«... Τόν Σακαβλιά ή Σακαφλιά, όπως τον έλεγαν οι άνθρωποι του υποκόσμου, ποτέ δέν τόν γνώρισα, ούτε καί είχα άλλωστε τήν επιθυμία αυτή. Η λαϊκή μούσα τού έχει αφιερώσει ένα από τά καλύτερά της τραγούδια μέσω του φίλου μου του Τσιτσάνη, πού είναι και ο δημιουργός του σχετικού τραγουδιού. Αν δέν ήταν ό Τσιτσάνης μέ τό τραγούδι του, δεν θα είχε γίνει θρύλος και το όνομά του δεν θά είχε μεταφερθεί παντού. Τό τραγούδι δόξασε καί την πατρίδα του Τσιτσάνη, τα Τρίκαλα τής Θεσσαλίας. Όταν έγινε το έγκλημα, ο Βασίλης ήταν μωρό παιδάκι και μετά, φαίνεται, άκουσε για τον φόνο από άλλους, παλαιότερους στά χρόνια, και έγραψε το τραγούδι. Μέχρι τότε δέν υπήρχε τίποτε άλλο από ένα δυο αυτοσχέδια στιχάκια πού έλεγαν: "Αντωνίτση κέρατά, που σκότωσες τον Σακαβλιά". Και έτσι, μέχρι νά βγάλει ό Τσιτσάνης τό τραγούδι, τό περιστατικό του φόνου ήταν γνωστό μόνο σε έναν μικρό και περιορισμένο κύκλο ανθρώπων. Μόνον οι παράνομοι καί οι μόρτες ή και τα κουτσαβάκια συζητούσαν για το έγκλημα». Είπα καί πιό μπροστά ότι δέν γνώρισα τον Σακαβλιά. Γνώρισα όμως, καί μάλιστα πολύ καλά, αυτόν που σκότωσε τον Σακαβλιά καί πού άκουγε στο όνομα Αντωνίτσης. Θυμάμαι ότι, όταν βρέθηκα εγώ στή φυλακή —από μιά προσωπική περιπέτεια που δέν είναι ανάγκη να αναφέρω εδώ— τό έγκλημα δέν είχε γίνει ακόμα. Πρέπει να έγινε στις αρχές του 1927, λίγους μήνες ή το πολύ έναν χρόνο μετά τη δική μου φυλάκιση, που έγινε τό 1926. Στις φυλακές Αιγίνης, πού ήμουν κρατούμενος, άκουσα για τον φόνο από άλλους κατάδικους πού είχαν θετικές πληροφορίες από κρατούμενους άλλων φυλακών, αλλά δέν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Δέν με ενδιέφερε ο Σακαβλιάς καί ό θάνατός του, όσο τραγικός κι αν ήταν. Αμέσως τό θέμα της κουβέντας σε όλες τίς φυλακές ήταν τό έγκλημα αυτό, διότι τούς κατάδικους δέν τούς απασχολούσαν άλλα πράγματα από τα εγκλήματα στον χώρο τής παρανομίας. Το κουτσομπολιό οργίαζε καί ή φαντασία των φυλακισμένων ξεπέρναγε κάθε όριο λογικής. Οι πιο πολλοί είχαν κάνει κιόλας ήρωα τον Σακαβλιά, χωρίς οί περισσότεροι να τόν ξέρουν καί χωρίς να έχουν απόλυτα σίγουρες πληροφορίες γιά τό ιστορικό του φόνου. Μέ τό θέμα του Σακαβλιά είχαν σταματήσει και οι τσαμπουκάδες στίς φυλακές, γιατί όλοι ήταν απασχολημένοι εκεί, καί αυτό καλάρεσε στους υπεύθυνους γιά τήν τάξη των φυλακών. Μέσα στό κελί μου είχα δύο συντρόφους πού γνώριζαν τον Σακαβλιά από τήν παιδική του ηλικία, και από αυτούς άκουσα ιστορίες για τή ζωή του και τόν χαρακτήρα του.
»Ο Σακαβλιάς ήταν από τήν Αθήνα και εκεί έκανε πιάτσα για τα πάρε δώσε που είχε με τίς γυναίκες τής αμαρτίας, από τίς όποιες και τά έπαιρνε. Μόνο μέ γυναίκες τής αμαρτίας είχε σχέσεις αυτός και μόνον εκεί παρίστανε τόν μάγκα καί τόν κουτσαβάκη. Ήταν όμορφος άντρας, πολύ όμορφος, σωστός άγγελος, Αλλά πολύ θρασύς, καί πολύ προκλητικός. Βέβαια, εκεί πού του πέρναγε, καί του πέρναγε μόνο στίς γυναίκες του υποκόσμου. Ήταν καί κλέφτης, παράνομος από τά παιδικά του χρόνια, με πολλές καταδικασμένες αποφάσεις στό ένεργητικό του. Τό επώνυμό του ήταν Σακαβλιάς καί τό μικρό του όνομα είχα ακούσει, χωρίς να 'μαι γι' αυτό βέβαιος, ότι ήτανε Σωκράτης.
»Τό 1926 πήγε φυλακή στά Τρίκαλα, σε ηλικία 27 έτών. Πρέπει νά ήταν 2-3 χρόνια πιό μεγάλος από μένα στήν ήλικία καί γι' αυτό είμαι σχεδόν βέβαιος. Δέν ξέρω μέ σιγουριά από τί ακριβώς πήγε στή φυλακή. Άλλοι είπαν από σωματεμπόριο καί άλλοι από κλοπή, ενώ άλλοι έφτασαν στό σημείο νά λένε ότι πήγε φυλακή από φόνο. Ποτέ δέν πίστεψα ότι μπορούσε νά κάνει έγκλημα ό άνθρωπος αυτός, γιατί, είπαμε, δεν υπήρξε ποτέ μάγκας, ούτε κάν μόρτης. Διότι ένας μάγκας δέν τά βάζει ποτέ με έναν γέροντα. Ο γέροντας που λέω ήταν ό Αντωνίτσης, αυτός που σκότωσε τον Σακαβλιά. Από τον Βόλο ήταν ό Αντωνίτσης —αυστριακός στήν καταγωγή— και στα 50 χρόνια του βρέθηκε πάλι στίς φυλακές Τρικάλων για ένα έγκλημα που διέπραξε από λόγους που δέν πρόκειται νά πώ ποτέ, γιατί έδωσα τόν λόγο μου.
»Μόλις έφτασε εκεί ο γέροντας άρχισε νά στρώνει δουλειά, δηλαδή παιχνίδια, μπαρμπούτια καί τέτοια. Μέ άσπρα μαλλιά πήγε στή φυλακή καί μέ ισόβια στήν πλάτη, καί έλάχιστους μήνες πρίν πάει στή φυλακή ο Σακαβλιάς. Έστρωνε κουβέρτα, τράβαγε τό βιδάνιο άπό τούς κατάδικους, πού έπαιζαν πάρα πολύ μπαρμπούτι. Δέσποζε στά παιχνίδια ό Αντωνίτσης, καί μάλιστα χωρίς νά έχει μπελάδες, γιατί δέν ήταν καί κανένας τυχαίος. Παλιός μάγκας, γεροντόμαγκας τότε, μέ άρκετές επιτυχίες στον χώρο τής μαγκιάς. Μέ ένα καλό όνομα στόν κόσμο τού κουρμπετιού, που δέν ήταν εύκολο να μή σέ ύπολογίζουν οι άλλοι. Τόν Αντωνίτση, παρά τά χρόνια του, τόν υπολόγιζαν καί τόν σέβονταν, γιατί ήταν καί καλός μάγκας, όμορφος μόρτης, μέ έξηγήσεις πολύ μπεσαλήδικες.
»Οταν έφτασε στή φυλακή ό Σακαβλιάς καί είδε τήν κονόμα του γέροντα, βάλθηκε νά τού πάρει τη θέση. Φούντωσε τό μυαλό του καί σκέφτηκε ότι πρέπει νά κάνει πέρα τόν Αντωνίτση γιά νά τραβάει αύτός τό βιδάνιο. Επειδή τό παιδί είχε μάθει νά τά παίρνει άπό τίς γυναίκες, νόμιζε ότι μπορούσε νά τά παίρνει καί άπό τόν γέροντα, καί πιό πολύ άπό τούς κατάδικους. Παιδικά κουτά μυαλά. Δέν ήξερε τούς νόμους τού υποκόσμου, τούς κανόνες τής μαγκιάς, πού έλεγαν πώς γιά νά έχεις δύναμη νά κάνεις στή φυλακή τόν μπαρμπουτιέρη, έπρεπε νά σέ έχουν άκουστά τουλάχιστον οί μισοί κατάδικοι, καί μάλιστα τό όνομά σου νά τούς προκαλεί καί φόβο καί θαυμασμό.
»Άρχισε άμέσως νά τού μπαίνει τού Αντωνίτση καί νά ζητάει ευκαιρία γιά νά τού κάνει τό τελικό ντού. Τήν πρώτη φορά πού τού είπε τού γέροντα νά φύγει, έκείνος μέ τόν καλό τρόπο τού άπάντησε πώς επειδή είναι νέος στή φυλακή, θά τού έβγαζε κάνα κουτί τσιγάρα — απόφευγε τίς φασαρίες καί τούς τσαμπουκάδες ό Άντωνίτσης, γιατί δέν τόν συνέφερε κάτι τέτοιο τότε. Ο Σακαβλιάς ίσως σκέφτηκε ότι φοβήθηκε ό γέροντας καί πήρε περισσότερο θάρρος καί περισσότερη μανία έβαλε γιά νά τόν ξεφτιλίσει. Περίμενε τή μεγάλη ευκαιρία. Σέ κάποιο παιχνίδι, πάει ξαφνικά ό Σακαβλιάς καί λέει τού γέροντα νά φύγει γιατί θά περπάταγε αυτός τό βιδάνιο καί τό παιχνίδι. Πάλι μέ καλό τρόπο ό Αντωνίτσης τού λέει "φύγε, καί όταν τελειώσουμε, τά λέμε". Τήν ίδια στιγμή σηκώνει τό πόδι ό Σακαβλιάς, τού ρίχνει μιά κλοτσιά καί τού λέει "Φύγε, ρe κωλόγερα". Έπεσε χάμω ό Αντωνίτσης καί μόλις σηκώθηκε γυρίζει καί λέει τού Σακαβλιά: "Αυτή τήν κλοτσιά θά τήν πληρώσεις μέ τή ζωή σου". Αυτό ήτανε καί το πραγματικό αίτιο καί σκηνικό του φόνου πού έγινε μετά.
»Δέν πέρασαν δυό μέρες καί ό Αντωνίτσης αγόρασε ένα τηγάνι και λίγες μαρίδες καί πήγε σέ ένα πλυσταριό πού ύπήρχε στή φυλακή για να τίς τηγανίσει δήθεν. Στήν πραγματικότητα, όμως, έβγαλε τό χέρι από τό τηγάνι (δηλαδή τήν ουρά) καί τό άκόνιζε μέ τίς ώρες σέ μιά κέτρα μέχρι πού έγινε κοφτερό σάν ξυράφι. Φωνάζει τότε τόν Σακαβλιά νά φάει λίγες μαρίδες. Τόν είχε δει ό Σακαβλιάς μέ τό τηγάνι καί τα ψάρια καί δέν πονηρεύτηκε — σκέφτηκε κιόλας ότι ό γέρος "φοβάται καί θέλει νά τά φιάξουμε". Ο Αντωνίτσης καί τίς δυό μέρες αύτές πού πέρασαν άπό τό επεισόδιο δέν σκεφτόταν τίποτε άλλο από τό πώς να τόν σκότωνε για να ξεπλύνει τήν ντροπή, διότι ή προσβολή, καί μπροστά σέ τόσους μάγκες, ήταν πολύ μεγάλη καί από κείνες πού δεν συγχωριούνται ποτέ. Πλησίασε ό Σακαβλιάς γιά νά φάει μαρίδες, αλλά έφαγε τόσες μαχαιριές, μέχρι πού του 'βγάλε τα άντερα έξω. Μέ τό χέρι άπό τό τηγάνι τόν χτύπαγε ασταμάτητα. Τά άντερά του βγήκαν στό πάτωμα!
Εκεί, στό μικρό καμαράκι πού ήτανε τό πλυσταριό, εκεί πού τελειώνει ό διάδρομος τών κελιών, εκεί έγινε τό φονικό πού έμεινε στήν ιστορία. Αυτό τό μικρό διαδρομάκι έξω άπό τό πλυσταριό είναι καί τά στενά πού αναφέρει στό τραγούδι του ό Τσιτσάνης. «Στενή» λέμε οί μάγκες τή φυλακή καί «στενά» τό διάδρομο τών φυλακών.
»Η πόλη τών Τρικάλων δεν έχει στενά καί ούτε έγινε ποτέ τέτοιο έγκλημα. Αυτό είναι τό πραγματικό ιστορικό του φόνου καί μήν ακούτε τά διάφορα γελοία παραρτήματα πού βγάζουν κατά καιρούς εκείνοι πού κάνουν πως τα ξέρουν όλα.
»Είπα καί πιό μπροστά ότι άκουσα για τό περιστατικό του φόνου στή φυλακή τής Αίγινας πού βρισκόμουν το '27. Από κατάδικους πού άλλαξαν φυλακές έμαθα όλες τίς λεπτομέρειες αυτές, γιατί ερχόντουσαν κατάδικοι καί άπό τά Τρίκαλα, όπως πήγαιναν καί άπό τήν Αίγινα. Πολλοί, αμέτρητοι, μου είπαν γιά τόν φόνο, καί μάλιστα άρκετοί ήταν καί μπροστά στόν φόνο. Ένας μάλιστα, πού βρίσκεται στή ζωή καί δέν ξέρω αν θέλει νά πώ τό όνομά του, ήταν ό άνθρωπος πού μετέφερε τόν κομματιασμένο Σακαβλιά.
»Αργότερα γνώρισα τόν Αντωνίτση. Μετά τόν φόνο τόν μετέθεσαν άπό τίς φυλακές Τρικάλων στίς φυλακές τής Παλιάς Στρατώνας. Εκεί γνωριστήκαμε γιά πρώτη φορά, χωρίς νά αποκτήσουμε σχέσεις. Μετά μετατεθήκαμε πάλι στήν Αίγινα καί οι δυο μας. Εκεί τόν γνώρισα από κοντά καί έκτίμησα τόν μεγάλο χαρακτήρα του. Στήν άρχή του 'λεγα "καλημέρα", μου 'λεγε κι αυτός. Μέ τόν καιρό γνωριστήκαμε καλά. Παρά τήν πράξη του, πού όπωσδήποτε τήν κατακρίνω, διότι αφαίρεσε ανθρώπινη ζωή χωρίς νά έχει τέτοιο δικαίωμα, ήταν καλός μάγκας, σοβαρός, λιγομίλητος, μετρημένος σε όλα του, σωστός καί καλός μόρτης. Μέ άγαπούσε καί μέ ύπολόγιζε πολύ, όπως κι εγώ. Δεν λέω τί μου είπε γιά τόν φόνο ό γερο-Αντωνίτσης ούτε λέω τί αισθανόταν μετά. Εκείνοι πού μου τά είπαν ήταν μπροστά καί δέν είχαν λόγους νά πουν ψέματα. Άλλωστε, δέν έχουν καί μεγάλη διαφορά άπ' όσα μού είπε ο γέροντας.
»Δέν ξέρω ποτέ βγήκε από τή φυλακή. Μόνο έμαθα πώς βγήκε, χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες. Εγώ έκτιμούσα αφάνταστα αυτόν τόν γέροντα καί τιμώ τή μνήμη του. Δέν ξέρω πότε καί πώς πέθανε, διότι αποκλείεται νά ζει. Τό ότι ο Αντωνίτσης δέν ήταν από τούς ανθρώπους πού χάριζαν κάστανα, τό απέδειξε. Διότι ένας άνθρωπος δέν τραβάει εύκολα σίδερο νά σκοτώσει έναν άλλον. Καί ή ψυχή τού γερο-Αντωνίτση το 'λεγε. Βέβαια, καί τό άλλο παιδί, ό Σακαβλιάς, δέν έπρεπε νά πάει τόσο νέο, άλλά οί μαγκιές αυτά έχουν. Τό ότι τόν έκανε θρύλο ό Τσιτσάνης καί τραγουδιέται τό όνομά του άκόμα, κί αύτό δέν είναι μικρό πράγμα...»