Μια φορά κι έναν καιρό τα media είχαν το μαχαίρι και το καρπούζι. Έγραφε μια κριτική ο Γεωργουσόπουλος ή το «Αθηνόραμα» κι έτρεμαν τα ντουβάρια. Κατέβαιναν παραστάσεις. Καταστρέφονταν καριέρες. Τώρα, το κοινό αγρόν ηγόρασε. Πάει εκεί που θέλει και στις ομόπνοες κοινότητες διασπείρει το word of mouth αστραπιαία. Οι κριτικοί τρέχουν πίσω του σαν μπατιριμένοι δημοδιδάσκαλοι, το φρύδι ψηλά ακόμα, αλλά η καρδιά τρεμάμενη, σαν μαρουλόφυλλο. Η εξουσία τους, περίπατο. Τα κονέ τους, οι πολιτικές τους – στο χώμα. Συμφορά!
Και στην πολιτική. Σε έβαζαν οι ειδήσεις του Mega και σ’ έφτιαχναν! Σε λοιδωρούσαν – κι εξαφανιζόσουν. Πες-πες, η Βαρδινογιάννη έβγαινε η πιο σημαντική Ελληνίδα στα polls. Φάτσες που χάλαγαν τη σούπα εξαφανιζόντουσαν εν μια νυκτί. Τα πρωτοσέλιδα του ΔΟΛ, όντως, ανεβοκατέβαζαν υπουργούς και κυβερνήσεις. Τώρα, όλα αυτά είναι μερικές από τις πάμπολλες φωνές. Με διακριτό από κάτω τον υπέρηχο του συμφέροντος. Ακυρωμένες τάχιστα στα timelines του λαού. Εκτεθειμένες στον σαρκασμό και την (συχνά, ευφυή) αποδόμησή τους από μέχρι πρότινος σιωπηλούς δημόσιους κατήγορους. Τα media πληρώνονται με το ίδιο νόμισμα.
Αυτό έχει πολλά καλά κι ένα κακό.
Καλά: Δεν ορίζει τι είναι καλό ή κακό μια γερασμένη ομαδούλα που κάνει επί δεκαετίες μπίζνες με αντάλλαγμα τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Μπόμπολες, ΔΟΛ, Κουρήδες, καναλάρχες κ.λπ.
Άλλο καλό: Ανθίζει μια πιο πειραματική και ατρόμητη γενιά – πολιτικών, καλλιτεχνών, ανθρώπων. Χωρίς τον πειθαναγκασμό της εξωνημένης αυθεντίας, χωρίς την τρομοκρατία του άνκορμαν, του κριτικού ή του κόλιουμνιστ (ο οποίος ζει ζωή χαρισάμενη, έχοντάς τα κάνει πλακάκια με μικρά ή μεγάλα συμφέροντα, γλείφοντας συλλέκτες, στο payroll πολιτικών, κρατικούς θώκους, αναθέσεις έργων κ.λπ.) – χωρίς αυτά ο κόσμος ανασαίνει, τολμά να δοκιμάσει νέα πράγματα, τολμά να πει αυτό που οι ειδήσεις των 8 δεν θα του πουν: ότι, ξέρεις κάτι, αυτό για το οποίο μου κάνεις πλύση εγκεφάλου μια ζωή ότι είναι αριστούργημα, δεν είναι – είναι μεγάλη μπλόφα. Κι αυτός που μου τον παρουσιάζεις σαν σωτήρα κι ευεργέτη είναι ένας μικρονοϊκός, ασήμαντος απατεών. Κι εγώ θα κάνω το αντίθετο απ’ όσα λες. Θα κάνω το δικό μου, αυτό που μου ’ρχεται και ονειρεύτηκα – και που δεκάρα δεν δίνω εάν το θάψεις ή το επαινέσεις στη γαμημένη στήλη σου. Το μοναστήρι του Facebook να ’ν’ καλά.
Και το κακό: Μαζί με τα ξερά, καίγονται και τα χλωρά. Οι ελάχιστοι καλοί, τίμιοι, διαβασμένοι κριτικοί και οι ελάχιστοι καλοί, έντιμοι, ενημερωμένοι δημοσιογράφοι συμπαρασύρονται από το κύμα της αμφισβήτησης των media. Η χρήσιμη, νηφάλια φωνή τους θάβεται δίχως διάκριση από τα μπάζα της γενικής κατάρρευσης. Και στη θέση τους αντιλαλεί, με υστερία και φτωχά ελληνικά, ο αλαζονικός αλαλαγμός του σχολιαστή στο Facebook, που όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει, «με τη νιότη του και την τρέλα του».
Θα κατασταλάξει και αυτό. Είναι οι ακρότητες του Καινούργιου. Οι απελεύθεροι πάντα υπερβάλλουν αρχικά. Μέχρι κι ανάμεσά τους τον τόνο να τον ορίζει ο χρήστης που έχει κάτι να πει, κι όχι ο ανώνυμος ψυχάκιας. Ελπίζω.
Γιατί τα λέω αυτά. Γιατί πολλά από τα θετικά πράγματα που έγιναν τις τελευταίες μέρες στην Ελλάδα (πολιτικά και καλλιτεχνικά) θα ήταν αδύνατα, εάν η (κακόφωνη έστω) δημοκρατία του Ίντερνετ δεν είχε αλλάξει άρδην το νοσηρό μιντιακό μας σκηνικό.
Νομίζω η ζωή θα ανθίσει πιο ελεύθερη πια, παρά τις δυσκολίες...
σχόλια