Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ
Μόνος του μεγάλωνε, δεν πήγε και σχολείο,
τα πρόβατά του έβοσκε και μέσα στο κρανίο,
μυαλό είχε ελάχιστο, γινότανε θηρίο,
όταν οι άλλοι Κύκλωπες τον φώναζαν γελοίο.
Ο Κύκλωπας Πολύφημος είχε τεράστιο σώμα
μα εκείνο που τον έκανε αλλιώτικο ακόμα,
ένα ήταν μάτι μεσιανό που του ’δινε εικόνα
θεριού κακού που απέφευγες να δώσεις τον αγώνα,
μαζί του να αναμετρηθείς, κρυβόσουν σαν χελώνα.
Της Νύμφης Θόωσας ήταν γιος και του θεού Ποσειδώνα,
στης Σικελίας το νησί είχε σπηλιά στο χώμα,
τρεφόταν με τυρόγαλο και κάνα δυο ακόμα
ζωάκια, που τα άρπαζε και ζωντανά ακόμα,
χωρίς ντροπή τα έχωνε μέσ’ στο μεγάλο στόμα.
Μα αυτόν τον εξεγέλασε κρυφά ο Οδυσσέας,
που στης Ιθάκης γυρισμό κουβάλησε παρέας
κρασί γλυκό και άφθονο, αντί ψωμιού κι ελαίας,
που το ’πιε ο Πολύφημος όλο μέχρι κεραίας.
Σαν μέθυσε ευχαρίστησε τον πονηρό και είπε
“στο τέλος θα φάω εσένανε, ευχάριστέ μου τύπε,
πρώτα από τους συντρόφους σου λέω να ξεκινήσω
και έναν έναν τελικά όλους θα σας μασήσω.
Μα πώς σε λένε, λέγε μου, ποιον να ευχαριστήσω
για το κρασί που μου ’δωσες θέλω να σε φιλήσω”.
“Κανένας εγώ λέγομαι μα θέλω να ζητήσω
να κοιμηθούμε σήμερα και άσε με να λύσω
της νύστας σου το πρόβλημα, μη σε στενοχωρήσω”.
Κοιμήθηκε ο Κύκλωπας κι ο Οδυσσέας παίρνει,
ξύλο χοντρό, πελεκητό, στην άκρη το λεπταίνει,
στο μάτι του Πολύφημου μεγάλη φόρα παίρνει,
τον τρύπησε, φωνάζει “αχ” κι αόματος πια μένει.
Απ’ τις προβάτινες κοιλιές με τρόπο κρεμαστήκαν
κι εκεί μεσ’ στα μαλλιά πολύ καλά κρυφτήκαν.
Απ’ της σπηλιάς τα σκοτεινά στο φως της μέρας βγήκαν,
να τρέξουν ως το πλοίο τους ποτέ δεν αρνηθήκαν.
Ο Κύκλωπας Πολύφημος γοργά τους κυνηγούσε,
με οργή τους βράχους σήκωνε και πάνω τους πετούσε,
μα σαν τυφλός που ήτανε βεβαίως αστοχούσε.
Κάλεσε κι άλλους Κύκλωπες, μόνος του δεν μπορούσε.
“Ποιον κυνηγάς, ποιος σ’ έκανε βοήθεια να καλέσεις”
ρωτήσαν οι άλλοι Κύκλωπες “σ’ έκανε να πονέσεις;”
“Ο Κανένας” τους απάντησε “και πώς να συγχωρέσεις,
τον πονηρό, τον άθλιο, σαν κόμπο να τον δέσεις”
είπε ο αφελής Πολύφημος, δεν είχε ξύπνιες θέσεις.
Οι άλλοι τότε γέλασαν και μόνο τον αφήσαν
“κανείς δεν σε ενόχλησε” είπαν και προχωρήσαν.
Ο Οδυσσέας και σύντροφοι τους κάβους τότε λύσαν,
το όνειρο του γυρισμού και πάλι κυνηγήσαν.
Μόνο ο θεός της θάλασσας γύρεψε τιμωρία,
την τρίαινά του κούνησε σήκωσε τρικυμία,
τα κύματα τεράστια, μεγάλη αγωνία,
για να σωθούν οι σύντροφοι παλέψαν με μανία.
Ο KYΚΛΩΠΑΣ- Η “ΑΛHΘΕΙΑ” ΠIΣΩ ΑΠO ΤΟ ΜYΘΟ
Ο Κύκλωπας Πολύφημος μεγάλη δύναμη είχε,
μα στο κεφάλι του μυαλό πολύ δεν περιείχε.
Με ένα μάτι έβλεπε και οπτική είχε μία,
την νόμιζε απόλυτη, επιλογή καμία.
Ποιος άνθρωπος στη γη λοιπόν, χωρίς να ’ναι σαΐνι,
αν ζει μονάχος σε σπηλιές κι από σχολειό ξεμείνει,
μπορεί σπουδαίος να γενεί και συμβουλές να δίνει;
Αυτός σαν τον Πολύφημο θα βλέπει με ένα μάτι,
τις πράξεις του, τα πράγματα, θα έχει και γινάτι,
για μια μονάχα προοπτική, χωρίς να είναι απάτη,
μονόπλευρη η σκέψη του, σε ένα μονοπάτι.
Πολύπλευρα και σύνθετα δεν ξέρει να ενεργήσει,
που λέει ο λόγος τσις, κακά, άντε και να πορδίσει.
Ακάθεκτα και άγαρμπα έξυπνους θα πατήσει,
γιατί αυτό που έμαθε αυτό θα συνεχίσει.
Σε άλλων δικαιώματα ο νους του κλικ δεν κάνει,
στο ότι κάνει και κακό, η σκέψη του δεν φτάνει.
Οι άλλοι τότε τον φθονούν, χαζό τον ανεβάζουν
και την ορμή του την πολλή στο χώμα κατεβάζουν.
Γι’ αυτό γνώσεις απόκτησε, πολύπλευρα να βλέπεις,
του κόσμου τα προβλήματα να ξέρεις να προβλέπεις
και με σοφία σφαιρική απόφαση να παίρνεις
κι απ’ όλες τις επιλογές στη δίκαιη να γέρνεις.
σχόλια