Η Πόπη Αστεριάδη έγινε γνωστή ως η τραγουδίστρια του Νέου Κύματος. Το όνομά της είναι συνώνυμο των μπουάτ της Πλάκας όπου τραγουδούσε για χρόνια ολόκληρα. Το διασημότερό της τραγούδι, το «Σκληρό μου αγόρι», κυκλοφόρησε το 1969. «Απόψε για σένα θ' ανάψω τ' αστέρια, να πέσουν βροχή μες στα δυο σου τα χέρια» τραγουδούσε με φωνή κοριτσίστικη. Ακόμα και τώρα, 40 χρόνια μετά, όπου και να πάει της το ζητάνε, μέχρι κι όταν τραγουδούσε στον Μύλο με τον Κωνσταντίνο Βήτα: «Με μερικά τραγούδια γίνεται αναγκαστική προσγείωση. Δεν μπορείς να τα αποφύγεις. Ήμουνα νια και γέρασα με αυτό το τραγούδι» μου λέει. Από τη βεράντα της στον 6ο όροφο μιας πολυκατοικίας φαίνεται όλος ο Πειραιάς - ένα κομματάκι θάλασσα, άπειρες πολυκατοικίες με θερμοσίφωνες που αστράφτουν στον ήλιο και δυο κίτρινοι γερανοί στο βάθος. Καθόμαστε στο τραπέζι της κουζίνας, πίσω από το πάσο. Θέλει με το ζόρι να φάω μιλφέιγ - μου κόβει μια κομματάρα και τη βάζει μπροστά μου: «Θα δεις πως θα το φας και θα θέλεις κι άλλο». Η κουζίνα της είναι γεμάτη λαχανικά και βάζα. Μου λέει ότι θα φτιάξει γεμιστά για την κόρη της. Την παρατηρώ όσο μου φτιάχνει τσάι. Είναι όμορφη γυναίκα. Φοράει ένα ναυτικό καπέλο, μπλε σκούρο. Δεν το βγάζει όση ώρα μιλάμε.
Τη ρωτάω πού γεννήθηκε. «Στην Καλλιθέα γεννήθηκα. Ήμουν το πέμπτο παιδί μετά από τέσσερα αγόρια· εφταμηνίτικο ήμουνα. Δεν πρόλαβε ούτε στο νοσοκομείο να πάει η μητέρα μου».
Και πότε ξεκινήσατε το τραγούδι, τη ρωτάω. «Τραγουδάω από δεκαπέντε χρόνων - δεν το λέω αυτό γιατί κρύβω την ηλικία μου σαν κάτι άλλες, ήμουν όντως δεκαπέντε. Πήγα στα "Νέα Ταλέντα" του Οικονομίδη μαζί με την ξαδέρφη μου τη Λουκία, που είχε τελειώσει πιάνο. Τραγουδήσαμε Μίμη Πλέσσα. Ποιο; Την "Πρώτη μας νύχτα". Πολλοί καλλιτέχνες είχαν πάει εκεί - η Χωματά, η Κουμιώτη, η Τζένη Βάνου, ο Βογιατζής. Στα 17 μου με πήγε ένας θείoς μου που ήξερε τον Πατσιφά στη Lyra. Το '67 ήτανε, η Lyra ήταν τότε στην Κριεζώτου 11. Ο Πατσιφάς ήταν η ψυχή του Νέου Κύματος, δική του ήταν η ιδέα. Μου είχε φερθεί τέλεια, πάρα πολύ με αγαπούσε. Αυτός με κούρεψε, μου 'κοψε τα μαλλιά κοντά και δεν τα ξαναμάκρυνα. Ενδιαφερότανε τι κάνεις, με ποιον είσαι. Πηγαίναμε εκεί, καθόμασταν, μας έλεγε συμβουλές, μας έλεγε τι να κάνουμε, βρίσκαμε τον συνθέτη, τον στιχουργό, κάναμε τις πρόβες. Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησα ήταν ο "Xαμός" του Πάνου του Σαββόπουλου, μετά έκανα του Ηλία του Καραγιάννη τη "Γιορτή", "Στου Φιλοπάππου" του Κώστα του Ξενάκη, τη "Μαριονέττα" της Χατζηνικολάου. Έβγαινα σε κάποιες εκδηλώσεις και γινόταν χαμός με αυτά τα τραγούδια τότε».
Καπνίζει κάτι μακριά λεπτά τσιγάρα. Δεν ξεκίνησε να γίνει τραγουδίστρια, σκεφτόταν να γίνει νηπιαγωγός γιατί αγαπάει τα παιδιά, μετά σκέφτηκε να γίνει μοδίστρα. Τα πρώτα μαγαζιά στα οποία τραγούδησε -πιτσιρίκα ακόμα- ήταν λαϊκά: στη Μοστρού και στον Βράχο στην Πλάκα. Ξεκινούσε στις 11 κι έφτανε μέχρι τις 2-3 το πρωί. Μετά ήρθαν οι μπουάτ. «Ποιος ερχόταν στις μπουάτ; Και ποιος δεν ερχόταν Από τον Φρέντυ Γερμανό μέχρι τους ποδοσφαιριστές της Εθνικής, μέχρι κάποιοι που μετά έγιναν μεγάλοι και τρανοί σαν τον Κοντομηνά. Ποιητές, ηθοποιοί, και βέβαια οι φοιτητές οι καημένοι που ερχόντουσαν με κάτι λουλουδάκια και στα δίνανε δειλά δειλά». Γελάμε και οι δυο με την εικόνα. «Μα έτσι ήτανε», μου λέει, «με τα λουλουδάκια ερχόντουσαν».
Κάποια στιγμή, λίγο μετά τη χούντα, τέλειωσε και η μόδα των μπουάτ και του Νέου Κύματος. «Τώρα, όταν περνάω από την Πλάκα, κάτι παθαίνω. Δεν νιώθω καλά. Ίσως επειδή εκεί έζησα πιτσιρίκα όλα τα καλά και μου είναι παρελθόν, κάτι δεν μου πάει καλά. Συγκινούμαι», μου λέει. Άρχισε να τραγουδάει σε πιο λαϊκά μαγαζιά - άνοιγε το πρόγραμμα στα Νέα Δειλινά με την Αλεξίου και τον Νταλάρα, στο Καζίνο της Πάρνηθας, σε μαγαζιά στα βόρεια προάστια, στον Πειραιά, μετά με την Πίτσα Παπαδοπούλου, από το '85 έως το '92 ήταν σε ένα μαγαζί στου Γκύζη. Κάνει πολλές συναυλίες - είναι η καλύτερη της, δεν της αρέσει το ξενύχτι έτσι κι αλλιώς. Πηγαίνει και στην επαρχία. «Φεύγω συχνά, πάω Πάτρα, Ζάκυνθο, σε μικρούς χώρους στο Αγρίνιο που είναι η κουμπάρα μου. Στο Αγρίνιο έλεγα μέχρι και της "Γερακίνας τον γιο" και μου έστελναν λουλούδια. Αν μου το ζητάνε κάτι, το λέω, όχι πως το παίζω λαϊκιά. Μη νομίζεις ότι είμαι ψωνάρα με το τραγούδι - κάνω και κάτι άλλο, αν χρειαστεί. Πρέπει να γουστάρω για να τραγουδάω .Θαυμαστές είχα πολλούς. Μέχρι τώρα υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται, μου φιλάνε τα χέρια και μου λένε "Έχω έρθει από την Ξάνθη" ή "Έχω έρθει από την Πτολεμαΐδα". Το 'χω δει και στις συναυλίες αυτό. Ακόμα και νέα παιδιά που ζητάνε τραγούδια που εγώ δεν τα λέω πια ποτέ».
Στο τέλος της δεκαετίας του '90 χτύπησε το τηλέφωνό της. Ήταν ο Κωνσταντίνος Βήτα και ήθελε να συνεργαστούν. «Δεν τον ήξερα, αλλά τoν ήξερε η κόρη μου η μεγάλη. "Έχω ένα συγκροτηματάκι" μου είπε όταν μου έκανε την πρόταση να συνεργαστούμε - κι εννοούσε τους Στέρεο Νόβα! Ο Κωνσταντίνος είναι απίστευτος. Ήρθε εδώ και μου άφησε την κασέτα για να μάθω το τραγούδι για το "Ταξίδι στη Γη" και μου είπε η κόρη μου η μεγάλη "Μαμά αυτό μην το αφήσεις". Αφού είδα ότι το τραγούδι μου άρεσε κι ότι και ο Κωνσταντίνος ήταν απαλών τόνων, τακιμιάσαμε, ταιριάξαμε. Όταν τραγουδούσαμε, γινότανε χαμός από κάτω. Ανάβανε τους αναπτήρες».
Ψάχνουμε μαζί τα άλμπουμ της. Δεν έχει ούτε αρχείο, ούτε αποκόμματα, ούτε καν θυμάται πού έχει δώσει ποια φωτογραφία. «Μα είναι δυνατόν;» της λέω.
«Δεν είναι ότι δεν αγαπούσα το τραγούδι, αλλά δεν το 'δα ποτέ σαν δουλειά. Είναι τραγικό αυτό που σου λέω. Έχω μετανιώσει που δεν το είδα πιο αυστηρά επαγγελματικά. Τώρα μου 'χει κάνει καλό αυτό; Κακό; Κακό μου 'χει κάνει σίγουρα στην τσέπη μου. Εγώ έκανα ένα CD του Δεσποτίδη ακόμα, είναι στο μιξάζ. Πριν πάω να το γράψω, πήγα στην εταιρεία μου, στη Lyra. "Φέρτα" μου είπαν "και θα τα βγάλουμε". Πάω, κάνω ηχογράφηση, μου φεύγουν 10.000 ευρώ. Και πέρσι μου λένε "Δεν θα τα βγάλουμε τελικά". Έπαθα, ήθελα να τους πλακώσω. Βάλανε στο "Tivo" έναν δίσκο μου 20 τραγούδια. Εξαφανίστηκε, δεν υπήρχε πουθενά. Πουλήθηκαν, λέει, 11.000 κομμάτια. Από τα 20 τραγούδια, ξέρεις τι θα πάρω; Εκατόν είκοσι οκτώ ευρώ μεικτά.; Δεν είναι ξεφτίλα αυτό το πράγμα;» Έχει εκνευριστεί - ανάβει άλλο ένα τσιγάρο.
Τη ρωτάω αν την αναγνωρίζουν ακόμα στον δρόμο. «Εδώ βγαίνω με το καπέλο και με καταλαβαίνουν. Είναι χαρά αυτό - από τον κόσμο γίναμε. Εδώ όταν βγήκα στον Παπαδόπουλο και βγήκα μετά στη λαϊκή αγορά ο άλλος μου χάριζε ψάρια. Μωρέ δε λες καλά, αντί να κάνουμε το σταυρό μας... Έχω εισπράξει τόση αγάπη από τον κόσμο, έχω κάνει φίλους, έχω περάσει ωραία. Μπορεί να μη βγάλαμε οι του Νέου Κύματος πολλά λεφτά, αλλά δεν πειράζει. Ευχαριστώ τον Θεό που μέχρι σήμερα τραγουδάω και να μη σου πω κιόλας ότι κρατιέμαι από αυτά τα τραγούδια. Πάνε και 40 χρόνια από τότε που τα πρωτοείπα».
σχόλια