> Δεν είναι το Αιτωλικό η Βενετία της Ελλάδας, αλλά η Βενετία το Αιτωλικό της Ιταλίας. Είναι το μόνο νησί-στεριά της Ελλάδας. Εκεί έκανα μόνο το νηπιαγωγείο, στην κυρα-Φροσύνη. Επειδή ο πατέρας μου ήταν δικαστικός, γυρίζαμε σε όλη την Ελλάδα κι έτσι μεγάλωσα σε πολλές πολιτείες και σε πολλά χωριά. Μεγάλωσα στη Μυτιλήνη, στα Λεχώνια του Βόλου, στο Αλιβέρι της Ευβοίας, στην Κέρκυρα, και στην Αθήνα ήρθα όταν ήμουν πια δεκαοχτώ χρόνων. Η αλλαγή τόπων ήταν κάτι συνυφασμένο με την οικογένειά μου. Νιώθω απολύτως Έλληνας. Έλληνας καθαρός θεωρείται αυτός που έχει ζήσει σε πολλά μέρη της Ελλάδος, που έχει πάρει τα αρώματα, τις συνήθειες και τη λεβεντιά της ελληνικής υπαίθρου.
> Έχω εγκατασταθεί εδώ και χρόνια στο Παλαιό Φάληρο. Η Αθήνα μού αρέσει πάρα πολύ όταν κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι την παλιά πόλη. Δεν διασκεδάζω πολύ. Έχω δουλειά και διάβασμα και δεν προλαβαίνω. Οι ηθοποιοί που δουλεύουμε πραγματικά δεν έχουμε κοινωνική ζωή. Γι’ αυτό πολλές φορές παντρευόμαστε και μεταξύ μας. Άντε, κάνα φαγητό μετά με τους συναδέλφους. Όταν μεγαλώσω, δεν ξέρω, μπορεί ν’ αρχίσω να βγαίνω. Είμαι 84 ετών και νιώθω ότι έχω ακόμη πολύ καιρό μπροστά μου.
> Η δικιά μου γενιά ανδρώθηκε πριν την ώρα της εξαιτίας της Κατοχής. Υπήρχαν τρομακτικά συναισθήματα. Θυμάμαι με πόση αγωνία περιμέναμε, μικρά παιδιά, ν’ ακούσουμε τα νέα του BBC στο παράνομο ραδιόφωνο που είχε ο πατέρας μου. Ήταν, όμως, και μια αρκετά οδυνηρή περίοδος. Έφαγα πάρα πολύ ξύλο. Θυμάμαι, την ημέρα που γιορτάζαμε την ενσωμάτωση της Κέρκυρας στην Ελλάδα, μαζευτήκαμε όλα τα παιδιά του σχολείου και την ώρα που λέγαμε τον εθνικό ύμνο φωνάζαμε «κάτω οι Γερμανοί» και «κάτω οι Ιταλοί». Βγήκανε οι Ιταλοί με τις μπότες και μας ταράξανε στις κλοτσιές. Εγώ έτρεξα μέσα στα καντούνια και κρύφτηκα πίσω από μια πόρτα μισάνοιχτη. Μετά από πολλά χρόνια που ξαναπήγα στην Κέρκυρα για μια επιθεώρηση, επισκέφθηκα το ίδιο σπίτι και με το που με είδαν οι άνθρωποι με αναγνώρισαν απ’ τον κινηματογράφο και με χαιρέτησαν μ’ ενθουσιασμό. «Εσείς με χαιρετάτε», τους είπα, «εγώ να σας φιλήσω τα χέρια που με σώσατε».
> Οι Ιταλοί ήταν πιο άνθρωποι. Το 1943, όταν υπογράφηκε συνθήκη με την Ιταλία, έπιασαν οι Γερμανοί πολλούς Ιταλούς, τους έβαλαν σε γερμανικά πλοία και τους έστειλαν στους Άγγλους για να τους βομβαρδίσουν. Θα μου μείνει για πάντα στο μυαλό μια σκηνή, που πετιέται συχνά μπροστά στα μάτια μου σαν όνειρο κακό: οι Ιταλοί κρεμασμένοι απ’ τις άκρες του λιμανιού της Κέρκυρας να προσπαθούν να σωθούν και οι Γερμανοί να τους κλοτσάνε ώστε να πέσουν στη θάλασσα. Είχαν φτάσει το ανθρώπινο μίσος και η βαρβαρότητα σε τέτοιο βαθμό, που μας στοίχειωσαν για πάντα. Ίσως το θέατρο που έκανα είχε ως στόχο να τα ξεπεράσω όλα αυτά. Θέατρο δεν σημαίνει να λες κάποια λόγια και να τα επαναλαμβάνεις. Σημαίνει κάποια έρευνα της ανθρώπινης ψυχής σε βάθος. Αυτό το πράγμα μ’ έκανε να ερευνήσω χαρακτήρες και τύπους και να προσπαθώ να βρω σε καθετί τη δικαιολογία του. Ακόμα και ο χειρότερος εγκληματίας έχει τα δίκια του, αν βρεθείς στην πλευρά του.
> Έπρεπε να γίνουν πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που κάνουν οι «Αγανακτισμένοι». Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στην παιδεία του ελληνικού λαού ή στην αναισθησία. Ακούς κάθε μέρα φοβερά πράγματα: θα μας διώξουν απ’ την Ευρώπη, θα φτωχύνουμε και άλλα τέτοια. Αφού αυτήν τη στιγμή είμαστε μια αγελάδα που την αρμέγουν για να πάρουν τους τόκους, πώς θα μας σκοτώσουν χωρίς να μας έχουν αρμέξει;
> Από παιδί ήθελα να γίνω ηθοποιός. Η πρώτη μου «επαγγελματική» παράσταση ήταν όταν ήμουν επτά χρόνων, στο Αλιβέρι. Διάβασα ένα ποίημα: «Μηχανικός θέλω να γίνω, αυτό πολύ με συγκινεί / Αν πάλι σέκος απομείνω, αν με πλακώσει η μηχανή;». Το είδωλό μου, βέβαια, ήταν ο Τάκης Χορν. Πήγα και τον βρήκα, μεγάλος πια, και του ‘πα «αν κάνω για το θέατρο, θα γίνω ηθοποιός. Αν δεν κάνω, πάλι θα γίνω ηθοποιός». Μου απάντησε «κάνεις» και έδωσα εξετάσεις.
> Πήγαινα στη δραματική σχολή κρυφά απ’ τον πατέρα μου, αλλά είχα πάντα την ενίσχυση της μητέρας μου. Κάποια στιγμή και ο πατέρας μου το πήρε απόφαση. Η αλήθεια είναι πως ήθελε να με δει δικαστικό. Στο τέλος της ζωής του, που εγώ κουραζόμουν πολύ -έκανα ραδιόφωνο, κινηματογράφο, θέατρο, νυχτερινά κέντρα με one man show, ό,τι μπορείς να φανταστείς-, έβλεπε όλα όσα έκανα και μου έλεγε πως δεν θα κουραζόμουν τόσο αν είχα μια καλή θέση στο Δημόσιο. Δεν μπορούσε να δει τη χαρά και τη λύτρωση που έχει ένας καλλιτέχνης απ’ το «επάγγελμα». Γιατί εγώ το θεωρώ λειτούργημα. Αν δεν το δεις ως μια προσωπική προσφορά, δεν θα τα βγάλεις πέρα.
> Δεν νιώθω καθόλου διάσημος. Πάντα προσπαθώ να δω πώς θα φύγω γρηγορότερα απ’ το θέατρο, να γλιτώσω τ’ αυτόγραφα και τις φωτογραφίες. Μπορεί να μου αξίζει η αγάπη των ανθρώπων που μ’ έχουν δει στο θέατρο και ξέρουν κάποια στοιχεία της παιδείας μου. Αυτό με ευχαριστεί, το ότι δεν πολέμησα τόσα χρόνια επί ματαίω. Είναι ένα αντίδωρο που λαμβάνεις. Το να καταλαβαίνεις τι σου λένε είναι, επίσης, τόσο δύσκολο, όσο το να ξέρεις τι λες.
> Δεν υπάρχει εύκολο και δύσκολο είδος στην ηθοποιία. Κάποτε, ένας συμμαθητής μου με γνώρισε στον Βασίλη Λογοθετίδη. Του λέει «από ‘δω ο Γιάννης, παίζει κωμωδία». Πρώτη φορά που τον είδα έτρεμα ολόκληρος και προσπαθούσα να κάνω τον συμμαθητή να σωπάσει. Με βλέπει ο Λογοθετίδης και μου λέει «άκου να δεις, νεαρέ μου, δεν υπάρχουν μεγάλοι και μικροί ηθοποιοί, υπάρχουν καλοί και κακοί ηθοποιοί». Όπως δεν υπάρχουν δραματικοί και κωμικοί ρόλοι. Ο μόνος ηθοποιός που μ’ έκανε κι έκλαψα ήταν ο Λογοθετίδης στο Οι δικοί μας άνθρωποι. Το θέατρο είναι μια πολύ απλή συνταγή, αρκεί να λες την αλήθεια.
> Η τέχνη απεικονίζει πάντοτε την εποχή της. Και ο κινηματογράφος είναι μια σύνθετη τέχνη. Αν δεις μια σύγχρονη ελληνική ταινία, τα προβλήματα που παρουσιάζει δεν είναι αυτά στα οποία συμμετέχει ο ελληνικός λαός με τις παραδόσεις, τις σκέψεις του και τα ιδανικά του. Είναι επιφανειακά. Τότε, την εποχή του Φίνου, παρουσιάζαμε μια πραγματική κατάσταση και παίζαμε αληθινούς ανθρώπους. Φρόντισα σε κάθε ταινία που έχω κάνει να δημιουργώ κι έναν άλλον άνθρωπο. Διάβαζα το κάθε έργο και γινόμουν ένας άλλος άνθρωπος. Δεν γινόμουν ένας άνθρωπος για όλα τα έργα. Σταρ θεωρείται ο καλλιτέχνης που παίζει μόνο έναν ρόλο με διαφορετικούς τίτλους. Ο Λαλάκης, φερ’ ειπείν, ήταν από κάτι δικές μου, παιδικές αναμνήσεις που είχα πει στον Κώστα Πρετεντέρη ώστε να φτιάξουμε έναν λαϊκό ήρωα που λέει πράγματα, τα οποία ένας λογικός άνθρωπος δεν θα έλεγε ποτέ. Τα ‘χει όλα. Μιλάει ιδιόρρυθμα και ιδιότυπα, αλλά δεν είναι αδερφή. Γι’ αυτό, όσοι προσπάθησαν να με μιμηθούν, κάνανε τον Λαλάκη ή τον Μικέ αδερφή. Δεν είχε καμία απολύτως σχέση. Αυτό είναι ένα δικό μου παιχνίδισμα, που δεν μου το έχουν συγχωρέσει. Σταρ μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ένας που πουλάει παπούτσια, ένα μοντέλο, ένας που πουλάει φουλάρια, και τον ξέρουν όλοι. Αυτός, όμως, δεν είναι καλλιτέχνης. Μπορεί να κάποιος να είναι μεγάλος ηθοποιός και να μην τον ξέρει κανείς. Και από την άλλη, υπάρχουν σταρ και σταρ, που δεν είναι ούτε στάρι.
σχόλια