Πέθανε σε ηλικία 96 ετών ο Μίκης Θεοδωράκης, ο εμβληματικός μουσικοσυνθέτης της Ελλάδας.
Ένας από τους λίγους διεθνούς εμβέλειας Έλληνες, ο Μίκης Θεοδωράκης, κατά τη μακρά πορεία του στην τέχνη, είδε τη μουσική του να διαδίδεται σε όλο τον κόσμο, τα έργα του να ερμηνεύονται από κορυφαίους τραγουδιστές, ενώ καθιερώθηκε στο διεθνές ακροατήριο, υπογράφοντας τη μουσική αξεπέραστων ταινιών. Εξίσου γνωστά έργα έδωσε η μελοποίηση ποιημάτων του Ρίτσου, του Ελύτη, του Σεφέρη, αλλά και του Χιλιανού Πάμπλο Νερούδα.
Ως πολιτικός, ο Μίκης Θεοδωράκης εξελέγη τέσσερις φορές βουλευτής, διετέλεσε υπουργός, ενώ τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. Μέχρι το τέλος υπήρξε έντονα παρεμβατικός στην πολιτική ζωή του τόπου, σχολιάζοντας με επιστολές και κείμενα τις εκάστοτε εξελίξεις.
Το 2000 υπήρξε υποψήφιος για βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Το 1953 παντρεύτηκε τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα.
BINTEO: To καλοκαίρι του 2017, ο Μίκης Θεοδωράκης αποθεώθηκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο στην παράσταση «Όλη η Ελλάδα για τον Μίκη – 1.000 φωνές», καθώς ,εμφανώς συγκινημένος, ανέβηκε στη σκηνή για να διευθύνει την ορχήστρα:
Σύντομο βιογραφικό του Μίκη Θεοδωράκη, από τον Φώντα Τρούσα
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε το 1925 στη Χίο. Ο πατέρας του ήταν Κρητικός, ενώ η μητέρα του Μικρασιάτισσα.
Οι γονείς του γνωρίστηκαν στη Σμύρνη, αλλά μετά την Καταστροφή θα βρεθούν οικογενειακώς στη Χίο. Από ’κει θα αρχίσει μια οδύσσεια για τον πατέρα, που ήταν δημόσιος υπάλληλος, με αποτέλεσμα ο νεαρός Μίκης να περιπλανιέται για κάμποσα χρόνια από τόπο σε τόπο (Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλονιά, Πύργος, Πάτρα, Τρίπολη) έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’40.
Τότε, στην Τρίπολη, θα συνθέσει τα πρώτα έργα του, θρησκευτικού περιεχομένου, επηρεασμένος από τη λατρεία της Εκκλησίας. Ανάμεσα σ’ αυτά και το έργο «Τροπάριο Κασσιανής» (1943) για τετράφωνη ανδρική χορωδία.
Λίγο αργότερα ο Μίκης Θεοδωράκης έρχεται στην Αθήνα για σπουδές.
Έχει ήδη μελετήσει Μαρξ και Λένιν και επηρεασμένος από τα διαβάσματα και τις γενικότερες ιδέες του οργανώνεται στην Αντίσταση. Το καλοκαίρι του ’44 γνωρίζει, μάλιστα, μια νεαρή φοιτήτρια της Ιατρικής, συντρόφισσά του, τη Μυρτώ Αλτίνογλου, τη γυναίκα που θα παίξει, ως σύζυγος και μητέρα των παιδιών του, το μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή του.
Συνεχίζει, βεβαίως, να συνθέτει σε πυρετώδεις ρυθμούς έργα σε κλασικές φόρμες, όπως «Το Πανηγύρι της Ασή Γωνιάς» (1947) για παράδειγμα, που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα νεανικά επιτεύγματά του.
Το 1947 ο Μίκης Θεοδωράκης μεταφέρεται, ως εξόριστος πια, στην Ικαρία, αλλά οι διεθνείς διαμαρτυρίες για την γενικότερη κατάσταση στις φυλακές κ.λπ. οδηγούν την κυβέρνηση Σοφούλη σε μια περιορισμένη αμνηστία. Ο Μίκης Θεοδωράκης αφήνεται ελεύθερος, επιστρέφει στην Αθήνα, αλλά συλλαμβάνεται ξανά, για να εξοριστεί και πάλι στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο, εκεί όπου βασανίζεται σκληρά και σώζεται από θαύμα.
Νέες περιπέτειες τον περιμένουν στο Στρατό, καθώς ο «φάκελός» του τον συνοδεύει παντού. Δεν ξαναπηγαίνει εξορία και τελικά απολύεται το 1952.
Επιστρέφει στην Αθήνα, γράφοντας άρθρα για τη μουσική και βεβαίως συνθέτοντας.
Έχει γνωριστεί ήδη με τον Μάνο Χατζιδάκι, από τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια και συνεργάζονται στο Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Το 1952-53 γράφει για πρώτη φορά μουσικές για τον κινηματογράφο, για τις ταινίες «Εύα» της Μαρίας Πλυτά και «Το Ξυπόλητο Τάγμα» τους Γκρεγκ Τάλλας.
Το 1954 πηγαίνει στο Παρίσι (με υποτροφία) για να συνεχίσει τις μουσικές σπουδές του, παρακολουθώντας μαθήματα από τον διάσημο συνθέτη Olivier Messiaen
Γράφει συνεχώς, σε κλασικές πάντα φόρμες, και συνθέτει για το σινεμά (“Ill Met by Moonlight” το 1957, “Luna de Miel” ή “Honeymoon” ή “The Lovers of Teruel” το 1959), πριν αρχίσει να προβληματίζεται, να σκέφτεται και να ψάχνει ένα ελληνικό ποίημα, το οποίο θα μελοποιούσε με άξονες τη βυζαντινή μουσική και το λαϊκό τραγούδι. Το βρίσκει σ’ έναν παλαιό αγαπημένο του ποιητή, τον Γιάννη Ρίτσο. Είναι ο «Επιτάφιος», ένα έργο-τομή για τη σύγχρονη ελληνική μουσική.
Η δεκαετία του ’60 είναι καθοριστική όχι μόνο για την πορεία του Μίκη Θεοδωράκη στα μουσικά μας πράγματα, αλλά και για την ίδια την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής (λαϊκής και λόγιας). Ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει καινούρια και τελειοποιεί νεανικά έργα του, μπαίνοντας σιγά-σιγά στις ηχογραφήσεις και οργανώνοντας παράλληλα τις πρώτες λαϊκές συναυλίες.
Το 1963, τον Μάιο, δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης. Δημιουργείται η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη και ο Μίκης Θεοδωράκης εκλέγεται πρόεδρός της. Η Τέχνη με την πολιτική συνδέονται, πλέον, άμεσα στο έργο του – τόσο μέσα από τα τραγούδια του, όσο και μέσω κειμένων, δηλώσεων, συνεντεύξεων και δράσεων.
Νέοι κύκλοι τραγουδιών (σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Ρίτσου, Τάσου Λειβαδίτη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Γιάννη Θεοδωράκη…), όπως και μουσικές για θεατρικές παραστάσεις ή ταινίες ηχογραφούνται και ανακαλύπτονται από το κοινό, μέσα από τις συναυλίες, τον κινηματογράφο κ.λπ.
Να θυμίσουμε: «Όμορφη Πόλη», «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», «Αρχιπέλαγος», «Η Γειτονιά των Αγγέλων», «Πολιτεία Β», «Το Άξιον Εστί», «Λιποτάκτες», «Μικρές Κυκλάδες», «Επιφάνια», «Ένας Όμηρος», «Χρυσοπράσινο Φύλλο», «Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν», «Ρωμιοσύνη», τα σάουντρακ των ταινιών «Συνοικία το Όνειρο», «Ηλέκτρα», “Phaedra”, “Zorba the Greek”, «Το Μπλόκο», «Η Ελλάς χωρίς Ερείπια», “The Day the Fish Came Out” κ.ά.
Κοντά του αναδεικνύονται ή επεκτείνουν τη φήμη τους οι μεγάλες φωνές του «έντεχνου» όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Μαρία Φαραντούρη, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ακόμη και ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Μαίρη Λίντα και άλλοι.
Το 1967, μετά την επιβολή της δικτατορίας, ο Μίκης Θεοδωράκης, περνάει στην παρανομία, το έργο του απαγορεύεται, ενώ και ο ίδιος συλλαμβάνεται (Αύγουστος του ’67), αλλά μετά από κάποιο καιρό αφήνεται προσωρινά ελεύθερος.
Εγκαθίσταται στο Βραχάτι και δουλεύει πυρετωδώς συνθέτοντας νέα έργα. Το καθεστώς, όμως, τον χρησιμοποιεί ως ένα άλλοθι «ελευθερίας», κάτι που τον εξοργίζει.
Ο Μίκης Θεοδωράκης κάνει μια αντιδικτατορική δήλωση στον πρέσβη της Σοβιετικής Ένωσης, που τον επισκέπτεται στο Βραχάτι, η οποία δήλωση μεταδίδεται από το ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας. Η χούντα των Αθηνών αντιδρά.
Ο Μίκης Θεοδωράκης μπαίνει σε κατ’ οίκον περιορισμό και εκτοπίζεται στη Ζάτουνα (Αρκαδία). Εκεί θα συνθέσει τις έντεκα «Αρκαδίες» του (από Ι έως ΧΙ), όπως και άλλα έργα («Πνευματικό Εμβατήριο» σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού, τραγούδια σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη κ.λπ.), ενώ συντονίζει όσο του ήταν εφικτό το σάουντρακ της ταινίας “Ζ” του Κώστα Γαβρά.
Μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ωρωπού. Η υγεία του επιδεινώνεται ξανά, ο ξένος Τύπος παρακολουθεί όσα γίνονται στη χώρα και επειδή οι συνταγματάρχες δεν θέλουν με κανέναν τρόπο να εξελιχθεί ο Μίκης Θεοδωράκης σε λαϊκό ήρωα τον αποφυλακίζουν και τον στέλνουν σε νοσοκομείο. Από ’κει, μ’ έναν κινηματογραφικό τρόπο (Απρίλιος 1970), ο Μίκης Θεοδωράκης θα βρεθεί στο Παρίσι και μια νέα περίοδος στη ζωή και στη μουσική πορεία του θα ξεκινήσει.
Αυτό που ήθελε να αποφύγει το καθεστώς των συνταγματαρχών, συνέβη. Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο εξωτερικό, μετατρέπεται σε σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα. Δίνει συνεχώς συναυλίες σε πολλές χώρες του κόσμου (ακόμη και στη Λατινική Αμερική), προτείνοντας νέους κύκλους («Ο Ήλιος και ο Χρόνος», «Τα Τραγούδια του Ανδρέα», «Τραγούδια του Αγώνα», «Τα Λαϊκά», “Romancero Gitanο”, «Κατάσταση Πολιορκίας», “Canto General”, «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας»…) και ετοιμάζοντας σπουδαία σάουντρακ για τις ταινίες “État de Siège” του Κώστα Γαβρά και “Serpico” του Sidney Lumet.
Θέλει να επιστρέψει στην Ελλάδα, συνεντεύξεις του δημοσιεύονται συνεχώς στον Τύπο, είναι σχεδόν έτοιμο να συμβεί, αλλά μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του ’73 και την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη (άνοιγμα ξανά της Γυάρου κ.λπ.) η κατάσταση γίνεται και πάλι απαγορευτική για ’κείνον.
Τελικά, ο Μίκης Θεοδωράκης θα επιστρέψει στη χώρα, τον Ιούλιο του 1974, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας.
Ο συνδυασμός της πολιτικής αλλαγής από τη μια μεριά και των συναυλιών-τραγουδιών του από την άλλη δημιουργεί ένα εκρηκτικό σκηνικό, που παρασύρει τους πάντες.
Το πολιτικό τραγούδι, βασικά εκείνο που είχε γράψει πριν τη δικτατορία και κατά τη διάρκειά της, μεταφέρεται στα γήπεδα και τα στάδια της χώρας, σε παραστάσεις-συναυλίες, στις οποίες συνέβαινε το αδιαχώρητο, σφραγίζοντας μιαν εποχή.
Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Καλογιάννης, Πέτρος Πανδής, Γιώργος Νταλάρας είναι μερικοί από τους τραγουδιστές που συντρέχουν μαζί του σ’ αυτό το αληθινό λαϊκό, πολιτικό και πολιτιστικό πανηγύρι. Είναι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, με την έντονη πολιτικοποίηση, που πήγαινε παράλληλα με την ελπίδα για μια διαφορετική, καλύτερη ζωή (σε κάθε επίπεδο).
Κυκλοφορούν δεκάδες δίσκοι με τραγούδια του, με υλικό απ’ όλες τις εποχές. Τραγούδια καινούρια, αλλά και έργα που είχαν συντεθεί τα προηγούμενα χρόνια και που δεν είχαν κυκλοφορήσει για διαφόρους λόγους. Μερικοί ακόμη τίτλοι: «Στην Ανατολή» (με τον Στέλιο Καζαντζίδη), «Θαλασσινά Φεγγάρια», «Προδομένος Λαός», «Εχθρός Λαός», «Μπαλλάντες», «Γράμματα απ’ τη Γερμανία», «Της Εξορίας».
Η ανάμειξη του Μίκη Θεοδωράκη με την ενεργό πολιτική, ξανά, ήταν κατά έναν τρόπο αναμενόμενη. Αν και αποτυγχάνει να εκλεγεί βουλευτής με την Ενωμένη Αριστερά στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, όπως αποτυγχάνει να εκλεγεί και Δήμαρχος Αθηναίων το 1978, θα επιμείνει, για να εκλεγεί τελικά, με το ΚΚΕ, στις εκλογές του ’81.
Το 1983 του απονέμεται το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης εκλέγεται βουλευτής και στις εκλογές του ’85 (ξανά με το ΚΚΕ, αλλά ως Επικρατείας αυτή τη φορά), για να παραιτηθεί όμως την επόμενη χρονιά.
Το 1986 συγκροτεί μαζί με άλλες προσωπικότητες από Ελλάδα και Τουρκία την πρώτη επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας.
Τον Νοέμβριο του ’89 (στις δεύτερος εκλογές εκείνου του έτους) ο Μίκης Θεοδωράκης θα βρεθεί ξανά στα βουλευτικά έδρανα, ως συνεργαζόμενος με τη Νέα Δημοκρατία αυτή τη φορά, για να επανεκλεγεί και τον Απρίλιο του ’90 (πάντα με τη ΝΔ), καταλαμβάνοντας θέσεις υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου και αργότερα Επικρατείας.
Τελικά θα παραιτηθεί τόσο από υπουργός, όσο και από βουλευτής, τερματίζοντας τη βουλευτική σταδιοδρομία του το 1993.
Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν σταμάτησε ποτέ να συνθέτει (κλασικά έργα, λαϊκά τραγούδια, σάουντρακ, όπερες, μπαλέτα, εκκλησιαστική μουσική κ.λπ.), όπως και να ηχογραφεί, παρουσιάζοντας το έργο του σε συνεχείς συναυλίες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Μετά το 1980 αξίζει να αναφερθούν οι τίτλοι: «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο», «Ραντάρ», «Ο Επιβάτης», «Κατά Σαδδουκαίων», «Συμφωνία Νο 3», «Χαιρετισμοί», «Κώστας Καρυωτάκης», «Πικροσάββατα», «Διόνυσος», «Ως Αρχαίος Άνεμος», «Ασίκικο Πουλάκη», «Πολιτεία Γ», «Πολιτεία Δ», «Λειτουργία Νο 2», «Συμφωνία Νο 1», «Συμφωνία Αρ. 4», “Requiem”, «Συμφωνία Νο 7» (Εαρινή) κ.λπ.. Σε όλα τα προηγούμενα ας προστεθούν οι δεκάδες αποτυπώσεις ζωντανών παραστάσεων, όπως και οι πάμπολλες επανεκτελέσεις έργων του από νεότερους ερμηνευτές.
Επίσης μεγάλη είναι η βιβλιογραφία του. Και εννοούμε τα βιβλία που έχει γράψει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης και όχι εκείνα που έχουν γράψει άλλοι για το έργο, τη ζωή του κ.λπ., που και αυτά είναι πολλά.
Από τα δικά του βιβλία να αναφέρουμε τα: «Για την Ελληνική Μουσική», «Το Χρέος», «Μουσική για τις Μάζες», «Περί Τέχνης», «Μαχόμενη Κουλτούρα», «Ανατομία της Μουσικής», «Star System», «Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου» κ.ά.
Διαρκώς παρών στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από συναυλίες, πρωτοβουλίες, κινήσεις, δηλώσεις, παρουσίες και ανακοινώσεις, ο Μίκης Θεοδωράκης θα είναι πάντα ένας μεγάλος παγκόσμιος καλλιτέχνης, ένας μεγάλος Έλληνας.