Τον χειμώνα του 406/5 π.Χ., «επί Καλλίου άρχοντος», η Αθήνα περνούσε από τις πιο δύσκολες ώρες της ιστορίας της, καταπονημένη από τον μακροχρόνιο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Οι Σπαρτιάτες πολιορκούσαν την πόλη από τη θάλασσα αλλά και τη στεριά, έχοντας καταλάβει το φρούριο της Δεκέλειας και αποκλείοντας την τροφοδοσία από την ύπαιθρο. Το τέλος του πολέμου και η βαριά, ταπεινωτική ήττα της Αθήνας ήταν κοντά. Τότε ακριβώς, μέσα σ' αυτή την ιστορική δίνη, πεθαίνει σε βαθιά γεράματα ένας από τους ανθρώπους που συμβόλιζαν και συμβολίζουν το μεγαλείο της κλασικής Αθήνας: ο Σοφοκλής.
Μαζί του έκλεινε μια ολόκληρη εποχή. Είχε γεννηθεί το 497/6 π.Χ. και ως τα 91 του είχε πρακτικά ζήσει όλα τα μεγάλα ιστορικά, πολιτιστικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής του. Υπήρξε Αθηναίος από καταγωγή –γιος του Σοφίλου από τον Ίππιο Κολωνό– αλλά και από επιλογή: λέγεται ότι παρόλο που είχε τιμητικές προσκλήσεις από ξένους βασιλείς, δεν έφευγε από την πόλη του.
Ο Σοφοκλής ήταν 7 χρονών παιδί στη νίκη του Μαραθώνα επί των Περσών και έφηβος πια στη δεύτερη δραματική εισβολή του περσικού στρατού στην Αττική. Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι έστηναν το τρόπαιο, εκείνος ήταν εκεί: ένα παλικαράκι γυμνό, κρατώντας μόνο τη λύρα του, διηύθυνε τους επινίκιους παιάνες. Όπως αποδεικνύει το έργο του, οι εμπειρίες των Περσικών Πολέμων άφησαν στη ζωή και τη σκέψη του ανεξίτηλα σημάδια.
Στην πρώτη σαρκοφάγο, τη θεωρούμενη του Σοφοκλή, ο Münter βρήκε επίσης κατάλοιπα ξύλου που διαλύθηκαν αμέσως κι εκείνος τα απέδωσε στην «καμπύλη βακτηρία», ένα ξύλινο ραβδί που αναφέρεται ως επινόηση του Σοφοκλή.
Είναι βέβαια πολύ γνωστό πόσο διέπρεψε ως δραματουργός. Ο Πλούταρχος (Κίμων 8.7) αναφέρει ότι την πρώτη του νίκη στους δραματικούς αγώνες την πέτυχε το 468 π.Χ. απέναντι στον κατά 30 χρόνια μεγαλύτερό του Αισχύλο (ο οποίος σύντομα, μάλλον εξαιτίας αυτής της ήττας, έφυγε για τη Σικελία), ότι συνέγραψε πάνω από 120 δράματα, ότι νίκησε πάνω από 20 φορές στους αγώνες και δεν πήρε ποτέ την τρίτη θέση.
Σε αντίθεση με τον Ευριπίδη, που ήταν περισσότερο μοναχικός, ο Σοφοκλής φαίνεται ότι ήταν κοινωνικός και ιδιαιτέρως αγαπητός στους συμπολίτες του. Δεν επέλεξε να ζήσει στο περιθώριο ως άνθρωπος των γραμμάτων αλλά έπαιξε ρόλο σημαντικό και στη σύγχρονή του πολιτική και κοινωνική ζωή: το 443/2 π.Χ. διετέλεσε Ελληνοταμίας (ένας από τους δέκα που ήταν υπεύθυνοι για το Ταμείο της Αθηναϊκής Συμμαχίας) και στρατηγός μαζί με τον Περικλή το 441 π.Χ. στην επίθεση κατά της Σάμου. Ήταν επίσης εξαιρετικά ευσεβής και από τους πρώτους Αθηναίους που υιοθέτησαν τη λατρεία του Ασκληπιού όταν εισήχθη στην Αττική.
Ο Σοφοκλής είχε αποκτήσει δύο γιους, τον Ιοφώντα από τη σύζυγό του Νικοστράτη και τον Αρίστωνα από την ερωμένη του Θεωρίδα, που και οι δύο ασχολήθηκαν με τη δραματουργία. Ο Αθήναιος (Δειπνοσοφισταί 13603Ε) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «φιλομεῖραξ δὲ ἦν ὁ Σοφοκλῆς, ὡς Εὐριπίδης φιλογύνης», ενώ και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται στον θαυμασμό που έδειχνε ο ποιητής προς τα νέα αγόρια. Ο Πλούταρχος (Περικλής 8.8) μαρτυρεί την περίσταση που ταξίδευαν μαζί με τον Περικλή εν πλω προς τη Σάμο και ο Σοφοκλής επαίνεσε ένα νεαρό αγόρι, οπότε ο Περικλής του είπε ότι ένας στρατηγός δεν πρέπει να έχει μόνο καθαρά χέρια αλλά και μάτια.
Προς το τέλος της ζωής του, οι βιογράφοι του μαρτυρούν ένα δυσάρεστο επεισόδιο: ο Ιοφώντας κατηγόρησε τον πατέρα του ότι είχε γεροντική άνοια και στο δικαστήριο των φρατόρων που ακολούθησε ο Σοφοκλής φέρεται ότι είπε «εἰ μέν εἰμί Σοφοκλῆς, οὐ παραφρονῶ· εἰ δὲ παραφρονῶ, οὐκ εἰμί Σοφοκλῆς» και απήγγειλε στίχους από την τελευταία τραγωδία που έγραφε, τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, προκαλώντας την επευφημία και τη θετική για κείνον ετυμηγορία των δικαστών.
Για τον τρόπο του θανάτου του, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τον θάνατο των διάσημων προσώπων, κυκλοφορούν αρκετές ιστορίες: ότι πέθανε κατά τα Ανθεστήρια στραβοκαταπίνοντας μια ρώγα από άγουρο σταφύλι που του είχε στείλει ένας ηθοποιός του, ότι κουράστηκε απαγγέλλοντας απνευστί ολόκληρη την Αντιγόνη και «σὺν τῇ φωνῇ καὶ τὴν ψυχὴν ἀφεῖναι» ή ότι πέθανε μετά την τελευταία του νίκη σε δραματικούς αγώνες «χαρᾷ νικηθεὶς».
Όπως κι αν συνέβη –ίσως όχι με τόσο μυθιστορηματικό τρόπο–, οι οικείοι του βρέθηκαν τον χειμώνα του 406/5 π.Χ. με την υποχρέωση να θάψουν τον σπουδαίο Αθηναίο στον οικογενειακό του τάφο. Όμως η Αθήνα ήταν πολιορκημένη και την περιοχή που βρισκόταν ο πατρώος τάφος του ποιητή την κατείχαν οι Σπαρτιάτες.
Λέγεται, λοιπόν, ότι ο ίδιος ο Διόνυσος εμφανίστηκε στον ύπνο του Σπαρτιάτη στρατηγού Λύσανδρου και του έδωσε εντολή να επιτρέψει την ταφή του Σοφοκλή. Κι όταν εκείνος ολιγώρησε, πάλι εμφανίστηκε ο θεός με το ίδιο μήνυμα κι έτσι τελικά πείστηκε ο στρατηγός να δώσει την άδεια. Φαίνεται μάλλον πειστικότερο ο Λύσανδρος να έδωσε την κατ' εξαίρεση άδεια της ταφής του Σοφοκλή στον οικογενειακό του τάφο από σεβασμό στο έργο του, αλλά η έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου θα έσβησε την ανάμνηση της θετικής πράξης. Στον τάφο του Σοφοκλή έστησαν μια χάλκινη σειρήνα ή χελιδόνα κι ένα επίγραμμα:
κρύπτω τῷδε τάφῳ Σοφοκλῆ πρωτεῖα λαβόντα
τῇ τραγικῇ τέχνῃ, σχῆμα τὸ σεμνότατον.
Πολλές εκατονταετίες αργότερα, το 1888, χειμώνα πάλι, ένας μοναχικός Δανός δασολόγος, ο L. Münter, διευθυντής του βασιλικού κτήματος του Τατοΐου επί Γεωργίου Α', αποφασίζει να ερευνήσει την περιοχή της Δεκέλειας αναζητώντας τον τάφο του Σοφοκλή.
Δεν γνωρίζουμε για τον Münter πολύ περισσότερα απ' όσα αναφέρει γι' αυτόν χρόνια αργότερα η Θεοφανώ Αρβανιτοπούλου, αρχαιολόγος και δασκάλα των τότε πριγκιπισσών Ειρήνης και Σοφίας, η οποία γράφει χαρακτηριστικά: «Ήτο δασολόγος μηχανικός, αλλ' ενθουσιώδης θαυμαστής της αρχαιότητος και εφλέγετο υπό της επιθυμίας της μαθήσεως και της αποκαλύψεως και της συγκεντρώσεως των μνημείων της ιστορίας του τόπου, εις τον οποίον έζη και ειργάζετο». Στον Münter οφείλεται πράγματι η περισυλλογή και διάσωση πολλών αρχαιοτήτων της Δεκέλειας, όπως το σημαντικό πολύστιχο ψήφισμα της φρατρίας των Δημοτιωνιδών.
Ο Münter προσπάθησε να συνδυάσει όλες τις πληροφορίες των αρχαίων πηγών για τον τάφο του Σοφοκλή, και κυρίως αξιοποίησε αυτήν που ανέφερε ότι η απόσταση του τάφου του Σοφοκλή από το «τείχος» ήταν «επί Δεκέλειαν» έντεκα στάδια.
Οι περισσότεροι πίστευαν ότι το τείχος αυτό ήταν το τείχος του άστεως των Αθηνών και συνεπώς ο τάφος θα ήταν στα έντεκα στάδια από την Αθήνα προς τη Δεκέλεια, δηλαδή στον Κολωνό, όπου είχε άλλωστε γεννηθεί ο ποιητής. Ο Münter όμως υπολόγισε την απόσταση από το τείχος του οχυρού της Δεκέλειας στη θέση «Παλαιόκαστρο» και πράγματι, στη θέση «Μεγάλη Βρύση», κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής (στην περιοχή της σημερινής Βαρυμπόμπης), εντόπισε έναν τύμβο, γνωστό ως «Πετράκη», τον οποίο και ανέσκαψε.
Ο τύμβος έχει διάμετρο 40 μ. και ύψος 13 μ. και σώζεται ακόμη τμήμα του λίθινου περιβόλου σε ύψος 7 δόμων. Μέσα στον τύμβο βρέθηκαν θαμμένες τρεις μαρμάρινες σαρκοφάγοι με δίρριχτα καλύμματα και λιγοστά κτερίσματα. Στη μία εξ αυτών ο Münter βρήκε τα οστά ηλικιωμένου άνδρα, τα οποία αμέσως πίστεψε ότι ανήκαν στον Σοφοκλή. Σε αυτή, όπως και στη δεύτερη σαρκοφάγο, ο Münter βρήκε από μία σιδερένια στλεγγίδα, το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές για να αποξέουν τη σκόνη που κολλούσε επάνω στο λαδωμένο κορμί τους στο γυμναστήριο, ενώ στην τρίτη σαρκοφάγο, στο κέντρο του τύμβου, υπέθεσε ότι είχε ταφεί γυναίκα, διότι μέσα βρέθηκε χάλκινος καθρέφτης.
Η στλεγγίδα στον τάφο του Σοφοκλή δεν θα ήταν άτοπο κτέρισμα, δεδομένου ότι ο ανώνυμος βιογράφος του αναφέρει πως ο ποιητής, ως νέος, είχε διατρίψει στην παλαίστρα. Και στις τρεις ταφές του τύμβου βρέθηκαν μικρά αγγεία: αρυβαλλοειδείς μελαμβαφείς λήκυθοι, σκύφοι και αλάβαστρα.
Στην πρώτη σαρκοφάγο, τη θεωρούμενη του Σοφοκλή, ο Münter βρήκε επίσης κατάλοιπα ξύλου που διαλύθηκαν αμέσως κι εκείνος τα απέδωσε στην «καμπύλη βακτηρία», ένα ξύλινο ραβδί που αναφέρεται ως επινόηση του Σοφοκλή. Μάλιστα, για το εύρημα αυτό παραθέτει στο βιβλίο του Das Grab des Sophokles βεβαίωση των παρισταμένων στην ανασκαφή υπασπιστών του βασιλιά Γεωργίου, που μαρτυρούν ότι το ραβδί είχε σχήμα σταυρού (0,70 μ. μήκος και 4 εκ. διάμετρο) και κονιορτοποιήθηκε όταν ήρθε σε επαφή με τον αέρα.
Ο Münter παραθέτει ένα ακόμη ενδιαφέρον πιστοποιητικό προκειμένου να πείσει ότι ο τάφος ανήκε στον Σοφοκλή και να αξιοποιήσει την πληροφορία της αρχαίας γραμματείας ότι εκεί υπήρχε επίγραμμα και ταφικό σήμα με ένα χάλκινο χελιδόνι ή σειρήνα. Δύο δημότες των Αχαρνών, οι Σπ. Βαρελάς και Αθ. Γκούρλας, μαρτυρούν το 1893 ενώπιον του δημάρχου Αχαρνών Κ.Ι. Βρεττού ότι είχαν δει στην περιοχή του τύμβου μαρμάρινη πέτρα μήκους 2 μ. με ανάγλυφο στεφάνι και επιγραφή καθώς και τετράγωνη οπή – εκεί όπου κατά τον Münter θα είχε στερεωθεί το σήμα. Οι ίδιοι ανέφεραν ότι η πέτρα κομματιάστηκε και κάηκε σε κοντινό ασβεστοκάμινο.
Όπως ήταν λογικό, η ανακάλυψη του Münter τον Ιούνιο του 1888 προκάλεσε αμέσως το ενδιαφέρον του Τύπου, αλλά σύντομα ακολούθησε απογοήτευση και δυσπιστία, κυρίως γιατί στον τύμβο δεν βρέθηκαν το σήμα και η επιγραφή που αναφέρουν οι πηγές. «Ὁ ἐν Δεκελείᾳ ἀνασκαφεὶς ἀρχαῖος τύμβος ἀπεδείχθη ὅτι δὲν περιεῖχε τὰ λείψανα τοῦ μεγάλου τῆς ἀρχαιότητος τραγικοῦ, καὶ αἱ πρὸς στιγμὴν περὶ αὐτοῦ συγκεντρωθεῖσαι ἐλπίδες διελύθησαν» («Εφημερίς», αρ. φύλ. 171, 19.06.1888).
Το θέμα ήρθε πάλι στην επικαιρότητα πέντε χρόνια αργότερα, το 1893, όταν ο Münter έστειλε το κρανίο που φερόταν να ανήκει στον Σοφοκλή στη Γερμανία, προκειμένου να εξεταστεί από τον διακεκριμένο ανθρωπολόγο Rudolf Virchow. Ο Virchow, με επιστολή του στις 11 Μαΐου 1893, απεφάνθη ότι «ανήκει αναμφίβολα σε έναν άνδρα που πρέπει να πέθανε, σύμφωνα με την κατάσταση της οδοντοστοιχίας, το δεύτερο μισό της ζωής του».
Κατά την έρευνα διαπίστωσε ότι το κρανίο ήταν δολιχοκέφαλο και του «τυπικού ελληνικού τύπου». Ήταν σχετικά πλατύ, με πρόσωπο στενό, μύτη ισχυρή και εξέχουσα και άνω γνάθο κοντή. Δύο χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του Münter, οι κληρονόμοι του παραδίδουν το κρανίο στον βασιλιά Γεώργιο και εκείνος φέρεται να συνεννοείται με τον Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων, Παναγή Καββαδία, προκειμένου να το στείλει προς φύλαξη στο Αρχαιολογικό Μουσείο («Το Άστυ», 16.2.1895).
Βρίσκεται, πράγματι, ο τάφος του Σοφοκλή στη Βαρυμπόμπη; Οι μικρής κλίμακας έρευνες που πραγματοποιήθηκαν έκτοτε στην περιοχή δεν διαφώτισαν το ζήτημα. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με ασφάλεια στο σημαντικό ερώτημα και γεγονός παραμένει ότι κανένα στοιχείο δεν συνδέει ευθέως τις ανεσκαμμένες ταφές του τύμβου με την οικογένεια ή τον ίδιο τον τραγικό ποιητή.
Η Θεοφανώ Αρβανιτοπούλου, που επίσης πραγματοποίησε έρευνες στην περιοχή, πίστευε ότι τα ευρήματα ήταν ασήμαντα και «το ανασκαφέν ηρίον, ήτοι τάφος οικογενειακός, δεν έχει ουδεμίαν σχέσιν προς τον τάφον του Σοφοκλέους. Είναι εις των πολλών εν τη Αττική τάφων». Ίσως η δυσπιστία στην πρόταση του Münter να οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι, παρά το επίγραμμά του, ο τάφος του Σοφοκλή περιμένουμε να είναι ή να κρύβει κάτι περισσότερο από «σχήμα σεμνότατον».
Η επανεξέταση των δεδομένων της παλιάς ανασκαφής και η μελλοντική έρευνα ίσως δώσουν κάποτε ακριβέστερες απαντήσεις. Όπως έγραψε ο ίδιος ο Σοφοκλής στον Αίαντα (646-647), ο χρόνος ο μακρός και αναρίθμητος φέρνει κάποτε στο φως όλα τα αφανέρωτα.
«Τύμβος του Σοφοκλή», Βαρυμπόμπη.
Επισκέψιμος κατόπιν συνεννόησης με την Αρχαιολογική Συλλογή Αχαρνών (210 2466122). Με την εποπτεία της Β' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες συντήρησης και ανάδειξης και η τοποθέτηση στεγάστρου στο μνημείο.
Λεζάντα αρχικής φωτογραφίας: Το κρανίο που διακρίνεται στη φωτογραφία ίσως ανήκει στον Σοφοκλή, στον άνθρωπο που χάρισε στην παγκόσμια λογοτεχνία τον Οιδίποδα Τύραννο και την Αντιγόνη, τον Φιλοκτήτη, τον Αίαντα, την Ηλέκτρα, τις Τραχίνιες, τον Οιδίποδα επί Κολωνώ. Προκειμένου να εικονογραφήσει τη μικρή δημοσίευση της ανασκαφής του τύμβου, ο L. Münter φωτογράφισε το κρανίο επάνω σε ένα απλό ξύλινο τραπέζι να συνοδεύεται από τα ταπεινά κτερίσματα των ταφών του τύμβου: λίγα πήλινα αγγεία και δεξιά ένας χάλκινος καθρέφτης. L. Münter, Das Grab des Sophokles, Athen, 1893
Πηγές
Alan H. Sommerstein, Greek Drama and Dramatists, London, 2002 / L. Münter, Das Grab des Sophokles, Athen, 1893 / Θεοφανώ Α. Αρβανιτοπούλου, Δεκέλεια, Αθήναι, 1958 / Μαρίας Πλάτωνος-Γιώτα, Αχαρναί. Ιστορική και τοπογραφική επισκόπηση των αρχαίων Αχαρνών, των γειτονικών δήμων και των οχυρώσεων της Πάρνηθας, Αχαρναί, 2004 / Σταματίνα Στριφτού-Βάθη, Αχαρναί, Αχαρναί, 2009
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 20.1.2018
σχόλια