1.
Λαγοκοιμάται ο άνεμος. Τέλειωνε ο Απρίλης, και λέγαμε «Απρίλης, ο μήνας ο σκληρός, πάει κι αυτός», στην εφηβεία, στην παραλία του Βόλου, στο Πάρκο, με το άφιλτρο τσιγάρο στα άγουρα χείλη, με βλέμμα προκαταβολικώς ατίθασο, με τη σφαλιάρα που φάγαμε από την αξούριγη πρόζα του Χάκκα, με το κεράκι του Γκίνσμπεργκ στο δάσος του μυαλού, περιπλανιόμαστε με βιβλία ποίησης στην τσέπη του αμπέχονου, με ηλιαχτίδες στα μπλουτζίν και με αίθριους, καίτοι άγαρμπους καβγάδες για τους λογοτέχνες, τους φιλοσόφους, τα αλάνια, τους βραχνούς προφήτες που έμελλε να γίνουν οι αφέντες των δευτερολέπτων, του χθόνιου χρόνου μας. Γράφει ο Στάθης Κουτσούνης το ποίημα «Άνοιξη», από τη συλλογή Στιγμιότυπα του σώματος (εκδ. Μεταίχμιο): «Ανοίγει ο καιρός / η μέρα χαράζει / φρεσκοπλυμένο ασπρόρουχο / τεντωμένο στο σκοινί / και παρακεί / στην αγκαλιά της σκόνης / λαγοκοιμάται ο άνεμος». Και μετά, ο ποιητής μάς μιλάει για τα δέντρα: «Τα δέντρα είναι ατίθασα παιδιά / που ξεσαλώνουν μόνα τους το δάσος / μέχρι να φτάσει ο ξυλοκόπος». Και: «Τα δέντρα είναι αδέσποτα σκυλιά / που λιάζονται ανέμελα στους δρόμους / ώσπου να έρθει μπόγιας ο ξυλοκόπος».
2.
Ποίηση Μάνα. Τέλειωνε ο Απρίλης, και παίρναμε τους δρόμους. Κι οι δρόμοι μας ήταν δρόμοι της ποίησης, την είχαμε για μάνα μας την ποίηση, την είχαμε και για ερωμένη, και για μικρή μας αδελφούλα, μόνο για σύζυγο δεν την είχαμε. Τελειώνει και τώρα ο Απρίλης, πάντα με ποίηση. «Μητέρα και ποίηση» λέει ένα του ποίημα ο Ανδρέας Κέντζος. «Μικρά τα ποιήματά της / καχεκτικά / Και είναι λογικό — τα παιδάκια της / τη θέλουν συνέχεια / τη φωνάζουν / Μόνο στον ύπνο τους ησυχάζει / αλλά κι αυτός δεν κρατάει πολύ / δεν της φτάνει / Και σκέφτεται έναν τρόπο / (το καλύτερο φάρμακο που υπάρχει) / για να τον παρατείνει». Και μετά ο ποιητής γράφει ένα ποίημα δίχως το «και», ένα ποίημα που το λέει «Μητέρα Ποίηση». Ιδού: «Τη θέλουν συνέχεια οι ποιητές / τη φωνάζουν / Μόνο στον ύπνο τους ησυχάζει / αλλά κι αυτός δεν της φτάνει / Και σκέφτεται έναν τρόπο/ (το καλύτερο φάρμακο που υπάρχει) / για να τον παρατείνει». Στην ίδια συλλογή, με τίτλο σαραντατέσσερα (εκδ. Σαιξπηρικόν), θα βρούμε και το «Λάθος του Φιλόσοφου»: «Είπα ότι υπάρχει κάτι πέρα από τις Ιδέες / το Αγαθόν / Έκανα λάθος / Στο επέκεινα είναι ο Αγάθων / Καλέ μου φίλε, δεν πειράζει / έλα να ξαναστήσουμε συμπόσιο / να πιούμε να χαρούμε τη νίκη σου / στους τραγικούς αγώνες».
3.
Μικρό Παγώνι. Τελειώνει πάλι ο Απρίλης, και στο πικάπ τα μπλουζ της χαρμολύπης. Όλες οι αισθήσεις σε επιφυλακή, τελειώνει ο Απρίλης και όλες οι αισθήσεις να είναι περισκόπια, μεμβράνες, ραδιογωνιόμετρα. Σπιράλ τετράδια και φτηνά στυλό απ' το περίπτερο για την καταγραφή της σκέψης, για το άπλωμα του συναισθήματος στο χαρτί. Διάθεση για σύνθεση. Οργανώνει τον λόγο του ο Γιάννης Κοτσιφός στο έργο Ο πειρασμός της γραφής (εκδ. Μελάνι): «Ήταν ακόμα ο καιρός / Που στο Μικρό Παγώνι / Μπορούσες να καπνίσεις τα τσιγάρα σου / Και δεν υπήρχε Ίντερνετ στο κινητό / Κατά συνέπεια / Πίνοντας μπίρα — επειδή μονάχα μπίρα πίνεις στο Μικρό Παγώνι — / Σημείωνες επείγουσες δουλειές / Κοιτούσες στο ημερολόγιο δεσμεύσεις / Οι πιο πολλές επινοημένες οπωσδήποτε / Για να γεμίζουνε τον χρόνο που αργά εκεί μέσα προχωρούσε / Γιατί στ' αλήθεια είναι μοναχικό να πίνεις μπίρα στο Μικρό Παγώνι [...] Κατέληξες ότι ασφαλές μες στο Μικρό Παγώνι / Είναι να πίνεις μπίρα όπως τόσοι άλλοι ταξιδιώτες / Κρατώντας μια σημείωση νοερή ο καθένας / Που 'χει να κάνει με το μέλλον οπωσδήποτε / Μα μένοντας πεισματικά μακριά / Απ' του χαρτιού τις διαδοχικές ενέδρες».
4.
Blues / Χαρμολύπη. Τελειώνει ο Απρίλης, και βάζεις στο πικάπ τα μπλουζ. Έχεις ήδη ακούσει Μάρκο και Τσιτσάνη. Και έχεις ξαναδιαβάσει τον Πεντζίκη και τον Καρούζο. Και τον Ακέραιο κυρ-Αλέξανδρο. Και Λάγιο και Βακαλόπουλο. Και πιάνεις τώρα τον Λευτέρη Ξανθόπουλο που μες στις σελίδες του βιβλίου Οι εχθροί και οι φίλοι μου (εκδ. Γαβριηλίδης) έχει και το «Mississippi Blues». Και λέει: «Δεν αντέχω άλλο το μνήμα / είπε και βγήκε / Δεν αντέχω άλλο το μνήμα / είπε ο B.B. King και βγήκε / Δεν με κρατάει το σπίτι μου / είπε ο B. B. King και βγήκε / Δεν με κρατάει άλλο / το σπίτι μου / είπε ο B. B. King / και βγήκε από το μνήμα / Δεν αντέχω τα μαύρα σχέδια / στον τοίχο είπε ο B. B. King / και βγήκε στη σκηνή». Και μετά, στον «Μυστικό Δείπνο», ο ποιητής, εκεί, μας οδηγεί: «Τους πλένει τα πόδια / τα στεγνώνει με το / μαλακό πεσκίρι / πιο πέρα / όπως σκύβει / ταπεινωμένος ξανά / να ήξερε τάχα / τι τον περιμένει».
1. Στιγμιότυπα του Σώματος, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Σελίδες: 44,
2. Γιάννης Κοτσιφός, Ο Πειρασμός της Γραφής, Εκδόσεις Μελάνι, Σελίδες: 36
3. Λευτέρης Ξανθόπουλος, Οι Εχθροί και οι Φίλοι μου, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Σελίδες: 66
σχόλια