Ήταν Κυριακή 10 Οκτωβρίου 1965, πριν 51 χρόνια ακριβώς. Καιρός φθινοπωρινός. Ώρα 6:15 το απόγευμα. Ο δρόμος είναι ολισθηρός λόγω βροχής. Ένα φορτηγό επί της… δημοσίας οδού Αθηνών-Λαμίας (όπως έγραφε η Μακεδονία τής 12/10/1965), κάπου εκεί κοντά προς τις εργατικές κατοικίες της Νέας Φιλαδέλφειας, κι ενώ κατευθυνόταν προς τη Λαμία ντεραπάρει, περνάει τη διαχωριστική νησίδα, που δεν είχε προστατευτικά κιγκλιδώματα φυσικά, μπαίνει στο αντίθετο ρεύμα και καρφώνεται πάνω σ’ ένα Πεζώ, το οποίο οδηγούσε ο 30χρονος μάνατζερ του συγκροτήματος Juniors Γιάννης Κρασούδης. Η σύγκρουση υπήρξε σφοδρή. Από τα συντρίμμια του ΙΧ ανασύρονται νεκροί ο Κρασούδης, η σύζυγός του Ελένη ετών 26, ο Θάνος Σουγιούλ οργανίστας και «ψυχή» των Juniors ετών 22 (γιός του μεγάλου συνθέτη τού ελαφρού τραγουδιού Μιχάλη Σουγιούλ), η μνηστή του Νανά Μπενέτου 18 ετών (χορεύτρια, που είχε περάσει και από το μπαλέτο του Φώτη Μεταξόπουλου), ενώ τραυματίζεται βαριά ο 19χρονος κιθαρίστας Αλέκος Καρακαντάς.
Το δυστύχημα συγκλονίζει την Αθήνα της εποχής, γίνεται πρώτο θέμα στα μέσα και τον Τύπο, όπως ευρύτερο θέμα γίνεται και η ανύπαρκτη οδική ασφάλεια, που στέλνει στον τάφο κάμποσους νέους, ή λιγότερο νέους, κάθε βδομάδα.
Για το χώρο του ελληνικού ροκ το δυστύχημα αυτό συνδέεται με πολλά. Φυσικά, συνδέεται με το θάνατο του Θάνου Σουγιούλ και των υπολοίπων νέων ανθρώπων, όπως και με τον σοβαρό τραυματισμό του Αλέκου Καρακαντά, δηλαδή με την ανακοπή της επιτυχημένης πορείας των Juniors, σχετίζεται όμως και με κάτι άλλο… παγκοσμίου ροκ ενδιαφέροντος. Με την αντικατάσταση του κιθαρίστα Καρακαντά από τον Eric Clapton στη σύνθεση των Juniors, για καμιά δεκαριά μέρες!
O Eric Clapton μετά το δυστύχημα της 10ης Οκτωβρίου καλείται από τον ιδιοκτήτη τού κλαμπ Γιώργο Καραμουσαλή να πάρει τη θέση τού ευρισκόμενου στο νοσοκομείο Καρακαντά, ώστε το ελληνικό συγκρότημα να μη διακόψει τις εμφανίσεις του. Έτσι συνέβη.
Ο Clapton, που βρισκόταν στην Ελλάδα με τους Glands, δηλαδή την Greek Loon Band και τη μετεξέλιξή της τους Faces ήδη από τον Αύγουστο του ’65, έπαιζε με τους Faces (που είχαν πλέον για ντράμερ τον Μάκη Σαλιάρη) support στους Juniors στο Igloo της Κυψέλης (Ιωάννου Δροσοπούλου), ενώ μετά το δυστύχημα της 10ης Οκτωβρίου καλείται από τον ιδιοκτήτη τού κλαμπ Γιώργο Καραμουσαλή να πάρει τη θέση τού ευρισκόμενου στο νοσοκομείο Καρακαντά, ώστε το ελληνικό συγκρότημα να μη διακόψει τις εμφανίσεις του. Έτσι συνέβη.
Ο Eric Clapton ποζάρει ως μέλος των Juniors σε δύο τουλάχιστον φωτογραφίες, αμφότερες τραβηγμένες μετά το δυστύχημα. Η μία από το Igloo προφανώς, με τα μέλη των Juniors να φορούν άσπρες μπλούζες και μαύρα περιβραχιόνια και η δεύτερη από τη συναυλία-μνημόσυνο στον κινηματογράφο Τερψιθέα (στον Πειραιά), την 17/10/1965, εκεί όπου ο Clapton εμφανίζεται μαυροντυμένος.
Για τα συμβάντα έγραψαν όλα τα έντυπα και οι εφημερίδες της εποχής, όμως ένα τεύχος του περιοδικού Αθηναία, από τον Νοέμβριο του 1965 (κυκλοφόρησε δηλαδή λίγο μετά τα γεγονότα, το δυστύχημα του Οκτωβρίου, τη συναυλία των Juniors-Clapton στην Τερψιθέα κ.λπ.) έχει κάποια ιδιαίτερη αξία. Και για τις φωτογραφίες που δημοσιεύονται εκεί, αλλά και για όσα λέει ο δημοσιογράφος Γιώργος Μαρκέζης (διατηρώ την ορθογραφία της εποχής):
«Πέθανε πολύ νέος. Έγραψαν πολλά γι’ αυτόν. Κι όμως ο Θάνος Σουγιούλ δεν έπρεπε να πεθάνη. Ήταν τόσο κεφάτο, τόσο ευτυχισμένο και όμορφο παιδί, που, όλοι όσοι τον ήξεραν και έμαθαν για το δυστύχημα, έμειναν άφωνοι (σ.σ. φαντάζομαι πως κι εκείνοι που θα ήξεραν τα υπόλοιπα θύματα του τροχαίου, θα έμειναν το ίδιο άφωνοι…). Το ρεπορτάζ της Αθηναίας, που ακολουθεί, είναι περισσότερο ένα αφιέρωμα στον νεαρό πλαίυ μπόυ που τελείωσε τη ζωή τους στους τροχούς μιας καρμανιόλας, παρά ένα ρεπορτάζ. Γράφτηκαν τόσα για την “καρατόμησι”, που η Αθηναία τόσον καιρό μετά, δεν θα ’χε να προσθέση τίποτα. Μπορεί όμως να παρουσιάση τον αληθινό Σουγιούλ, το παιδί που πέθανε τζούνιορ, όπως λίγοι τον ήξεραν. Μια φωτογραφική αναδρομή, στο οικογενειακό του άλμπουμ. Μια συζήτησι με τους φίλους του. Μια ματιά στην ζωή που δεν ολοκληρώθηκε. Αυτός είναι ο Θάνος».
Πέραν τούτων ο Μαρκέζης πράττει και κάτι άλλο, που έχει τη δική του αξία. Είναι ο πρώτος, αποδεδειγμένα, που συνδέει τον Eric Clapton που έπαιζε στους Juniors, τον Οκτώβριο του ’65, με τον Eric Clapton των Yardbirds, που είχαν κάνει την επιτυχία “For your love” (νούμερο 1 στην Ελλάδα, στα μέσα Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, βάσει του τοπ-30 που δημοσιευόταν στο περιοδικό Μοντέρνοι Ρυθμοί). Το λέμε τούτο, γιατί κανείς δεν φαίνεται να είχε συνειδητοποιήσει, όταν ο Clapton εμφανιζόταν στο Igloo και την Τερψιθέα, με ποιον είχε να κάνει. Γράφει ο Μαρκέζης:
«Λίγες μέρες αργότερα, όταν περνούσε το πρώτο φούσκωμα στο στήθος, οι Τζούνιορς σκέφτηκαν πως έπρεπε να ζήση εκείνο που είχαν φτιάξει μαζί με τον Θάνο. Ο Έρικ, ο παλιός κιθαρίστας των Γιάρντεμπερντς[sic], που έπαιζε τώρα με τους Φέισες στο Ιγκλού, έγινε προσωρινά κιθαρίστας τους».
Ο Clapton θ’ αναχωρήσει για την πατρίδα του στα τέλη Οκτωβρίου του ’65 (μετά από κάτι περιπέτειες), με τη θέση του στους Juniors να μένει κενή. Το συγκρότημα θα συνεχίσει σαν τετράδα (Τζίμης Νταής ντραμς, Λάκης Βλαβιανός όργανο, Εύρης Παρίτσης μπάσο, Γιώργος Τσίκνης τραγούδι), δίνοντας μάλιστα και κάποιες συναυλίες με τη βοήθεια τού κιθαρίστα Αντώνη Γιούλη, μέχρι τη στιγμή τής επανεμφάνισης του Αλέκου Καρακαντά στο σχήμα, το Γενάρη του ’66. Τον επόμενο μήνα, μάλιστα, θα τύπωναν και το 45άρι τους “Pink little love/ Lost friend” [Parlophone], με το τραγούδι της δεύτερης πλευράς (γραμμένο από τον Λάκη Βλαβιανό σε στίχους Νίκου Μαστοράκη) να είναι αφιερωμένο στον πρόωρα χαμένο φίλο τους Θάνο Σουγιούλ.
Το δυστύχημα του Οκτώβρη, όπως αντιλαμβάνεστε, ήταν πρώτο θέμα συζήτησης για τον νεαρόκοσμο της εποχής, που παρακολουθούσε από κοντά την πορεία ενός από τα πιο αγαπημένα (και καλύτερα) μοντέρνα ελληνικά συγκροτήματα των μέσων του ’60.
Μαθήτρια Γυμνασίου και φαν των Juniors ήταν τότε και η Τζένη Μαστοράκη (πασίγνωστη ποιήτρια και μεταφράστρια τα μετέπειτα χρόνια), που έγραφε τα σχετικά κείμενα στους Μοντέρνους Ρυθμούς (και αλλού). Τον Μάρτιο του ’66 θα κυκλοφορήσει, μάλιστα, κι ένα βιβλίο της από την εταιρεία Μ plus M Enterprises, που είχε τίτλο ΜΠΗΤΛΣ ΚΑΙ ΣΙΑ και στο οποίο υπήρχε ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στο δυστύχημα της Νέας Φιλαδέλφειας. Μπορεί να εντοπίζεται μια διαφορά, όσον αφορά στο πώς κινούνταν τα αυτοκίνητα πριν συγκρουσθούν (σε σχέση με το ρεπορτάζ της Μακεδονίας που αναφέρθηκε στην αρχή), αλλά αυτό μικρή σημασία έχει.
Εκείνο που αποκτά νόημα εδώ είναι το πώς η Τζένη Μαστοράκη επιχειρεί να πιάσει το κλίμα τού νεαρόκοσμου της εποχής, μεταφέροντας εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα, επικεντρώνοντας τις περιγραφές της στον χαμό του Θάνου Σουγιούλ και τον τραυματισμό του Αλέκου Καρακαντά…
Ολόκληρο το κεφάλαιο, από το σπάνιο βιβλίο ΜΠΗΤΛΣ ΚΑΙ ΣΙΑ (με την ορθογραφία της εποχής)…
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ…
Είχε ξεκινήσει όπως χιλιάδες άλλα παιδιά στον κόσμο, γεμάτος όνειρα και φιλοδοξίες. Ήθελε να «φτάση», να γίνη ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Και το κατόρθωσε, ήταν ήδη στο σωστό δρόμο που ωδηγούσε προς τα πάνω, όταν το ανέβασμά του κόπηκε ξαφνικά μια μέρα. Και μαζί μ’ αυτό κι’ η ζωή του… Ήταν ο Θάνος Σουγιούλ, ένα 25χρονο γελαστό παιδί…
Ήταν ένα μουντό κυριακάτικο απόγευμα, ψυχρό, συννεφιασμένο, φθινοπωρινό, που μια παρέα από νέα παιδιά ξεκινούσε για μια μικρή βόλτα με το αυτοκίνητο. Ο Θάνος, η Νανά, ο Γιάννης, η Ελένη κι ο Αλέκος, που την τελευταία στιγμή αποφάσισε να πάη μαζί τους. Ήταν μια βόλτα που ο ίδιος ο Θάνος τη ζητούσε επίμονα εδώ και μερικές μέρες, και που στάθηκε η τελευταία της ζωής του. Οι αναμνήσεις μιας αξέχαστης βραδιάς στο «Ωμπέρζ» (σ.σ. στο Τατόι), τον έσπρωξαν και πάλι προς τα εκεί το απόγευμα εκείνο, και οι φίλοι του τον ακολούθησαν. Την τελευταία στιγμή, όμως ο Λάκης κι ο Γιώργος αρνήθηκαν, και είπαν πως ίσως πήγαιναν αργότερα. Ο Τζίμμης ήταν αποφασισμένος να πάη μαζί τους, αλλά επειδή θα αργούσε λίγο να ετοιμαστή, οι άλλοι έφυγαν χωρίς να τον περιμένουν. Λίγο αργότερα, το «Πεζώ» και η κεφάτη παρέα μέσα του, ταξίδευαν πάνω στην βρεγμένη άσφαλτο χωρίς να υποψιάζωνται πως ύστερα από λίγο όλα τους τα όνειρα, οι ελπίδες, το γέλιο κι η χαρά τους θα κατέληγαν πάνω στα κρύα μαρμάρινα τραπέζια του νεκροτομείου.
Ύστερα από μισή ώρα περίπου, ένα δεύτερο αυτοκίνητο ξεκίνησε με τα υπόλοιπα παιδιά του συγκροτήματος που πήγαιναν να συναντήσουν τους άλλους. Κανείς φυσικά απ’ όλους δεν ήξερε, ούτε και μπορούσε να φαντασθή την τραγωδία που είχε παιχθή πάνω στο δρόμο πριν λίγα λεπτά. Προσπέρασαν το κατεστραμμένο αυτοκίνητο που πριν από λίγο είχε πάρει τους φίλους τους, απόρησαν με τον τρόπο που είχε συντριβή στη σύγκρουσί του με το φορτηγό που βρισκόταν «τσαλακωμένο» λίγα μέτρα πιο κει, και άρχισαν να μιλούν στην υπόλοιπη διαδρομή για το δυστύχημα χωρίς να υποπτευθούν πως ο άμορφος όγκος από τις λαμαρίνες ήταν το αυτοκίνητο του Γιάννη Κρασούδη, και πως εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι τέσσερις φίλοι τους ήταν νεκροί, και ο ένας βαριά τραυματισμένος.
Οι πρώτες ανησυχίες τους γεννήθηκαν λίγο αργότερα, όταν δεν βρήκαν κανέναν στην «Ωμπέρζ», αν και είχε περάσει πολλή ώρα από τότε που έφυγε το πρώτο αυτοκίνητο. Έτσι, σκέφθηκαν να γυρίσουν πίσω, στον τόπο που είχε γίνει το δυστύχημα για να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες και να ρωτήσουν στοιχεία. Όλοι τους όμως, εύχονταν μέσα τους να μην είχε συμβή τίποτα κακό, και όλα να είναι άσχετα με τους δικούς τους. Όμως τα γεγονότα δεν μπορούσαν ν’ αλλάξουν. Ο Θάνος, η Νανά, ο Γιάννης και η γυναίκα του η Ελένη ήταν ήδη νεκροί και ο Αλέκος βρισκόταν βαριά τραυματισμένος στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών.
Η νύχτα που ακολούθησε ήταν φριχτή. Για πρώτη φορά από τότε που σχηματίστηκε το συγκρότημα των Τζούνιορς, ο Τζίμμης, ο Λάκης, ο Εύρης κι ο Γιώργος βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον θάνατο. Ο Θάνος ήταν από τους καλύτερούς τους φίλους, τον ζούσαν κάθε μέρα και τον αγαπούσαν περισσότερο κι από αδελφό τους. Ο μάνατζέρ τους ο Γιάννης Κρασούδης και η γυναίκα του η Ελένη, φίλοι τους κι αυτοί, και αχώριστοι από την συντροφιά τους, και η Νανά, η μνηστή του Θάνου, ένα αξιαγάπητο κεφάτο και χαριτωμένο κορίτσι.
Τώρα, όμως, κανείς από αυτούς δεν βρισκόταν στη ζωή.
Η ώρα πέρασε ανάμεσα στα μαρμάρινα τραπέζια του νεκροτομείου, και πλάι στο κρεβάτι του Αλέκου, που βαριά χτυπημένος, είχε πέσει σε κώμα. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες δημοσίευσαν με μεγάλους τίτλους την είδησι του δυστυχήματος.
Όλοι οι δημοσιογράφοι, φίλοι του Θάνου, που, μέχρι τότε, είχαν ασχοληθή μόνο με την δημοτικότητα και τις εκδηλώσεις του δημοφιλούς συγκροτήματος, είχαν το θλιβερό καθήκον να γράψουν για τον θάνατο τού «γελαστού παιδιού» που πέθανε χαμογελώντας, αγκαλιά με την αγαπημένη του. Χιλιάδες θαυμάστριες των Τζούνιορς πένθησαν για τον χαμό του «ωραίου του συγκροτήματος», που τελείωσε έτσι απότομα την ζωή του και την άνοδό του.
Όμως, όλοι είχαν να μοιράσουν την λύπη τους για τον χαμό του Θάνου, και των φίλων του με την αγωνία για το τι θα γίνη ο Αλέκος. Η κατάστασί του ήταν κρίσιμη, οι γιατροί ήλπιζαν μόνο σ’ ένα θαύμα… Το απόγευμα της άλλης μέρας, ήταν Δευτέρα φθινοπωρινή, συννεφιασμένη, έγινε η κηδεία του Θάνου. Ανάμεσα σε αγκαλιές λουλουδιών, και στα κλάματα των φίλων του, κοιμήθηκε για πάντα, κάτω από το βρεγμένο κρύο χώμα. Ένα χειροκρότημα σκέπασε τα κλάματα και τις φωνές όλων. Ήταν η τελευταία «τιμή» στον καλλιτέχνη, που πέθανε έτσι ξαφνικά, τόσο πρόωρα και αναπάντεχα.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία, μπορούσε να διακρίνη κανείς όλες τις φίρμες του πενταγράμμου, που ήρθαν να χαιρετήσουν για στερνή φορά έναν από τους πιο θαυμάσιους συναδέλφους τους. Οι Φόρμιγξ, οι Στόρμις, οι Τσαρμς, οι Άγγλοι «Φαίησες» (σ.σ. το γκρουπ τού EricClapton), όλοι με μαύρα πένθιμα κοστούμια και με δακρυσμένα μάτια. Ένα πλήθος από μαυροφορεμένες θαυμάστριές του που είχαν έρθη να κλάψουν στον τάφο του, κορίτσια με τις ποδιές του σχολείου, φίλοι και θαυμαστές, συγγενείς…
Μέσα στην γενική θλίψι που βάραινε τα πάντα, όλοι θυμήθηκαν να ρωτήσουν για τον Αλέκο. «Είναι καλά;», «Θα ζήση;»,. Ακόμα δεν ήξερε κανείς. Ούτε κι οι ίδιοι οι Τζούνιορς που, συντετριμμένοι από το αναπάντεχο, μοίραζαν τη μέρα τους ανάμεσα στα νεκροταφεία και τα νοσοκομεία. Οι γιατροί είπαν πως αν ζούσε εκείνη την ημέρα, θα μπορούσαν να τον σώσουν…
Την ίδια ώρα που στον Κόκκινο Μύλο, έξω από την Νέα Φιλαδέλφεια, οι τελευταίοι φίλοι του Θάνου άφησαν δακρυσμένοι το νεκροταφείο, σε ένα άλλο νεκροταφείο, αρκετά μακριά από κει, γινόταν η κηδεία της Νανάς, χωρίς προσωπικότητες ανάμεσα στους φίλους που πήγαν να κλάψουν για τον χαμό της. Οι άλλοι κηδεύτηκαν απλά και ήσυχα, μέσα στην λύπη των δικών τους και των φίλων…
Την άλλη μέρα το πρωί μάθανε πως ο Αλέκος είχε περάσει τις κρίσιμες ώρες του, και πως θα ζούσε. Έχει αρχίσει πια γι’ αυτόν το στάδιο της αναρρώσεως. Ήδη γνώρισε τους δικούς του, τους φίλους που πήγαν να τον δουν, αλλά ακόμη δεν ξέρει τίποτα.
Ο Αλέκος θα ζήση, θα ξαναπαίξη κιθάρα μαζί με τους Τζούνιορς, και θα είναι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυς μιας τραγωδίας που στοίχησε την ζωή τεσσάρων νέων παιδιών, που έκοψε τόσο πρόωρα τα όνειρά τους, τις ελπίδες και την ζωή τους, κάτω από τις ρόδες του ακυβέρνητου «Βόλβο», μια κρύα φθινοπωρινή μέρα…