Μαρίζα Κωχ: «Χειρότερο πράγμα στη ζωή του ανθρώπου δεν υπάρχει από τον πόλεμο»

Μαρίζα Κωχ Facebook Twitter
Μόνο η Φλέρυ Νταντωνάκη είχε το δικαίωμα να ανοίγει την ντουλάπα μου και να φεύγει με όποιο φόρεμα της άρεσε! Φωτό: Στάθης Μαμαλάκης / LIFO
15

Ήρθα στη ζωή στο τέλος του πολέμου. Ο πατέρας μου ήταν Γερμανός και το «έρως ανίκατε μάχαν» ίσχυε και για τη μητέρα μου στην καταπληκτική ιστορία τους. Είχε έρθει από τη Σαντορίνη στην Αθήνα για να βγάλει φωτογραφίες, τις «εβδομαδιαίες», όπως τις έλεγαν τότε. Ήταν κακό για μια κοπέλα να κυκλοφορούν δεξιά κι αριστερά φωτογραφίες της, οπότε έπρεπε απαραιτήτως να περιμένει μέχρι να εμφανιστούν, να τυπωθούν και να τις πάρει – διαδικασία που κρατούσε μία εβδομάδα περίπου. Ο φωτογράφος, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της –είχε κατάμαυρα, άφρο λουκ μαλλιά και καταγάλανα μάτια– την έκανε, χωρίς να τη ρωτήσει, μεγάλο κάδρο στη βιτρίνα του μαγαζιού του. Εκεί δίπλα είχε και το γραφείο του ο πατέρας μου, ο Βίλι Κωχ, αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού των Γερμανών. Περνάει μια μέρα, βλέπει τη φωτογραφία της μάνας μου, μπαίνει μέσα, αρχίζει να ρωτάει. «Πού την ξέρουμε αυτή;». Και μετά: «Παίρνω τις φωτογραφίες της κι όταν θα έρθει να της ζητήσει, θα με φωνάξεις εμένα να της τις δώσω». Έτσι έγινε. Τον βλέπει η μάνα μου, τρομάζει, κάνει μια κίνηση να του πάρει τις φωτογραφίες, γιατί θα έχανε και το πλοίο, αλλά αυτός της λέει με νοήματα «την άλλη βδομάδα εδώ πάλι». Πάει το πλοίο! Όντως την άλλη βδομάδα ο Βίλι περίμενε τη Μαργαρίτα καθισμένος στο παγκάκι της πλατείας Καρύτση. «Κάτσε» της λέει, «δεν κάθομαι», μέχρι που αυτός αρχίζει να της μιλάει αρχαία ελληνικά. Η μάνα μου πάλι, ως κόρη παπά, θυμόταν τη γλώσσα του Ευαγγελίου κι έτσι ξεκίνησαν διάλογο. Πάνω σ' εκείνο τον διάλογο τα μάτια τους συναντήθηκαν και τότε η μάνα μου παρακαλούσε μέσα της να μην της δώσει τις φωτογραφίες ώστε να ξαναβρεθούν την επόμενη εβδομάδα. Ακολούθησαν κι άλλες εβδομάδες για να καταλάβουν ότι ήθελαν να ζήσουν μαζί. Στα τρία χρόνια που έμειναν μαζί γεννηθήκαμε η αδερφή μου κι εγώ.

  • Τελευταίο μήνυμα που πήρε η μάνα μου από τον πατέρα μου ήταν από τα κρατητήρια του Πειραματικού Γυμνασίου στο Κολωνάκι, όπου οι Ες-Ες φυλάκιζαν όσους Γερμανούς στρατιώτες είχαν κάνει οικογένεια με Ελληνίδες. Κατά την οπισθοχώρηση, όταν οι Γερμανοί άδειαζαν το κτίριο κι εγκατέλειπαν την Αθήνα, νέοι επονίτες είχαν ανέβει στο καμπαναριό του Αγίου Διονύση του Αρεοπαγίτη και πυροβολούσαν. Μεταξύ τους και ο Νίκος Κούνδουρος, ο οποίος, πολλά χρόνια μετά, στη συναυλία της Μεταπολίτευσης, μου αφηγήθηκε πως στα κρατητήρια βρήκαν τα πτώματα πολλών Γερμανών αξιωματικών που οι δικοί τους άφησαν πίσω, αποχωρώντας ηττημένοι. Πάω πάλι πίσω και θυμάμαι τον Αντενάουερ που είχε έρθει στη Σαντορίνη με αφορμή τις γερμανικές ανασκαφές στην αρχαία Θήρα. Έντυσαν με τα καλά μας εμένα και την αδερφή μου, μας έδωσαν κι από μια τεράστια ανθοδέσμη να του προσφέρουμε κι όταν αυτός μας χάιδεψε το κεφάλι, του είπε ο δάσκαλος του χωριού: «Να οι γόνοι σας που έμειναν πίσω». Κουβέντα δεν είπε ο Γερμανός!
  • Το 1956 έγινε ο μεγάλος σεισμός της Σαντορίνης. Εγώ πήγαινα σχολείο ακόμη όταν ήρθαν παλικάρια-εθελοντές απ' όλη την Ελλάδα να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση του νησιού. Από την Κρήτη ήρθε ο Στυλιανός Αναστασάκης, 18 ετών αυτός, στα 13 εγώ. Με είδε κι άρχισε να μου κάνει καντάδες με μαντινάδες. Έτσι έμαθα κι εγώ να τραγουδώ κρητικές μαντινάδες! Θυμάμαι ότι το 'σκαγα από κει που κοιμόμασταν όλοι στρωματσάδα κι έλεγα ότι πάω μέχρι την κουζίνα, αλλά κρεμιόμουν απ' το παράθυρο για ν' ακούσω τον Στυλιανό – τραγουδούσα κι εγώ μαζί του, αυτό γινόταν συνέχεια και δεν αφήναμε άνθρωπο να κοιμηθεί στο χωριό. Όταν τον κάλεσε ο θείος μου στο σπίτι του να του κάνει παρατήρηση, του είπε ο Στυλιανός: «Μα, τι άλλο να κάνω για να μου τη δώσετε;». «Δεν μπορεί» απάντησε ο θείος «γιατί δεν ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια σου. Μόνο αν μας φέρεις τη μάνα σου και τον πατέρα σου απ' την Κρήτη». Πάει ο καημένος και φέρνει την αδερφή του τη μεγάλη. Μένει μαζί κι αυτή, γινόμαστε οικογένεια και στα 14 μου φέρνω στον κόσμο τον γιο μου τον Μανώλη! Στα 16 μου ερχόμαστε στην Αθήνα, ο Στυλιανός πιάνει δουλειά υπάλληλος κι εγώ γίνομαι βιβλιοδέτρια. Με βάση εκείνα τα ένσημα παίρνω ακόμα τη σύνταξη του βιβλιοδέτη.

Το 1976 μου τηλεφωνεί ο Χατζιδάκις. «Πάρε ένα λαούτο και φύγε για Χάγη στη Γιουροβίζιον. Μέχρι το πρωί θέλω να μου 'χεις ένα τραγούδι για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο». Αυτό έγινε στις 10 το βράδυ κι ήθελε το κομμάτι μέχρι τις 10 το άλλο πρωί. Όλη νύχτα απ' το τηλέφωνο με τον Μιχάλη Φωτιάδη στη Θεσσαλονίκη γράψαμε τους στίχους στο «Παναγιά μου - Παναγιά μου».

  • Από τεσσάρων ετών κέρδιζα το ψωμί μου ως τραγουδίστρια. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι χειρότερο πράγμα στη ζωή του ανθρώπου δεν υπάρχει από τον πόλεμο! Εμείς ήμασταν παιδιά πολέμου, δαχτυλοδεικτούμενα, σαν τα σημερινά παιδιά των φαναριών. Υπήρχε μια αρρώστια στα μάτια τότε που λεγόταν τράχωμα. Χιλιάδες άνθρωποι τυφλώθηκαν. Μαζεύονταν σ' ένα ίδρυμα, τους γινόταν θεραπεία και άλλοι γλίτωναν το φως τους, άλλοι όχι. Λόγω της πορσελάνης της Σαντορίνης το μικρόβιο διαδόθηκε κι εκεί και πολλά παιδιά τυφλώθηκαν. Μπήκαμε κι εμείς στο ίδρυμα για μια φοβερή θεραπεία, που εύχομαι να μην ξαναπεράσει άνθρωπος. Σκύβαμε κάτω, μας γυρνούσαν τα βλέφαρα και με μια γαλαζόπετρα μας έσπαγαν τις φουσκίτσες που φύτρωναν καθημερινά από μέσα τους. Σαν κουκουβάγιες ήμασταν όλη μέρα! Εκεί, λοιπόν, σαν ανταπόδοση στις δωρεές που μας γίνονταν, με ανέβαζαν οι νοσοκόμες σε ένα τραπέζι και τραγουδούσα Τσιτσάνη! Πού τον είχα μάθει, όμως; Απ' έξω υπήρχε καταυλισμός Μικρασιατών –άφηναν τις σούστες τους με τα λαχανικά, κοιμόντουσαν όλοι μαζί– κι εγώ οργάνωσα παρέα, σκάψαμε λαγούμι, βγαίναμε από το ίδρυμα και περνούσαμε χρόνο μαζί τους. Από τα γραμμόφωνά τους πρωτάκουσα Τσιτσάνη! Οι Μικρασιάτες γέμιζαν ένα μακρύ μακό φανελάκι που φορούσα με σαλάτες, κεφτέδες, γλυκά και για μια βδομάδα με κυνηγούσαν οι σφήκες! Τα ρούχα που μας έδιναν στο ίδρυμα ήταν της UNRA, της αμερικανικής βοήθειας, είχαν φάρμακο απάνω και ξυνόμασταν όλη μέρα. Γι' αυτό τον νου σας, κανένα παιδί να μην μπαίνει σε ίδρυμα, γιατί και σήμερα θα βρεθεί κάποια UNRA...
  • Για να γίνεις τραγουδίστρια τότε, έπρεπε να περάσεις από τους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου. Με είχαν κόψει εφτά φορές, όμως εγώ ήμουν αποφασισμένη! Σκέφτηκα «ποιος μπορεί να τους ελέγξει; Μόνο η Λυρική». Πήγα κι έδωσα στη Λυρική κι επειδή έπρεπε να πω ένα τραγούδι με μεγάλη έκταση, τους τραγούδησα «Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη» (γέλια) – το πέρασα για κλασικό, 22 ετών ήμουν. Την επόμενη είδα πρώτο-πρώτο το όνομά μου στους επιτυχόντες. Μου πρόσφεραν υποτροφία να συνεχίσω στη Λυρική, αλλά εκεί είπα «Δεν γεννήθηκε ακόμη αυτός που θα με βάλει σε καλούπι»! Με μια φίλη πιανίστρια ξεκίνησα σε μπουάτ της Πλάκας, με άκουσε ο Καμενίδης, ο συνθέτης, και ηχογραφήσαμε δύο τραγούδια, με τα οποία μπόρεσα να μπω στο ραδιόφωνο. Εκεί, το '66, με άκουσε και ο Μίκης και μου είπε «Έρχεσαι μαζί μου από Σεπτέμβρη;». Πάω, γράφει κι έναν κύκλο τραγουδιών για τη φωνή μου –«Η ηλικία της γειτονιάς μου» λεγόταν, σε ποίηση του Πατρινού ποιητή Παπανικολάου– και τραγούδησα μαζί με τη Φαραντούρη, στο ξεκίνημά της κι αυτή. «Τι θες να τραγουδήσεις;» με είχε ρωτήσει ο Μίκης. «Χατζιδάκι» του απάντησα, «ναι, ό,τι θες» μου είπε! Δυστυχώς, η βραδιά του πραξικοπήματος μας βρήκε πάνω στη σκηνή κι έτσι οι παρτιτούρες της «Ηλικίας της γειτονιάς μου» χάθηκαν και δεν ηχογραφήθηκε ποτέ το έργο. Σήμερα θυμάμαι μερικά μόνο από τα τραγούδια αυτά.
  • Φεύγω στην Αγγλία, φτιάχνουμε κοινότητα με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Στέφανο Ληναίο, ενώ με τον Μάνο Λοΐζο και τη Μάρω, τη γυναίκα του, συγκατοικούσαμε. Είχαμε τρομερό πρόβλημα επιβίωσης. Εγώ βρήκα εκεί μια τρύπα και τραγουδούσα, ένα καφέ-ρεστοράν ήταν, όπου έκλεβα τα μέλια και τα βούτυρα απ' τα μπρέκφαστ των Άγγλων και τουλάχιστον εξασφαλίζαμε ένα γεύμα. Εντάχθηκα πολύ ομαλά στο κίνημα των χίπηδων, μου ταίριαζε ο άναρχος τρόπος ζωής τους – ξυπόλυτοι αυτοί όλη μέρα, ξυπόλυτη κι εγώ από παιδάκι. Στο Χάιντ Παρκ με ήξεραν όλοι. Ανέβαινα σε αυτοσχέδιες σκηνές και τζαμάριζα με μουσικούς. Έφυγα με Τσιτσάνη και γύρισα με Joplin στην Ελλάδα! Εκεί υιοθέτησα και το λουκ μου, άφησα πολύ μακριά τα μαλλιά μου και φόρεσα πολύχρωμα ινδοπρεπή και λαογραφικά ρούχα. Σημειωτέον, στην Αθήνα κυκλοφορούσα ξυπόλυτη, είχα μάθει και μου ήταν πολύ εύκολο. Δεν το έκανα σαν μόδα, έτσι είχα μάθει από το ίδρυμα και από το Λονδίνο. Μια μέρα πάτησα μια αναμμένη γόπα. Αναγκάστηκα έτσι να φορέσω σανδάλια (γέλια). Το περίεργο είναι πως έχω κρατήσει όλα μου τα ρούχα από εκείνα τα χρόνια. Μόνο η Φλέρυ Νταντωνάκη είχε το δικαίωμα να ανοίγει την ντουλάπα μου και να φεύγει με όποιο φόρεμα της άρεσε!
  • Ήμουν η πρώτη τραγουδίστρια της Δύσης που τραγούδησε στο Πεκίνο. Με ειδοποίησαν να πάω κατευθείαν από περιοδεία στην Αυστραλία το 1980 στο Πεκίνο, στο πλαίσιο μιας πολιτιστικής ανταλλαγής – η όπερα του Πεκίνου είχε έρθει τότε στο Ηρώδειο. Πάω, βγαίνουμε σε ένα ξύλινο θέατρο και μου λέει ο πρόξενος «μη στενοχωρηθείς αν δεν σε χειροκροτήσουν, εδώ δεν το συνηθίζουν». Γεμάτο το θέατρο από φαντάρους κι εγώ αμέσως σκέφτομαι ότι τα πεντατονικά της Ηπείρου θα τους κάνουν κάτι κοινό. Ζητάω επιπλέον κρουστά κι αρχίζω με το «Μωρή κοντούλα λεμονιά». Οι φαντάροι αρχίζουν να χτυπάνε ρυθμικά τα πόδια τους, μέσα σε λίγη ώρα νόμιζες ότι θα πέσει το θέατρο. Την επομένη ήρθε στην παράσταση σύσσωμη η τότε κινέζικη κομμουνιστική κυβέρνηση. Για μια εβδομάδα έμεινα στην Κίνα και δώσαμε παραστάσεις με χιλιάδες κόσμο! Η πλάκα είναι πως όταν ξαναπήγα στην Κίνα το 2009 με πλησίασε ένας γεράκος με μια φωτογραφική μηχανή και στήθηκα για να τον ευχαριστήσω. Μου είπε στα αγγλικά «Τι κάνει η μητέρα σας, η Μαρίζα Κωχ;» (γέλια). Ήταν απ αυτούς που με είχαν δει το '80 στην Κίνα πρώτη φορά! Ταξίδεψα πολύ στη ζωή μου, από Ινδία και Καναδά μέχρι Χονγκ Κονγκ και Αυστραλία, έζησα μέσα σε μια απίστευτη ταχύτητα.
Μαρίζα Κωχ Facebook Twitter
Φωτό: Στάθης Μαμαλάκης / LIFO
  • Το 1976 μου τηλεφωνεί ο Χατζιδάκις. «Πάρε ένα λαούτο και φύγε για Χάγη στη Γιουροβίζιον. Μέχρι το πρωί θέλω να μου 'χεις ένα τραγούδι για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο». Αυτό έγινε στις 10 το βράδυ κι ήθελε το κομμάτι μέχρι τις 10 το άλλο πρωί. Όλη νύχτα απ' το τηλέφωνο με τον Μιχάλη Φωτιάδη στη Θεσσαλονίκη γράψαμε τους στίχους στο «Παναγιά μου - Παναγιά μου». Βγήκε μοιρολόι, όπως το ήθελε ο Χατζιδάκις, ενορχηστρωμένο από τον Μάικ Ροζάκη. Στη Χάγη ξεκίνησαν πορείες διαμαρτυρίας από τους Τούρκους σε όλες τις γειτονικές χώρες της Ευρώπης κατά της ελληνικής συμμετοχής. Όταν παίχτηκε το κομμάτι μας, η τουρκική τηλεόραση έριξε χορό της κοιλιάς. Προηγουμένως με έπιασαν οι διοργανωτές και μου είπαν να μη βγω γιατί σύμφωνα με πληροφορίες υπήρχε ελεύθερος σκοπευτής μέσα στην αίθουσα και κινδύνευε η ζωή μου. Βγήκα με υπογραφή, δηλαδή ότι τραγουδώ με δική μου ευθύνη. Δεν γινόταν να κάνω πίσω, το μήνυμα έπρεπε να το πάρει ολόκληρη η Ευρώπη. Θυμάμαι ότι η Αγγλία μας έδωσε μηδέν, ενώ η Γαλλία δεκάρι, εν ολίγοις οι χώρες πήραν ξεκάθαρη πολιτική θέση.
  • Μελοποίησα τον Καββαδία στη Μάνη. Μια μπόρα μας ανάγκασε να σταματήσουμε νύχτα στην Καρδαμύλη. Τότε ξέσπασε η πιο τρομερή καταιγίδα που είδα στη ζωή μου. Η θάλασσα ενώθηκε με τα βουνά, παρέσυρε τα πάντα και διέλυσε το λιμανάκι. Βγήκα στο παράθυρο κοιτώντας την καταστροφή κι εκεί, θυμούμενη τα ποιήματα του Καββαδία από τους ναύτες στη Σαντορίνη, μελοποίησα τη «Φάτα Μοργκάνα». Όταν την επομένη ήρθαν να μας ψάξουν οι κάτοικοι αν έχουμε γλιτώσει από το μένος της φύσης, εγώ είχα έτοιμο τον κύκλο Καββαδία. Μείναμε εκεί, τους τραγούδησα και αποφάσισα ότι αυτός είναι ο τόπος της ζωής μου. Κατάφερα να αγοράσω ένα κομμάτι γης σε εποχές που δεν πουλούσαν με τίποτα τη γη τους οι άνθρωποι. Με έκαναν και επίτιμο δημότη και ακόμα πηγαινοέρχομαι Αθήνα - Καρδαμύλη.
  • Ασχολούμαι ακόμα με την παιδική ψυχαγωγία, διατηρώ το Εργαστήριο Βιωματικής Μουσικής Αγωγής και δίνω πολλές συναυλίες. Με τον Filtig, έναν νέο αβανγκάρντ συνθέτη, κάναμε πρόσφατα έναν δίσκο ηλεκτρονικής μουσικής στο Βερολίνο. Στη μουσική πρέπει να τολμάς και να μην επαναπαύεσαι. Όταν όμως για να ζήσεις πλέον πρέπει να πουλήσεις κεραμίδι, σκέφτηκα «ποια άλλη τέχνη ξέρω να κάνω;». Από το 1971 δεν υπάρχει χρονιά που να μην έφτιαχνα πετιμέζι. Σήμερα, λοιπόν, το έχω προχωρήσει σε ένα είδος λικέρ που του έδωσα το όνομα «Φάτα Μοργκάνα». Δική μου πατέντα, με κρασιά Σαντορίνης και βότανα του Ταΰγετου. Γέμισα 200 μπουκάλια και το μοίρασα σε 200 φίλους. Καλά που δεν ενεπλάκη η εφορία γιατί θα μου έκοβε τον κώλο! Σύντομα όμως θα φτιάξω δική μου οικοτεχνία και θα προωθήσω το λικέρ μου σε μαγαζιά με οικολογικά προϊόντα, το δικό μου «Ηδύποτο ρουμπινί» που λέει και η αγαπημένη μου η Λένα Πλάτωνος. Έχω και το τραγούδι, κάνω και τις τρέλες μου, μια χαρά. Υγεία να 'χουμε πάνω απ' όλα!
Οι Αθηναίοι
15

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Οι Αθηναίοι / Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Μοναδική περίπτωση για το ελληνικό σινεμά, η ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθέτις που τιμάται στο 13ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Ταινιοθήκης αφηγείται τη ζωή και την πορεία της στη LiFO.
M. HULOT
«Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Oι Αθηναίοι / «Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Η αρχιτέκτονας και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, ειλικρίνεια και κλίμακα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Δημοσιογράφος, στιχουργός. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ’ όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Οι Αθηναίοι / Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Η συνιδρύτρια και διευθύντρια της Black Light και συνδημιουργός της σειράς podcast της LiFO «Ζούμε ρε» δραστηριοποιείται ώστε οι ΑμεΑ να διαθέτουν ίσες ευκαιρίες και απεριόριστη πρόσβαση, δίχως στιγματισμούς και διακρίσεις. Και είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Lorenzo

Οι Αθηναίοι / Lorenzo: «Η techno σκηνή έχει γίνει χρηματιστήριο»

Γνώρισε την techno στη Φρανκφούρτη των αρχών των ‘90s. Ερχόμενος στην Αθήνα, όσο έβλεπε ότι ο κόσμος σοκαριζόταν με τις εμφανίσεις του, τόσο περισσότερο του άρεσε να προκαλεί. Ο θρυλικός χορευτής του Factory και ιδρυτής της ομάδας Blend είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ελισάβετ Κοτζιά

Οι Αθηναίοι / «Τα πρώτα χρόνια λέγανε ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου»

Η Αθηναία της εβδομάδας Ελισάβετ Κοτζιά γεννήθηκε μέσα στα βιβλία· κάποια στιγμή, τα έβαλε στην άκρη, για να ξανασυναντήσει τη λογοτεχνία μέσα από μια αναπάντεχη εμπειρία. Άφησε το οικονομικό ρεπορτάζ για την κριτική βιβλίου. Τη ρωτήσαμε γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό, και δεν πιστεύει πως για το ζήτημα αυτό υπάρχουν απλές απαντήσεις.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της, η κορυφαία θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, που πέθανε σαν σήμερα, μίλησε με πρωτοφανή ειλικρίνεια και απλότητα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κατιάνα Μπαλανίκα

Οι Αθηναίοι / Κατιάνα Μπαλανίκα: «Μέσα μου είμαι κουτάβι, γι’ αυτό και με πάταγαν όλοι»

Η ηθοποιός που αγαπήθηκε για τους κωμικούς της ρόλους έκανε μόνο δράμα στη σχολή. Θα ήθελε να ξαναπαίξει στην τηλεόραση αλλά βλέπει πως δεν θυμούνται τη γενιά της πια. Είναι ευγνώμων για τη ζωή της και την αφηγείται στη LiFO - γιατί είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μάριο Μπανούσι

Οι Αθηναίοι / Μάριο Μπανούσι: «Αν δεν εκτεθείς στη ζωή, δεν έχει νόημα»

Ο νεαρός σκηνοθέτης, που έχει ήδη μετρήσει διαδοχικά sold out, άρχισε να βλέπει θέατρο όταν μπήκε στη δραματική σχολή. Του αρέσει η ανθρώπινη αμηχανία, η σιωπή και η ησυχία τον γοήτευαν πάντα. Αν και δεν τα πάει καλά με τα λόγια, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
M. HULOT

σχόλια

12 σχόλια
Είχα την τύχη να την ακούσω από κοντά όταν στην 6η δημοτικού το σχολείο μας πήγε σε μια παιδική μουσική παράσταση που έκανε η Μαρίζα Κωχ με τις περιπέτειες του Ιάσωνα... κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 90. Φυσικά τότε δεν είχα την συναίσθηση του ποια γυναίκα μας τραγούδαγε αλλά με είχε μαγέψει και φυσικά από τότε δεν παραλείπω να την ακούω μιας και την έμαθα για τα καλά.
Και για να μην μείνουμε με τη λάθος αίσθηση μιας αδικης κριτικής, αναγνωρίζω τη ζωντάνια και την αμεσότητα του λόγου του Αντώνη Μποσκοϊτη, χαίρομαι να διαβάζω τον ρέοντα λόγο του που αναδεικνύει τη σχέση και το σεβασμό του στα πρόσωπα με τα οποία ασχολείται στη στήλη του και τον ευχαριστώ που μας έκανε κοινωνούς αυτής της συναρπαστικής ιστορίας
πριν χρονια. μπαινω σε δισκοπωλειο της μοδος και αγοραζω γουάιτ στράιπς και μαριζα κωχ. ο πωλητης, οχι και πιτσιρικας, μου λεει "να ακουσουμε λιγο από αυτην?" βαζουμε, ακουει παθαινει πλακα!ρισπεκτ. πολλα απογευματα και πρωινα μας εχει συντροφεψει.και τι ιστορια ε?!!!!
Nα είστε πάντα καλά κα Κωχ.<<Πούθ΄ερχεσαι;Απ τη ΒαβυλώναΠου πάς;Στο Μάτι του κυκλώνα.Ποιάν αγαπάς;Κάποια τσιγγάνα.Πως τη λένε;Φάτα Μοργκάνα.>>Αλλά και το Πούσι το έχετε πει υπέροχα!<<Φύγε! εσέ σου πρέπει στέρεα γη.Ηρθες να με δεις κι όμως δεν μ είδες.Εχω απ τα μεσάνυχτα πνιγεί,Χίλια χίλια μίλιαπέρα απ τις Εβρίδες.>>