Στο Μάδρε ντε Ντιός λένε ότι όποιος πιει από το νερό του ποταμού Αμάρου Μάγιο, που στη γλώσσα των ιθαγενών σημαίνει «το ποτάμι του βόα» ποτέ δεν φεύγει. Ο Δημοσθένης Χατζηδήμος το δοκίμασε και μαζί γεύθηκε τον χρυσό, την οσμή μιας μυθιστορηματικής ζωής έξω από το αστικό πλαίσιο του αρχιτέκτονα που βίωνε μέχρι τότε στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, σχεδόν εν μιά νυκτί, κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, αποφάσισε να ζήσει στον Αμαζόνιο και να γίνει χρυσοθήρας. «Πήγα στο Περού για ένα πάρτι που έκανε ο αδελφός μου γύρω στο 1984. Ο αδελφός μου έκανε εμπόριο χρυσού στην περιοχή, ενώ εγώ εκείνη την εποχή είχα αρχιτεκτονικό γραφείο στην Τσιμισκή. Αυτό ήταν, κόλλησα».
Από το σημείο αυτό αρχίζει μια ιστορία αλλόκοτη για τα ελληνικά δεδομένα, την οποία αφηγείται ο Δημοσθένης Χατζηδήμος στο βιβλίο του Αγιαχουάσκα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η διευκρίνιση «αφήγημα» στο εξώφυλλο και ο τίτλος φανερώνουν ποια πραγματικά γωνιά της λογοτεχνίας καλύπτει αυτό το βιβλίο: οι βιογραφικές και βιωματικές αναφορές σταδιακά ξεθωριάζουν και «γίνονται αγιαχουάσκα, γίνονται ψυχεδέλεια, φαντασία» λέει ο συγγραφέας. Ο τίτλος αφορά το μαγικό ποτό που χρησιμοποιούν τελετουργικά οι σαμάνοι του Αμαζονίου, και το οποίο σήμερα είναι περισσότερο διαδεδομένο παρά ποτέ στη Νότιο Αμερική. Οι ασκητές, με τη βοήθεια της αγιαχουάσκα, προσπαθούν να καταδυθούν σε ανεξερεύνητα πεδία του είναι τους και να ανασύρουν κρυφές πηγές εσωτερικής δύναμης.
«Το βιβλίο είναι ντοκιμαντέρ, είναι πιστή περιγραφή της ζούγκλας, των ιστοριών που έζησα εκεί και βέβαια διαλύει πολλούς μύθους» λέει ο Δημοσθένης Χατζηδήμος. «Έχω κολυμπήσει με πιράνχας, δεν είναι κάτι τόσο φοβερό, ούτε τα ανακόντα είναι τόσο επικίνδυνα, όσο λένε. Όλοι οι Αμερικανοί ή οι Ευρωπαίοι που πήγαιναν για να ζήσουν και να εργαστούν εκεί άντεχαν το πολύ οκτώ μήνες. Εγώ άντεξα δώδεκα χρόνια». Και δεν θα εγκατέλειπε την ζούγκλα, τα ορυχεία του, τη γη του ή την οικογένεια που ήδη είχε κάνει στη Λίμα του Περού, αν αίφνης η τιμή του χρυσού δεν άρχιζε να κατρακυλάει. Μέχρι τότε η εργασία του χρυσοθήρα τού απέφερε σημαντικά οικονομικά οφέλη: «Είχα τριακόσιους υπαλλήλους, αεροπλάνο. Βέβαια, τότε η κατάσταση στο Περού και δη στη ζούγκλα ήταν τελείως Φαρ Ουέστ. Μόνο που, αντί για όπλα και πιστόλια, είχαμε ματσέτες». Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου αυτή η εξάρτηση από τα όπλα, ο πρωταρχικός νόμος της ζούγκλας είναι εμφανείς μαζί με ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις όπως «Όλοι πιστεύουν ότι στη ζούγκλα ο κίνδυνος είναι τα άγρια ζώα και τα φίδια. Εγώ νομίζω πως είναι τα δέντρα και το ποτάμι».
Ο «τυχοδιώκτης» καλεί
Θυμώνει όταν τον ρωτάνε αν έγινε πλούσιος στον Αμαζόνιο. «Δεν είναι αυτό το θέμα, καταλαβαίνετε; Έκανα λεφτά. Ε και τι έγινε; Εγώ εκεί έζησα δέκα χιλιάδες αληθινές ζωές. Η άγρια περιπέτεια με τραβάει, είναι στο αίμα μου. Αυτό ζητούσα πάντα. Είμαι τυχοδιώκτης και το λέω, γνωρίζοντας ότι εδώ δίνουμε αρνητική έννοια στον όρο». Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει ξανά το 1993, και πάλι από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με τον τίτλο Ο χρυσοθήρας και με φωτογραφία του ιδίου στο εξώφυλλο, με όλα τα όπλα και τις ματσέτες του. «Το άλλαξα αρκετά. Τότε το λέγαμε μαρτυρία, τώρα περιγράφεται ως αφήγημα: στην αρχή κυλάει η ανάγνωση, διαβάζεται σαν βιπεράκι, μετά όμως... Υπάρχει η μαρτυρία, αλλά υπάρχει και η αγιαχουάσκα, με την οποία το βιβλίο μεταλλάσσεται σταδιακά και γίνεται παραίσθηση. Με ρωτάνε "αλήθεια σκότωσες τίγρη;". Αλήθεια. "Αλήθεια την έφαγες;". Αλήθεια.»
Το 1994 η κατακόρυφη πτώση στην τιμή του χρυσού (από 800 η ουγγιά είχε πέσει στα 250) τον οδήγησε σε μια ακόμη στροφή στη ζωή του. Αποφάσισε να φύγει και άρχισε πουλώντας τα μηχανήματα, νοικιάζοντας τη γη στους ιθαγενείς. Σε αυτό το διάστημα του περίπου ενάμιση χρόνου έγραψε και το βιβλίο του. Ταυτόχρονα, ζωγράφισε 70 πίνακες τους οποίους υπέγραφε ως Χρυσοθήρας. Το 1985 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να ασχολείται ξανά με την αρχιτεκτονική, δυναμικά, σαν να μην έλειψε ποτέ.
Συνεχίζει να ταξιδεύει πολύ, στη Λίμα δεν επέστρεψε - άλλωστε έχει φέρει μαζί του τα δύο παιδιά του. «Φυσικά και μου λείπει η ζούγκλα. Το έζησα έντονα όμως αυτό, τώρα τελείωσε». Τώρα νιώθει το αίμα του τυχοδιώκτη να τον καλεί ξανά. Πήγε στην Ομπάσα και θέλει να ξαναπάει, κάτι τον έλκει εκεί και αισθάνεται έτοιμος να γράψει ξανά. Με την αγιαχουάσκα πάντα να ηχεί. Διαβάζουμε στο βιβλίο: «Η αγιαχουάσκα μού είπε ότι πρέπει να γυρίσω στη γη και μετά να επιστρέψω πάλι εδώ, έτσι όπως φεύγω με φτερά, αλλά με φτερά από ανοξείδωτο ατσάλι για να σε πάρω πίσω μαζί μου».
σχόλια