Μόλις τρία χρόνια μετά την πρώτη του επαφή με τον σημαντικό αυτό ρόλο του κλασικού ρεπερτορίου, ο Αιμίλιος Χειλάκης καταπιάνεται για δεύτερη φορά με τον Άμλετ, σε μια δική του διασκευή σε συνεργασία με τον θεατρολόγο Μανώλη Δούνια, με τον οποίο συνυπογράφουν τη σκηνοθεσία, και με μία ολότελα νέα προσέγγιση. Ο γνωστός και δημοφιλής από την τηλεόραση πρωταγωνιστής δεν είναι ο Άμλετ, και για να είμαι ακριβής δεν είναι μόνο ο Άμλετ, αλλά παίζει όλους τους βασικούς ρόλους του σαιξπηρικού δράματος, ενός από τα κορυφαία του παγκόσμιου δραματολογίου, και, όπως με διαβεβαιώνει κι ο ίδιος, «μαζί με τον Οιδίποδα Τύραννο αποτελούν τους δύο πιο διάσημους τίτλους παγκοσμίως». Πρόκειται για ρόλο που έπαιξε σε περιοδεία το καλοκαίρι του 2012 με «συμπαίκτη» του τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη σε σκηνοθεσία του Τσέζαρες Γκραουζίνις. «Δεν είναι η απόσταση του ενός μεγάλου ρόλου από τον άλλο πολύ κοντινή;» ρωτάω τον ηθοποιό που έτσι κι αλλιώς, χάρη στη δημοτικότητά του, κάνει αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «δύσκολες επιλογές». Απαντάει: «Προέκυψε. Γιατί τα μεγάλα πράγματα έρχονται και σε βρίσκουν. Και αν θέλεις να ασχοληθείς με το ποιητικό θέατρο, οφείλεις να είσαι ασκημένος, να είσαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή». Η παράσταση, βέβαια, που τώρα παρουσιάζει στο υπέροχο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, είναι κάπως ιδιαίτερη και ίσως λίγο εξεζητημένη για το πλατύ κοινό που δεν έχει συνηθίσει να βλέπει έναν άνθρωπο να παίζει όλους τους ρόλους ενός πολυπληθούς και βαρυσήμαντου έργου όπως είναι ο Άμλετ. Σχολιάζει περί αυτού: «Στα πρώτα δέκα λεπτά το κοινό έχει ξεχάσει ότι βλέπει έναν ηθοποιό και παρακολουθεί την ιστορία. Ο στόχος μας δεν είναι το one man show αλλά το one man story. Το γεγονός ότι διαλέξαμε να ερμηνευτεί από έναν ηθοποιό δεν σημαίνει ότι ξεχάσαμε την ιστορία. Αντιθέτως, το κάναμε για να εντείνουμε τη μοναξιά και τη σύνθλιψη των ρόλων από την εξουσία».
Ο Άμλετ, το σύμβολο της αμφισβήτησης και της εξέγερσης, αν και πριγκιπόπουλο, αντιμέτωπος με τους μηχανισμούς της εξουσίας συνθλίβεται και η παράσταση στον Πειραιά δίνει έμφαση ακριβώς σε αυτό. Σαν ένας μακρινός συγγενής του Ορέστη, επιλέγει να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του. Συνεχίζει ο πρωταγωνιστής της παράστασης:« Ο Άμλετ είναι ο άνθρωπος που ξέρει από την αρχή ότι δεν έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει όλα αυτά τα μεγάλα πράγματα. Προκαλεί και οικτίρει τον εαυτό του, που δεν μπορεί να το κάνει. Ποιος είναι ο πιο διάσημος στίχος του έργου; "Να ζεις, να μη ζεις», που αναρωτιέται ο Άμλετ. Μια υπαρξιακή ερώτηση που έχει να κάνει με τα όρια του θανάτου και της ζωής. Όταν το ανεβάσαμε πρώτη φορά το 2011 η χώρα βρισκόταν σε μία λίγο καλύτερη κατάσταση απ' ό,τι σήμερα. Το 2014 θέτουμε το ερώτημα εκ νέου, με την έννοια "να ζεις άπραγος ή να πεθάνεις πράττοντας;". Ο Άμλετ είναι η τραγωδία της μη-πράξης. Οπότε, το υπαρξιακό ερώτημα το μετατρέψαμε στο "πώς θα ζήσεις". Και επειδή ακριβώς δεν παίζω έναν ρόλο, όλοι οι χαρακτήρες, ακόμα και εκείνοι που αντιπαλεύουν τον Άμλετ, έχουν ερωτήματα συγγενή με αυτά που θέτει εκείνος». «Επομένως, η αιώνια αγωνία του ανθρώπου γίνεται μία πολιτική θέση: να αντιδράς ή να μην αντιδράς απέναντι στο θέσφατο της εξουσίας» σχολιάζω για να πάρω μία εννοιολογικής φύσεως απάντηση: «Πολιτική είναι η υπηρεσία του κράτους απέναντι στον πολίτη. Η θέση του καλλιτέχνη είναι πολιτειακή. Έχει να κάνει με τη σχέση μας με το σύνολο της κοινωνίας. Η πολιτειακή θέση του ηθοποιού ορίζεται από τις πράξεις του και τη δράση του. Και δεν εννοώ ένα θέατρο διδακτικό σαν του Μπρεχτ που δίνει απαντήσεις αλλά ένα θέατρο που γεννάει ακόμα μεγαλύτερα ερωτήματα. Ως καλλιτέχνες οι οποίοι αντιλαμβανόμαστε και μεταφέρουμε στο κοινό αυτά τα τεράστια κείμενα, έχουμε την πολιτειακή θέση να πολλαπλασιάζουμε τη γνώση γιατί αυτή είναι και η αποστολή της τέχνης: να μεταδώσει και να πολλαπλασιάσει τη γνώση – ούτως ή άλλως στο συλλογικό μας υποσυνείδητο είμαστε παιδιά της σκέψης δισεκατομμυρίων που έχουν περάσει πριν από εμάς από τη Γη. Εμείς πρέπει να διατηρήσουμε τον μύθο και τους τρόπους».
Στην παράσταση Μόνος με τον Άμλετ, όπου ένας ηθοποιός αναμετριέται μόνος επί σκηνής με μία ολόκληρη τραγωδία, χρησιμοποιούνται όλα τα κόλπα της θεατρικής μυσταγωγίας, ώστε οι θεατές μέσα στο σύντομο διάστημα των 75 λεπτών να αποκωδικοποιούν τα όρια και τους κώδικες κάθε ρόλου. Σκηνικό, φώτα, αντικείμενα, μια κούνια, ένας θρόνος, τα διαφορετικά προφίλ του ηθοποιού, μισό με ξυρισμένο κεφάλι, μισό με μακριά μαλλιά, όλα στην υπηρεσία της σύμβασης του λόγου και του συναισθήματος, ώστε να μπορέσει και ο πλέον απαίδευτος θεατής να παρακολουθήσει την τραγική ιστορία του πρίγκιπα της Δανιμαρκίας. Ένα έργο τόσο δημοφιλές, που παίζεται ακατάπαυστα διεθνώς, ενώ έχει μεταφερθεί ουκ ολίγες φορές και στον κινηματογράφο. Τι έρχεται να προσθέσει η διασκευή αυτή; «Τολμήσαμε αυτήν τη διασκευή επάνω στην ποιητική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Έτσι, είναι σαν να έχεις ήδη δύο ποιήματα, ένα του Σαίξπηρ και ένα του Χειμωνά. Είμαστε της άποψης ότι το κείμενο είναι που χρησιμοποιεί τον υποκριτή και όχι το αντίστροφο. Αυτό μας όρισε κάποιες μεταθέσεις μονολόγων και τι θα κοβόταν. Άλλωστε, τι θα πει "διασκευή"; Όπως λέει και η λέξη, έχει να κάνει με το σκεύος, με το τι χρησιμοποιείς για να κάνεις τη μαγειρική σου. Εμείς πήραμε ένα υπέροχο σκεύος και το φέραμε στα δικά μας, σχεδόν υβριστικά, μικρά μέτρα για να μπορέσει να χωρέσει στην παράστασή μας. Παραμερίσαμε τα πολλά κωμικά στοιχεία και απλώς επικεντρωθήκαμε στην εκδίκηση». Αναλογίζομαι ότι η εκδίκηση, και μάλιστα ως αντίδραση στην αδικία, απαιτεί ηρωισμό, οπότε δεν μπορεί ο Άμλετ να εκπροσωπεί τον κάθε άνθρωπο. Απαντάει: «Ο Άμλετ δεν μπορεί να είναι ο κάθε άνθρωπος. Το εξηγεί πολύ ωραία ο Χειμωνάς στην εισαγωγή του». Ανοίγει την περίφημη έκδοση του 1988 και μου διαβάζει: «Τα όντα αυτά... είναι περιπλανώμενα και ιπτάμενα που το δράμα τα έλκει. Το δράμα είναι ο αποκλειστικός τoυς τρόπος να ενσωματωθούν στον κόσμο των ανθρώπων. Τα όντα αυτά είναι πράγματι καταστροφικά, επειδή είναι προπάντων αυτοκαταστροφικά – μια και, έτσι κι αλλιώς, δεν αντέχουν στο καθεστώς των ανθρώπινων πραγμάτων».
Η παράσταση, πριν έρθει στον Πειραιά, παρουσιάστηκε στην Πάτρα. Αναρωτιέμαι τι «περνάει» σε ένα λιγότερο εξοικειωμένο κοινό, που μέρος του ακολουθεί τον Αιμίλιο Χελάκη για εντελώς άλλους λόγους από τον να τον δουν στον Άμλετ. Απαντάει: «Η ιστορία του είναι πολύ απλή. Τώρα, το να παρακολουθήσεις τον δαίδαλο της σκέψης του Σαίξπηρ ίσως θέλει να είσαι εκπαιδευμένος θεατής. Αλλά θα σου πω αυτό που είχαμε σκεφτεί όταν αποφασίζαμε τον Οιδίποδα: αν δεν θέλεις να κάνεις μια εικονογράφηση ενός κλασικού έργου, τότε χρειάζεται σύμπνοια, ελευθερία, δοκιμές, κοντολογίς να είσαι παρών. Στην περίπτωση της παράστασής μας, οι εικόνες που συμπληρώνουν τον ποιητικό λόγο δίνουν μια ανάταση στο κοινό και νομίζω ότι αυτό οδηγεί σε μια ειλικρινή συγκίνηση».
σχόλια