπως και μια αξία που ονομάζεται πετρέλαιο, σιτάρι ή χρυσός. Κατά τον Γκαίτε υφίσταται ένα εμπόριο ιδεών μεταξύ των λαών και μια οικουμενική αγορά παγκόσμιων συναλλαγών. Ωστόσο, ενώ το χρήμα κυκλοφορεί χωρίς να μεταφράζεται, το πνεύμα -πάντα προϊόν κάποιας γλώσσας- έχει τόπο καταγωγής, ακλόνητη ιδιομορφία και στεγάζεται φυσικά σε κάποια πρωτεύουσα.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται -πώς αλλιώς;- στο Παρίσι, την πόλη του πνεύματος και της λογοτεχνίας, σε αντιδιαστολή προς το Λονδίνο και το γερμανικό πνεύμα. Εφόσον γράφει στη γαλλική γλώσσα, η Καζανοβά (χωρίς να το αναφέρει) θα πρέπει να παίξει το παιχνίδι του μάρτυρα υπερασπίσεως της γαλλικής που, από λίνγκουα φράνκα κατά τον 19ο αιώνα, σήμερα έχασε τη μάχη από την αγγλική. Όντως, οι σελίδες για το Παρίσι είναι συγκινητικές, καθότι αποδίδουν ένα μεγαλείο που χάνει στροφές προϊόντος του χρόνου. Για να επινοηθεί η λογοτεχνία, θα πρέπει η γαλλική να αποσπαστεί από τη λατινική, και βέβαια από την Εκκλησία. Το συμπέρασμα είναι σαρωτικό: ο διεθνής χώρος της λογοτεχνίας δημιουργήθηκε τον 16ο αιώνα. Ανάλογη πορεία ακολούθησε και η γαλλική, που καθιερώθηκε ως λογοτεχνικό πιστοποιητικό με οικουμενική εμβέλεια. Ο Χλέμπνικοφ, επειδή ακριβώς ήταν Ρώσος, συνέλαβε την ανισότητα του λογοτεχνικού εμπορίου: οι γλώσσες υπηρετούν την υπόθεση της εχθρότητας (στις λεκτικές αγορές), επιδιώκουν την ηγεμονία, με άλλα λόγια διεξάγουν «αόρατους πολέμους». Άρα, η κυριαρχία της γαλλικής καθιστά το Παρίσι πατρίδα της λογοτεχνίας, όπου όλοι -ντόπιοι και ξένοι- ανασαίνουν «το άρωμα της επίγειας ευτυχίας».

Χωρίς καμιά υπερβολή, η εδραίωση της λογοτεχνίας συνεπάγεται τα αναγκαία πολιτικά συμπαρομαρτούντα. Για παράδειγμα, ο γερμανικός εθνικισμός ήταν παράγωγο του πολιτικού ανταγωνισμού με τη Γαλλία, ο πνευματικός πολιτισμός της οποίας κυριαρχούσε στην Ευρώπη. Ταπεινωμένοι και ηττημένοι (όπως γράφει ο Μπερλίν), οι Γερμανοί αντέδρασαν βίαια αρνούμενοι την υποτιθέμενη κατωτερότητά τους. Θα προηγηθεί η μετάφραση της Βίβλου από τον Λούθηρο σε γερμανική γλώσσα, που θα επιτρέψει την άνθιση των «χυδαίων γλωσσών», ήτοι της λαϊκής γλώσσας. Όπου υιοθετήθηκε ο λουθηρανισμός ή άλλες μορφές λατρείας της Μεταρρύθμισης, οι «χυδαίες γλώσσες» συνδέθηκαν με την ανάπτυξη κρατικών δομών. Σημειωτέον ότι οι μόνοι «μοντέρνοι» ποιητές που κατάφεραν να επιβληθούν στην Ευρώπη, γράφοντας σε χυδαία γλώσσα, ήταν οι τρεις ποιητές της Τοσκάνης: Δάντης, Πετράρχης και Βοκάκιος.

Η νεοπαγής γαλλική επιβάλλεται ολοκληρωτικά, τόσο στη Γαλλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Εφόσον κατατρόπωσε τη Λατινική, η Γαλλική γίνεται η γλώσσα της διπλωματίας, των διεθνών εγγράφων, αποβαίνει δεύτερη μητρική γλώσσα στους αριστοκρατικούς κύκλους Γερμανίας και Ρωσίας. Κατά τον 18ο αιώνα επιβάλλεται στα πριγκιπάτα και σε συγγραφείς όπως οι Γκριμ και Χόλμπαχ, οι Ιταλοί Γκαλλιάνι και Καζανόβα κ.λπ. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Γαλλική θεμελιώνει μια νέα ευρωπαϊκή τάξη, «μια λαϊκή διεθνή τάξη». Πρόκειται για αυτονόμηση του ευρωπαϊκού χώρου, που διέφυγε από την τυραννία της Εκκλησίας και κατά τον 18ο και 19ο αιώνα θα απεξαρτηθούν από τον βασιλιά και την εθνική υπόθεση. Συνεπώς, δεν ξαφνιάζει η ιταμή στάση του Χέρντερ που υιοθετεί αντιγαλλικές θέσεις, υψώνοντας το λάβαρο των εθνικών γερμανικών ιδεών.

Ωστόσο, πέρα από την ηγεμονία του Παρισιού, υπάρχει και ζει ο υπόλοιπος κόσμος. Επειδή ακριβώς το Παρίσι ήταν, θα λέγαμε, ο «λογοτεχνικός μεσημβρινός του Γκρήνουιτς», καθότι αυτό όριζε τον χρόνο και την επικαιρότητα των έργων, η περιφέρεια βογγούσε και απελπιζόταν, στην πραγματικότητα ντρεπόταν για την άσημη γλώσσα της, οι συγγραφείς ένιωθαν ανύπαρκτοι απέναντι στην αυτοκρατορία του Παρισιού. Η ομολογία του Οκτάβιου Παζ είναι αποκαλυπτική: «Άνθρωποι της περιφέρειας, κάτοικοι προαστίων της ιστορίας, εμείς οι Λατινοαμερικάνοι είμαστε οι απρόσκλητοι συνδαιτυμόνες, που χώθηκαν από την πίσω πόρτα της Δύσης, οι ανεπιθύμητοι που φτάνουν στο θέατρο της νεωτερικότητας όταν τα φώτα είναι έτοιμα να σβήσουν - φτάνουμε καθυστερημένοι παντού, γεννιόμαστε όταν είναι ήδη αργά στην Ιστορία, δεν έχουμε παρελθόν, ή ακόμα κι αν έχουμε, έχουμε φτύσει τα υπολείμματά του». Κυριολεκτικά, ο παρίας συγγραφέας που μιλάει και γράφει μια γλώσσα για κάποιον περιθωριοποιημένο λαό νιώθει ότι ζει σε έναν πλασματικό χρόνο, ότι του κάνουν έξωση από τον παρόντα χρόνο αλλά και από τον ίδιο τον παρόντα χώρο. Ο αληθινός χρόνος, αντίθετα, ήταν αυτός που βίωναν οι εκλεκτοί: Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί και, βέβαια, ο εκλεκτός χρόνος της Νέας Υόρκης, του Παρισιού και του Λονδίνου! Η κατακλείδα είναι υποβλητική: «Το πραγματικό παρόν δεν κατοικούσε στις χώρες μας».

Το χάσμα ανάμεσα στην επαρχία και την πρωτεύουσα, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει βέβαια και για τον δικό μας τόπο και το οιοδήποτε νεοελληνικό παρόν. Παρότι ουδείς νεοέλλην συγγραφέας αναφέρεται στο βιβλίο, μπορούμε να θυμηθούμε τα παραδείγματα του Αξελού, του Καστοριάδη και του Παπαϊωάννου, του Σεφέρη και βέβαια του Καζαντζάκη. Αναχωρώντας από την εμφυλιακή Ελλάδα, οι τρεις θεωρητικοί γράφουν στη Γαλλική, διδάσκουν στα γαλλικά πανεπιστήμια, δημιουργούν έργο χωρίς να κρύβουν την απάρνηση της φυσικής τους πατρίδας. Δεν πρόκειται για απλό ελιτισμό ή για προδοσία της γενέτειρας, αλλά για προσπάθεια να υπάρξουν στον «πραγματικό» χώρο και χρόνο του πνεύματος. Αυτό συνεπάγεται απόσταση από τον παλαιό εαυτό τους κατά πρώτο λόγο, απο την κατάσταση της χώρας, από το επίπεδο του ντόπιου πολιτισμού και βέβαια από την ίδια τη νεοελληνική γλώσσα που δεν αποδίδει τα δέοντα. Χωρίς υπερβολή, ήθελαν να γλιτώσουν από το ιστορικό ναυάγιο. Αντίθετα, οι δύο λογοτέχνες -θύματα κι αυτοί του ψευδούς παρόντος  της περιφέρειας- κατάφεραν, με τον τρόπο του ο καθένας, να παραμείνουν στα πάτρια, διεθνοποιώντας την παρουσία τους.

Αυτό το δράμα, ανθρώπων δηλαδή που γύρισαν κυριολεκτικά το μέσα έξω και πήραν όρκο κατά του εαυτού τους, κατά της γλώσσας και της πατρίδας τους, ενσαρκώνεται στις γνωστές περιπτώσεις του Μπέκετ και του Σιοράν, του Κάφκα και του Μισώ, στις οποίες -ως τέκνα κι εμείς της περιφέρειας- μπορούμε να επιμείνουμε για ευνόητους λόγους.  

Ο Ανρί Μισώ, Βέλγος και Βαλλόνος, άρα κοντινός στη Γαλλία και στη γαλλική που τη μιλάει με «προφορά», αισθάνεται την ανάγκη να βρει τον εαυτό του και να γίνει «ίδιος», πρόθεση που τον εξωθεί σε απίθανους αυτοβασανισμούς: θέλει να εξαλείψει την πατρίδα του, να κόψει κάθε δεσμό με την ἁατιμωτική του καταγωγή. «Εζησα», γράφει, «ενάντια στον πατέρα μου και ενάντια στη μητέρα μου, και ενάντια στον παπού μου, στη γιαγιά μου, στους προπαππούδες μου - έπειδή δεν τους γνώριζα δεν μπόρεσα να πολεμήσω ενάντια στους πιο μακρινούς προγόνους μου».

Ακόμη πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Σιοράν, που δήλωνε: «Η περηφάνια ενός ανθρώπου γεννημένου σε μια μικρή χώρα είναι πάντοτε πληγωμένη». Μικρή χώρα υποδηλώνει μικρό εαυτό; Ο Σιοράν βιώνει τη φασιστική νεότητά του, ομολογεί ότι ήθελε ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια της Ιστορίας, γράφει φασιστικά και αντισημιτικά κείμενα, απελπίζεται για τη «ρουμανικότητά» του, κι όταν επιστρέφει από τη Γερμανία στη Γαλλία αρνείται την εθνική του γλώσσα, υιοθετεί τη γαλλική και ζει στο Παρίσι ξένος και ενδεής (*τον βλέπαμε, τη δεκαετία του ’70, στο μουσουλμανικό φοιτητικό εστιατόριο, να τρώει με το κεφάλι κάτω. Η εμφάνισή του δεν διέφερε και πολύ από του κλοσάρ). Δεν είναι τυχαίο ότι συναναστρεφόταν τον Μισώ και έφερε τη «ρουμανικότητα» ως καταισχύνη...

Όσο για την περίπτωση του Κάφκα, ήταν πιο περίπλοκη και ασφαλώς πιο συναρπαστική. Πριν απ’ όλα, ένιωθε ότι γράφει σε μια γλώσσα κλεμμένη, καθότι η Γερμανική δεν ήταν μητρική του γλώσσα. Ενώ, λοιπόν, θεωρούσε τα γίντις μητρο-πατρική του γλώσσα, έγραφε στη Γερμανική, αγκυλωμένος σε μια σειρά αντιφάσεις του ανέφικτου: του να μη γράφει, του να γράφει στη Γερμανική, του να γράφει αλλιώς, καθώς και του να γράφει. Τυχαία μήπως έγραφε στο ημερολόγιό του ότι η λειψή αγάπη που τρέφει για τη μάνα του οφείλεται στο γεγονός ότι τον εμπόδιζε η γερμανική γλώσσα; Η λέξη Mutter είναι γελοία... Ολόκληρο το έργο του Κάφκα μπορεί να εκληφθεί ως «μεταφρασμένο» από μια γλώσσα στην οποία δεν μπορούσε να γράψει (τα γίντις) σε μια γλώσσα που δεν του ανήκε (τα γερμανικά).

To αντίθετο ίσχυσε για τους Ιρλανδούς συγγραφείς Τζόυς και Μπέκετ. Την ιεραρχία μεταξύ Λονδίνου και Δουβλίνου ο Τζόυς την ανέτρεψε θεαματικά, τονίζοντας ότι, εξεγειρόμενος κατά των αγγλικών συμβάσεων, εκπήγασε η ουσία του ταλέντου του. Η δήλωση είναι συνταρακτική: «Δεν γράφω στην αγγλική γλώσσα». Επίσης, δεν ακολούθησε τη λαϊκή νοοτροπία του κελτικού λυκόφωτος, προτίμησε την πόλη και την αστικότητα. Γι’ αυτό τον βλέπουμε να χειραφετείται από την εξουσία του Λονδίνου, καταφεύγοντας στο Παρίσι που απέβη «νέος, ισχυρός τόπος για τους Ιρλανδούς».

Η σχέση με τις πόλεις (Λονδίνο, Δουβλίνο, Παρίσι) δεν ήταν απλώς γεωγραφική. Σε κάθε εκπατρισμό οι συγγραφείς έψαχναν τη μούσα τους ή την αιτία της σιωπής τους. Ο Μπέκετ, για παράδειγμα, αν έφτασε σε πλήρη αποδέσμευση από τους εξωτερικούς καθορισμούς, το όφειλε στη μετακίνησή του από το Δουβλίνο στο Παρίσι. Υποταγμένος στις μορφικές επινοήσεις του Τζόυς, μονάχα στο Παρίσι θα κατορθώσει να βγει από τη σιωπή και να καταλήξει στην αποθέωση της λέξης. Ο μηδενιστικός απόηχος των κειμένων του, η καινοτόμα απελπισία, η αυτονόμηση του κειμένου από πάσα εξωτερικότητα, είναι ένα από τα ζωτικά παράδοξα της ιρλανδικής λογοτεχνικής Ιστορίας. Άρα, οι πόλεις αναδεικνύονται σε μούσες των συγγραφέων, σε απαγορευτικούς ή δημιουργικούς τόπους, όπου οι λογοτέχνες δόξαζαν ή ανέτρεπαν το περιβάλλον που δεν ηταν αμιγώς πληθυσμιακό ή πολιτιστικό.Περιττό να πούμε ότι η Παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων θυμίζει τις κοινωνικές επαναστάσεις: πάντα γίνονται στις πόλεις.        

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

bernhard schlink

Πίσω ράφι / «Φανταζόσουν ότι θα έβγαινες στη σύνταξη ως τρομοκράτης;»

Το μυθιστόρημα «Το Σαββατοκύριακο» του Μπέρνχαρντ Σλινκ εξετάζει τις ηθικές και ιδεολογικές συνέπειες της πολιτικής βίας και της τρομοκρατίας, αναδεικνύοντας τις αμφιλεγόμενες αντιπαραθέσεις γύρω από το παρελθόν και το παρόν.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Φοίβος Οικονομίδης

Βιβλίο / Φοίβος Οικονομίδης: «Είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να σπάσουμε σε χίλια κομμάτια»

Με αφορμή το νέο του βιβλίο «Γιακαράντες», ο Φοίβος Οικονομίδης, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς συγγραφείς της νεότερης γενιάς, μιλά για τη διάσπαση προσοχής, την αυτοβελτίωση, τα κοινωνικά δίκτυα, το βύθισμα στα ναρκωτικά και τα άγχη της γενιάς του.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Σερζ Τισερόν «Οικογενειακά μυστικά»

Το Πίσω Ράφι / «Το να κρατάμε ένα μυστικό είναι ό,τι πιο πολύτιμο και επικίνδυνο έχουμε»

Μελετώντας τις σκοτεινές γωνιές των οικογενειακών μυστικών, ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Σερζ Τισερόν αποκαλύπτει τη δύναμη και τον κίνδυνο που κρύβουν καθώς μεταφέρονται από τη μια γενιά στην άλλη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το ηθικό ζήτημα με τις μεταθανάτιες εκδόσεις με αφορμή το ημερολόγιο της Τζόαν Ντίντιον

Βιβλίο / Μεταθανάτιες εκδόσεις και ηθικά διλήμματα: Η Τζόαν Ντίντιον στο επίκεντρο

Σύντομα θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τις προσφάτως ανακαλυφθείσες «ψυχιατρικές» σημειώσεις της αείμνηστης συγγραφέως, προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με τη δεοντολογία της μεταθανάτιας δημοσίευσης έργων ενός συγγραφέα χωρίς την επίσημη έγκρισή του.
THE LIFO TEAM
Στα «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος

Ηχητικά Άρθρα / Γιάννης Τσαρούχης: «Η ζωγραφική μου θρέφεται από τη μοναξιά και τη σιωπή»

Στα εκπληκτικά «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Γιάννη Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος, από τις μινωικές τοιχογραφίες έως τα λαϊκά δημιουργήματα του Θεόφιλου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
George Le Nonce: «Εκτός από τα φέικ νιουζ, υπάρχει η φέικ λογοτεχνία και η φέικ ποίηση»

Ποίηση / George Le Nonce: «Εκτός από τα fake news, υπάρχει η fake λογοτεχνία και ποίηση»

Με αφορμή την έκδοση του τέταρτου ποιητικού του βιβλίου, με τίτλο «Μαντείο», ο Εξαρχειώτης ποιητής μιλά για την πορεία του, την ποίηση –queer και μη–, και για την εποχή του Web 2.0, αποφεύγοντας την boomer-ίστικη νοοτροπία.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Βιβλίο / Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Μια σειρά από επανεκδόσεις αλλά και νέες εκδόσεις, που αφορούν ποιητές και λογοτέχνες που έχουν φύγει από τη ζωή μάς θυμίζουν γιατί επιστρέφουμε σε αυτούς, διαπιστώνοντας ότι παραμένουν, εν πολλοίς, αναντικατάστατοι.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η νέα μετάφραση των «Μεταμορφώσεων» είναι ένας άθλος και εκδοτικό γεγονός.

Βιβλίο / Οβίδιος: Η νέα μετάφραση των «Μεταμορφώσεων» είναι ένας άθλος και εκδοτικό γεγονός

Ο κορυφαίος μελετητής του ρωμαϊκού κόσμου Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής ολοκλήρωσε την απόδοση στα ελληνικά των 12.000 στίχων του έργου του Οβίδιου, εκφράζοντας ταυτόχρονα τον άκρως μοντέρνο χαρακτήρα του ποιητή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Τροχιές»: Η Samantha Harvey κέρδισε πανάξια το Booker

Βιβλίο / «Τροχιές»: Η Samantha Harvey κέρδισε πανάξια το Booker

Με θέμα την καθημερινότητα έξι αστροναυτών σε έναν διεθνή διαστημικό σταθμό, το μυθιστόρημα που κέρδισε το Booker 2024 μόλις μεταφράστηκε στα ελληνικά, είναι ένα ποίημα για τον πλανήτη Γη και μας καλεί να τον εκτιμήσουμε ξανά.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
2000 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, ένα βιβλίο για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες γίνεται μπεστ-σέλερ

Βιβλίο / Ο Σουητώνιος του 69 μ.Χ. γίνεται ξανά μπεστ-σέλερ

Οι «Βίοι των Καισάρων», το εξόχως κουτσομπολίστικο βιβλίο που είχε γράψει ο Σουητώνιος για τον βίο και την πολιτεία της πρώτης σειράς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, κυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση και μπήκε στη λίστα με τα ευπώλητα των Sunday Times.
THE LIFO TEAM
«Αν δεν μας αρέσουν οι ηγέτες που ψηφίζουμε, ας κατηγορήσουμε τον εαυτό μας»

Βιβλίο / «Αν δεν μας αρέσουν οι ηγέτες που ψηφίζουμε, ας κατηγορήσουμε τον εαυτό μας»

Ο «ροκ σταρ ιστορικός των ημερών», ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και βραβευμένος συγγραφέας Peter Frankopan, μιλά στη LIFO για τους κινδύνους που απειλούν την Ευρώπη, τη Γάζα και την άνοδο της ακροδεξιάς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πένθος και ανάνηψη: Ο δικός μας Σαββόπουλος

Daily / Πένθος και ανάνηψη: Ο δικός μας Σαββόπουλος

Μια εικοσαετία μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου, κυκλοφορεί ξανά σε αναθεωρημένη μορφή, η ενθουσιώδης, στοχαστική, λυρική μελέτη του έργου του σπουδαίου όσο και «πολωτικού» Έλληνα τραγουδοποιού από τον Δημήτρη Καράμπελα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Ο Γιάννης και η φασολιά

Guest Editors / Ο Γιάννης και η φασολιά

Τέλη ’70, Αθήνα. Ένας νεαρός βουτάει στην ποίηση στη βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Οι στίχοι του Γιάννη Κοντού τον αγγίζουν. Χρόνια μετά, ως συγγραφέας πια, δημιουργεί μια λογοτεχνική σχέση που κρατά δεκαετίες, ανάμεσα σε εκδοτικούς οίκους, ταβέρνες και πρωινά τηλεφωνήματα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ευκλείδης Τσακαλώτος: Οφείλουμε να είμαστε πιο ριζοσπάστες και ταυτόχρονα πιο ρεαλιστές, ακόμα κι αν αυτό ακούγεται σαν τετραγωνισμός του κύκλου!

Βιβλίο / Ευκλείδης Τσακαλώτος: «Οφείλουμε να είμαστε πιο ριζοσπάστες και ταυτόχρονα πιο ρεαλιστές στην αριστερά»

Μια πολιτική κουβέντα «εφ’ όλης της ύλης» με τον βουλευτή της Νέας Αριστεράς, πανεπιστημιακό και πρώην υπουργό Οικονομικών στο στούντιο της LiFO με αφορμή το «Μανιφέστο για μια βιώσιμη κοινωνία», το τρίτο του συγγραφικό πόνημα τα τελευταία χρόνια.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ