Το «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ ξεκινά με μια πανοραμική προοπτική του μελλοντικού Λος Άντζελες και αμέσως μετά «κόβει» στο κοντινό πλάνο ενός εκστασιασμένου οφθαλμού.

 

«Πηγαίνουμε σινεμά για να δούμε κάποιον που βλέπει», έλεγε συχνά ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος και η ταινία με τον τρόπο της επεκτείνει αυτήν τη σκέψη: ναι, πηγαίνουμε σινεμά για να κοιτάξουμε κάποιον που βλέπει, όχι από περιέργεια, αλλά με δέος.

 

Γιατί υπάρχουν κάποιες ταινίες, ολοένα και λιγότερες, είναι η αλήθεια, που τις προσεγγίζουμε λίγο διαφορετικά από τις άλλες. Δεν εννοώ σαν «έργα τέχνης», περίπου σαν τα επτά θαύματα του κόσμου.

 

Στο κεφάλι μας δηλαδή κάποιες ταινίες καταλαμβάνουν τον ίδιο χώρο με το Ταζ Μαχάλ και την Ακρόπολη, και ας μην είναι απαραίτητα όλες αριστουργήματα – ωστόσο στέκεσαι απέναντί τους με το ίδιο δέος: οι «Δέκα εντολές» του Σεσίλ ντε Μιλ, η «Κλεοπάτρα» του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, η «Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ.

 

Μια αγέραστη ταινία

Σε ένα δυστοπικό Λος Άντζελες γενετικά προηγμένες «ρέπλικες», εξωτερικά όμοιες με τους ανθρώπους, κατασκευάζονται από την πανίσχυρη εταιρεία Tyrell Corporation. Η χρήση τους στη Γη απαγορεύεται. Γίνονται στρατιώτες ή πειραματόζωα σε αποικίες του εξώκοσμου. Όσες δραπετεύουν καταζητούνται (και «αποσύρονται») από ειδικούς αστυνόμους, γνωστούς ως «Blade Runner».

 

Πίσω από τα ειδικά εφέ και τον sci-fi διάκοσμο η ιστορία μοιάζει παμπάλαια: τέσσερις απεγνωσμένοι δραπέτες, μια σειρά δολοφονιών, ένας μπάτσος που επανέρχεται σχεδόν με το ζόρι στην ενεργό δράση μετά από πίεση ενός κυνικού επιθεωρητή (κεντάει ο Λατινοαμερικανός Έντουαρντ Τζέιμς-Όλμος). Ακούγεται σαν φιλμ νουάρ του Μεσοπολέμου.

 

Δεν είναι οι ιστορίες που είναι φθαρμένες όμως, καθώς το «μέλλον» του «Blade Runner» πνίγεται ούτως ή άλλως στη φθορά, στη σκουριά και στη σκόνη. Δεν αστράφτει, όπως στις άλλες ταινίες του είδους. Δεν είναι καθαρό. Είναι απολύτως θεαματικό, διαρθρωμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, αλλά καταγράφει μια μάλλον αποκαρδιωτική στην έκτασή της «εξέλιξη» για το ανθρώπινο είδος. Αυτό ήταν όμως το cyberpunk: η παγερά αποκρυσταλλωμένη εικόνα της μελλοντικής μας αποτυχίας. Πώς να κόψει εισιτήρια μια τέτοια ταινία στα '80s; Το μέλλον τότε φάνταζε ακόμα ειδυλλιακό.

 

 

Από το βιβλίο στο υπερπέραν

Η μεγάλη ειρωνεία της υπόθεσης, πάντως, είναι πως ο Φίλιπ Κ. Ντικ, ο συγγραφέας του «Ονειρεύονται τα ανδροειδή το ηλεκτρικό πρόβατο;» (και για πολλούς «μπαμπάς» του προαναφερθέντος λογοτεχνικού ρεύματος), δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο το αριστούργημα του Σκοτ που βασίστηκε στο βιβλίο του. Γεννημένος το 1928, τραυματίστηκε πολύ νωρίς, μόλις έξι εβδομάδες μετά τη γέννησή του, όταν δηλαδή έχασε τη δίδυμη αδελφή του – ένα γεγονός που δεν τον «άφησε» ποτέ.

 

Προσθέστε σ’ αυτό και το διαζύγιο των γονιών του στα πέντε του χρόνια, πέντε αποτυχημένους γάμους, ζόρικες (και πάντα «δραματικές») ερωτικές απογοητεύσεις, δύο απόπειρες αυτοκτονίας, τον εθισμό του στις ψυχοτρόπες ουσίες και δύο «μυστικιστικές» εμπειρίες (στην πρώτη, το 1963, είδε στον ουρανό «το πρόσωπο του κακού» και στη δεύτερη, το 1974, «συνάντησε τον Θεό») και έχετε ένα εκρηκτικό ιδιοσυγκρασιακό κοκτέιλ.

 

Φίλιπ κ. Ντικ
«Ονειρεύονται τα ανδροειδή το ηλεκτρικό πρόβατο; Το εξώφυλλο της πρώτης εκδοσης

Είναι αμφίβολο αν η «πραγματικότητα» του Φίλιπ Κ. Ντικ συμπορεύτηκε ποτέ με τη δική μας. Ίσως βέβαια και να έβλεπε καλύτερα από εμάς, ποτέ δεν ξέρεις. Γεγονός είναι πως, μετά από δεκαετίες σκληρής δουλειάς (και σχεδόν μηδαμινής επιτυχίας), η δουλειά του άρχιζε σιγά σιγά να αναγνωρίζεται τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη, ειδικότερα στη Γαλλία.

 

Σκεφτείτε πως ήδη από το 1969 ξεκινούν οι πρώτες απόπειρες προσέγγισης του «Ηλεκτρικού Προβάτου» (που είχε κυκλοφορήσει μόλις την προηγούμενη χρονιά) για μια κινηματογραφική μεταφορά. Ο πρώτος ενδιαφερόμενος μάλιστα δεν είναι άλλος από τον Μάρτιν Σκορσέζε, που έρχεται σε επαφή με τον συγγραφέα, συνοδεία μάλιστα του φιλόδοξου παραγωγού Τζέι Κοκς (με τον οποίο τελικά ο Σκορσέζε θα συνεργαστεί είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα, στα «Χρόνια της αθωότητας»). Το σχέδιο δεν προχωρά – τα λεφτά που απαιτούνται είναι πολλά για τις τσέπες τους.

 

Λίγα χρόνια μετά, ο Ντικ θα ενημερωθεί από τον ατζέντη του πως τα δικαιώματα αγοράστηκαν (για 4.000 δολάρια) από τον παραγωγό Χερμπ Τζάφε, ο οποίος ανέθεσε τη συγγραφή του σεναρίου στον γιο του Ρόμπερτ. Ανήσυχος, ο Ντικ βρίσκεται στο αεροδρόμιο του Φούλερτον της Καλιφόρνιας το 1973 για την πρώτη κρίσιμη συνάντηση με τον σεναριογράφο.

 

Εκεί διαβάζει το τελικό draft και τον ρωτά: «Θες να σε δείρω εδώ, στο αεροδρόμιο, ή στο διαμέρισμά μου;». Ο άναυδος και ανίδεος Ρόμπερτ Τζάφε, που έχει μετατρέψει το βιβλίο σε μια κωμική κιτς περιπέτεια χαμηλού προϋπολογισμού, του απαντά: «Δηλαδή για σένα αυτό το βιβλίο είναι σοβαρό; Θες να μου πεις πως εσείς της επιστημονικής φαντασίας παίρνετε στα σοβαρά αυτά που γράφετε;».

 

Την επόμενη μέρα ο Ντικ αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου του από τον μπαμπά Τζάφε για 4.000 δολάρια. Που, σημειωτέον, καθόλου δεν του περίσσευαν. Ο Φίλιπ Κ. Ντικ δεν πρόλαβε να πλουτίσει από τα βιβλία του.

 

 

Το 1978, όμως, ο πρωτόπειρος σεναριογράφος (και περισσότερο γνωστός με την ιδιότητα του ηθοποιού) Χάμπτον Φράντσερ αποφασίζει να γράψει ένα νέο σενάριο βασισμένο στο βιβλίο, το οποίο και πασάρει στον παραγωγό Μάικλ Ντίλεϊ. Παλιός μοντέρ τόσο στο Χόλιγουντ όσο και στη Μεγάλη Βρετανία, ο Ντίλεϊ έβαλε τα λεφτά για μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές του Φανταστικού των '70s («The Wicker Man», «Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη») και το 1978 είχε πλέον «αγγίξει» το τερέν των μεγάλων με το σουξέ του «Ελαφοκυνηγού».

 

Προτείνει τη σκηνοθεσία στον Αμερικανό Ρόμπερτ Μάλιγκαν, περισσότερο γνωστό για το δραματικό «Σκιές και σιωπή» του 1962, αλλά με περιστασιακή θητεία στο Φανταστικό (δικό του το σπουδαίο «The Other» του 1972).

 

Μέσα σε λίγους μήνες, ο Μάλιγκαν αποχωρεί από το πρότζεκτ και ο Ντίλεϊ επικοινωνεί με τον Βρετανό σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ, που εκείνες τις μέρες ολοκλήρωνε το πρώτο του χολιγουντιανό φιλμ ονόματι «Alien». Παραδόξως, ο Σκοτ αρνείται. Δεν θέλει να καταγραφεί στη συνείδηση του κοινού ως ένας σκηνοθέτης ειδικευμένος στην επιστημονική φαντασία (παρότι εκείνη την περίοδο ήταν δεσμευμένος και με το «Dune», παραγωγής Ντίνο ντε Λαουρέντις, που μετά κατέληξε στον Ντέιβιντ Λιντς, με τα γνωστά αποτελέσματα) και επίσης δεν είναι και στα καλύτερά του: μόλις έχει μόλις τον αδελφό του Φρανκ από καρκίνο του δέρματος, σε ηλικία σαράντα πέντε ετών.

 

Όμως χρειαζόταν επειγόντως μια νέα, καλή δουλειά. Οπότε, λίγους μήνες αργότερα, κάνει δεκτή την πρόταση του Ντίλεϊ. Και τον Φεβρουάριο του 1980 το «Blade Runner» μπαίνει στη διαδικασία της προπαραγωγής.

 

Ο Ντικ αποφασίζει να μην εμπλακεί στη διασκευή του βιβλίου του, αλλά εξοργίζεται όταν διαβάζει το αρχικό σενάριο («Ήμουν τόσο στενοχωρημένος, που σκεφτόμουν να μεταναστεύσω στη Σοβιετική Ένωση για να εργαστώ σε εργοστάσιο λαμπτήρων»). Δεν ενθουσιάζεται ούτε με τον Ρίντλεϊ Σκοτ. Όμως, σιγά σιγά αρχίζει να μαλακώνει. Ο Ντίλεϊ φροντίζει να τον κρατά ενήμερο για κάθε στάδιο της παραγωγής και αυτός μένει έκθαμβος με τις φωτογραφίες των ηθοποιών – ειδικά με τον Ρούτγκερ Χάουερ, που του θύμισε «τον Σκανδιναβό υπεράνθρωπο που ο Χίτλερ είπε πως θα κατασκεύαζαν οι επιστήμονες του Γ’ Ράιχ».

 

Ήταν δε τόσο γοητευμένος από τη Σον Γιανγκ, που ζήτησε να τη συναντήσει. «Είναι η υπερκαταστροφική, σκληρή, όμορφη μελαχρινή γυναίκα για την οποία γράφω πάντοτε. Τώρα που ξέρω ότι υπάρχει, θα την αναζητήσω και μάλλον θα με καταστρέψει».

 

Δεν τη συνάντησε ποτέ τελικά, αλλά τουλάχιστον πρόλαβε να δει τα πρώτα είκοσι λεπτά του «Blade Runner» σε μια δοκιμαστική προβολή. Όταν άναψαν τα φώτα, ήταν εκστασιασμένος («Είναι σαν να κοίταξες μέσα στο μυαλό μου», θα πει στον Σκοτ). Στις 2 Μαρτίου, λιγότερο από τέσσερις μήνες πριν από την κυκλοφορία του «Blade Runner», θα βρισκόταν νεκρός στο διαμέρισμά του, σε ηλικία πενήντα τριών ετών. Οι γιατροί έγραψαν «εγκεφαλικό επεισόδιο».

 

Η όψη του μέλλοντος

 

Λος Άντζελες, έτος 2019. Μια απροσδιόριστη μεγαλούπολη που καταστρέφεται από τον υπερπληθυσμό και τη ρύπανση. Τέσσερα γενετικά τροποποιημένα ανθρωποειδή, φτιαγμένα από το κράτος για πόλεμο (πραγματικοί σκλάβοι δηλαδή), δραπετεύουν, φτάνουν παράνομα στη Γη και διεισδύουν στην αχανή πόλη. Ο βετεράνος εκτελεστής ανδροειδών (ή αλλιώς Blade Runner) Ρικ Ντέκαρντ αναλαμβάνει να εντοπίσει και να εξοντώσει τους αποστάτες.

 

Η διαδρομή του «Blade Runner» στην οθόνη επρόκειτο να αποδειχτεί σχεδόν εξίσου περίπλοκη με την πλοκή του, καθώς η αρχική παραγωγός εταιρεία FIlmways αποφασίζει να εγκαταλείψει την παραγωγή των δεκαπέντε εκατομμυρίων δολαρίων μόλις δύο μήνες πριν από την έναρξη των γυρισμάτων. Ο Ντίλεϊ όμως στήνει αμέσως ένα περίπλοκο σχήμα, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τη Warner, που αποφασίζει να στηρίξει το φιλμ. Μην ξεχνάτε, πως η επιτυχία των «Star Wars» ήταν ακόμα νωπή και οι μεγάλες εταιρείες ήταν από τότε διατεθειμένες να ρίξουν χρήμα σε ένα νέο σουξέ επιστημονικής φαντασίας.

 

Αγνοούσαν, βέβαια, πως αυτό που απασχολούσε τον Σκοτ ήταν η δημιουργία ενός εφιαλτικού αστικού περιβάλλοντος. Σημειώστε πως σεναριακά το «Blade Runner» ξεστρατίζει αρκετά από το πρωτότυπο, όχι μόνο ως προς την πλοκή του αλλά και ως προς τον κόσμο που περιγράφει: ο Ντικ είχε προβλέψει ένα μέλλον μετά την καταστροφή όπου τα ζώα θα είχαν εξαφανιστεί και τα μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα θα είχαν παρακμάσει, στον απόηχο μιας εκτεταμένης μετανάστευσης μακριά απ’ αυτόν τον πλανήτη.

 

Ο Ρίντλεϊ Σκοτ όμως, διαβάζοντας το σενάριο του Φράντσερ, θυμήθηκε τα γαλλικά κόμικ επιστημονικής φαντασίας «Métal hurlant» που συνδύαζαν συγκλονιστικές sci-fi φαντασιώσεις με μπαρόκ σχέδια σε τολμηρά χρώματα, καθώς και γενναίες δόσεις βίας και ερωτισμού (εύκολα αναγνωρίζει κανείς στο σύμπαν του «Blade Runner» τον αρρωστημένο ουρμπανισμό του Moebius και το μακάβριο χιούμορ του Druillet).

 

Στο μεταξύ, οι δημιουργικές συγκρούσεις μεταξύ του Φράντσερ και του Σκοτ ξεκινούν. Θα κορυφωθούν λίγους μήνες αργότερα.

 

 

Στο τέλος, ένας δεύτερος σεναριογράφος, ο Ντέιβιντ Πίπολς, θα αναλάμβανε να ολοκληρώσει το σενάριο (αργότερα θα υπέγραφε αυτό του «Unforgiven»). Με τα λόγια του Σκοτ: «Υπήρχαν πολλές ενδείξεις στο αρχικό σενάριο για το πώς μπορεί να έμοιαζε αυτή η πόλη, πώς να ήταν ο κόσμος εκεί, η ατμόσφαιρα, τα πάντα. Το στοίχημα είναι να το κάνεις εικόνα. Και για να το κερδίσεις χρειάζεσαι το καλλιτεχνικό δυναμικό: σχεδιαστές, ζωγράφους, ενδυματολόγους, ειδικούς των εφέ...».

 

Σκεπτόμενος αυτά, ο Σκοτ αποφασίζει να απευθυνθεί στον καλύτερο: Τη διεύθυνση των ειδικών εφέ αναλαμβάνει ο Ντάγκλας Τράμπουλ, υπεύθυνος για το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος». Το ζητούμενο ήταν ένα μέλλον τσαλακωμένο, σαν μια παλιά μηχανή, επανδρωμένη με χίλια δυο μοντέρνα εξαρτήματα, όπου όμως ξεχωρίζει περισσότερο ο γέρικος σκελετός παρά η τεχνολογικά προωθημένη κοψιά.

 

 

«Είναι σαν να πηγαίνεις στη Νέα Υόρκη», έλεγε ο Τράμπουλ. «Αν η μέρα είναι στραβή, αισθάνεσαι πως τίποτα δεν λειτουργεί. Και συχνά αυτή η πόλη βυθίζεται στο χάος. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια απεργία στο μετρό ή στις υπηρεσίες καθαρισμού της πόλης. Πήραμε, λοιπόν, αυτό το concept και το επεκτείναμε στο μέλλον, σαράντα χρόνια μετά. Σκεφτείτε τι θα προέκυπτε αν ενώναμε τη Νέα Υόρκη με το Σικάγο και το γεμίζαμε με εκατό εκατομμύρια ανθρώπους. Ή ίσως το Σαν Φρανσίσκο με το Λος Άντζελες. Κάποια στιγμή σκεφτόμασταν να ονομάσουμε την πόλη Σαν Άντζελες! Τέλος πάντων, σκέφτηκα πως σε ένα τέτοιο προσκήνιο θα υπήρχε έντονη εναέρια κυκλοφορία. Υπερβολή, θα μου πείτε. Αν κάποιος όμως σας έλεγε το 1910 πως στους δρόμους σύντομα θα κυκλοφορούν χιλιάδες αυτοκίνητα, θα τον λέγατε τρελό».

 

Όλα αυτά θα έδειχναν ίσως και λίγο άχαρα αν πίσω από την κάμερα δεν βρισκόταν ο φωτογράφος Τζόρνταν Κρόνενγουεθ, συνεργάτης του Ρόμπερτ Άλτμαν, του Τζόναθαν Ντεμι και του Κεν Ράσελ, που στήνει ένα σχεδόν ονειρικό πλέγμα φωτογενούς ηλεκτρισμού με διαπεραστικά νέον να λαμποκοπούν στο background, κόντρα σε σκοτεινές, μυστηριακές σχεδόν σιλουέτες.

 

Η εικόνα μοιάζει στη βάση της εξπρεσιονιστική (με γενναίες εμπνεύσεις από το «Metropolis» του Λανγκ), αλλά ταυτόχρονα ζει και αναπνέει σε ένα σύμπαν τόσο γνώριμα φθαρμένο, που λες, ναι, θα μπορούσε να είχε πάει και εκεί το 2019 (ενώ βλέπεις την ταινία το 2022).

 

Το καστ

 

Πώς θα ήταν άραγε το «Blade Runner» αν πρωταγωνιστούσε ο Ρόμπερτ Μίτσαμ; Γιατί αυτός ήταν η πρώτη επιλογή της παραγωγής – ή τουλάχιστον του σεναριογράφου Χάμπτον Φάντσερ, που έγραψε όλους τους διαλόγους έχοντας τον θρυλικό πρωταγωνιστή κατά νου. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί. Ο μεγάλος ηθοποιός ταυτίστηκε με το φιλμ νουάρ όσο και ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ – και ήταν και νεότερός του. Όχι όμως αρκετά για να σηκώσει στους ώμους του τον ρόλο ενός ήρωα επιστημονικής φαντασίας.

 

Οι παραγωγοί ρίχνουν μερικά ονόματα στο τραπέζι: Τζακ Νίκολσον, Κλιντ Ίστγουντ, Αλ Πατσίνο, Πολ Νιούμαν, Ντάστιν Χόφμαν. Ο τελευταίος διαβάζει το σενάριο και το βρίσκει «ενδιαφέρον». Ο Σκοτ, ενθουσιασμένος με την προοπτική, ξεκινά τις συναντήσεις με τον μεγάλο ηθοποιό. Ο τελευταίος όμως έχει απαιτήσεις. Μήνες περνούν δίχως να αλλάξει κάτι: ο ρόλος πρέπει να υποστεί αλλαγές, αλλιώς πρέπει να βρεθεί σύντομα ένας νέος πρωταγωνιστής.

 

Και εκεί ο Σκοτ θυμάται μια πρόσφατη κουβέντα του με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ που γύριζε τότε τους «Κυνηγούς της χαμένης κιβωτού» και δήλωνε ενθουσιασμένος με τον Χάρισον Φορντ. Ο τελευταίος, μετά τα σουξέ του «Πολέμου των άστρων» και του «Ιντιάνα», αναζητούσε έναν ρόλο μεγαλύτερου δραματικού διαμετρήματος.

 

Τι θα έπαιζε όμως; Έναν άνθρωπο ή μια ρέπλικα; Γιατί το ενδεχόμενο να είναι ρέπλικα και ο ίδιος ο Ρικ Ντέκαρντ ενθουσίασε τον Ρίντλεϊ Σκοτ. Ο (υπέροχος στην ταινία) Φορντ μίσησε την ιδέα: «Γνώμη μου ήταν πως το κοινό έπρεπε να έχει κάποιον στην οθόνη με τον οποίο θα μπορούσε να συνδεθεί συναισθηματικά, σαν άνθρωπος».

 

Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ο σκηνοθέτης άρχισε να φιλμάρει μικρές σκηνές που μαρτυρούσαν τη «συνθετική» φύση του ήρωά του (οι ονειρικές σεκάνς), δίχως όμως να ενημερώσει τον ηθοποιό. Μέχρι που κάποια στιγμή πρέπει να γυρίσουν και την περιβόητη σεκάνς όπου ο Φορντ διαπιστώνει πως ο Έντουαρντ Τζέιμς Όλμος έχει αφήσει έναν origami μονόκερο στην εξώπορτά του – σημάδι πως το ασυνείδητό του είναι κατασκευασμένο από την εταιρεία που τον έχει «μισθώσει». Όταν ο Φορντ παίρνει μυρωδιά τι του έχουν στήσει, ουρλιάζει: «Ανάθεμά σε, Σκοτ, νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει!».

 

Όσον αφορά τις γυναίκες, η Τζόαν Κρόφορντ αποτέλεσε το μοντέλο πάνω στο οποίο στήθηκε ολόκληρη η περσόνα της Ρέιτσελ, του θηλυκού ανδροειδούς που ενσάρκωσε η Σον Γιανγκ, η «μοιραία γυναίκα» στον νουάρ διάκοσμο μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας, τόσο μοιραία, που ούτε καν η ίδια δεν γνωρίζει πως δεν είναι απ’ αυτόν τον κόσμο.

 

Στο μεταξύ, μια άλλη νεαρή ηθοποιός, η Ντάριλ Χάνα, παίρνει τον δυνατό ρόλο της οργισμένης ρέπλικας Πρις. Και οι δυο αποδίδουν τρομερά, αλλά είναι η Γιανγκ που πραγματικά ξεχωρίζει στον ρόλο. Δυστυχώς, οι μετέπειτα άστοχες επιλογές της, μια καταστροφική σχέση με τον ηθοποιό Τζέιμς Γουντς και ένα μικρό ατύχημα που της κόστισε τον βασικό γυναικείο ρόλο στο «Batman» του Τιμ Μπάρτον (αντικαταστάθηκε από την Κιμ Μπάσινγκερ) την εξαφάνισαν από το προσκήνιο. 

 

Όταν όμως βγήκε στις αίθουσες το «Blade Runner 2049», είχε πολλά να πει: «Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Ρίντλεϊ Σκοτ μου ζητούσε να βγούμε και εγώ τον απέρριπτα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. Όταν άρχισε να βγαίνει με την Τζοάνα Κάσιντι (που έπαιζε το ανδροειδές Ζόρα), ένιωσα ανακούφιση, αλλά μετά τον άκουσα να με βρίζει στο σετ – ή νομίζω πως ήταν ο Σκοτ. Δεν ξανάπαιξα ποτέ σε ταινία του. Σας φαίνεται λογικό που έχει προσφέρει ένα εκατομμύριο ρόλους στον Ράσελ Κρόου και κανέναν σ' εμένα; Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έφτιαξαν κι αυτό το ψηφιακό μου ομοίωμα στο ‘‘Blade Runner 2049’’, που, ας μην κρυβόμαστε, είναι εντελώς σκατά. Μου έδωσαν βέβαια κάποια λεφτά για να μην κάνω φασαρία, προσέλαβαν και τον γιο μου, που είναι σπουδαίος στα ειδικά εφέ, οπότε τους συγχώρεσα».

 

O Ολλανδός ηθοποιός Ρούτγκερ Χάουερ επιλέχτηκε για τον ρόλο του αρχηγού των δραπετών Ρόι Μπάτι, χωρίς καν να γίνει οντισιόν: ο Σκοτ ήταν εντυπωσιασμένος από τις εμφανίσεις του στα πρώτα φιλμ του Πολ Βερχόφεν. Όταν ο Φίλιπ Κ. Ντικ είδε τις πρώτες φωτογραφίες του, είπε πως τον «κατατρόμαξαν», καθώς ο ηθοποιός έμοιαζε «όπως ακριβώς είχα φανταστεί τον Μπάτι». «Πάλεψα πολύ με αυτόν τον ρόλο, αλλά ήταν μια  υπέροχη πάλη» σημειώνει ο ηθοποιός στην αυτοβιογραφία του «All those moments: Stories of heroes, villains, replicants, and Blade Runners».

 

«Μόλις ο Σκοτ πρόσεξε με τι ρούχα κυκλοφορούσα –ήμουν λίγο προκλητικός με το ντύσιμο τότε–, μου είπε πως μπορώ να έρχομαι στο σετ φορώντας ό,τι θέλω. Νομίζω πως από όλες τις ερμηνείες μου στο σινεμά, αυτή εδώ είναι που αξίζει τα περισσότερα εύσημα. Ήταν μόλις η τρίτη μου ταινία στην αγγλική γλώσσα. Στάθηκα πολύ τυχερός που μπόρεσα να μείνω στην ιστορία με αυτό το φιλμ. Δεν υπάρχει άλλο που να το ανταγωνίζεται».

 

Υπήρχε, βέβαια, ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που η παραγωγή έπρεπε να λύσει: πώς θα πεθάνει ο Ρόι Μπάτι; Στο αρχικό σενάριο του Φάντσερ ο Ρικ Ντέκαρντ τον αποτελειώνει με μια «πιστολιά». Ο Ντέιβιντ Πίπολς όμως είχε μια διαφορετική ιδέα: ο Μπάτι σώζει τον Ντέκαρντ από βέβαιο θάνατο και στη συνέχεια «σβήνει», καθώς ο χρόνος του έχει τελειώσει.

 

Εκεί, ο ετοιμοθάνατος Μπάτι εκφωνεί έναν από τους πιο φημισμένους μονολόγους στην ιστορία του σινεμά, κλείνοντάς τον με λόγια που έγραψε ο ίδιος ο ηθοποιός, ο οποίος, όπως αναφέρει και στην αυτοβιογραφία του, «δεν ήταν και τόσο χαρούμενος» με τον αρχικό μονόλογο κι έτσι αποφάσισε να κόψει τριάντα γραμμές και να κρατήσει τις δύο που ένιωθε ότι ήταν οι πιο ποιητικές.

 

Στη συνέχεια πρόσθεσε την ακόλουθη πρόταση:

 

«Όλες αυτές οι στιγμές θα χαθούν στον χρόνο, σαν δάκρυα στη βροχή».

 

Vangelis

 

1981: Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου μόλις είχε βραβευτεί με το Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής για τους «Δρόμους της φωτιάς», όταν δέχεται την πρόταση του Ρίντλεϊ Σκοτ για το «Blade Runner». Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζονται· έχει προηγηθεί ένα διαφημιστικό σποτ του Σκοτ για το άρωμα Channel No 5 το 1979.

 

Ο Βαγγέλης καλείται στην προβολή ενός πρώιμου cut της ταινίας στα στούντιο της Pinewood. Του αρέσει πολύ και ξεκινά δουλειά: κλείνεται στο στούντιό του από τα μέσα του 1981 μέχρι τον Απρίλιο του επόμενου έτους.

 

Οι βασικές μελωδίες του ήταν αυτοσχεδιαστικές, δηλαδή σπίθες και εκρήξεις της φαντασίας του δημιουργού τους που ηχογραφούσε καθώς στη γιγαντοοθόνη έπαιζαν τα rushes της ταινίας του Σκοτ μέσω μιας συσκευής βίντεο που ελεγχόταν από τον ίδιο.

 

Όλα αυτά στον μυθικό του χώρο ονόματι «Nemo», ένα στούντιο κοντά στη Marble Arch του Λονδίνου, όπου κρυβόταν ένας πραγματικός θησαυρός από συνθεσάιζερ, εφέ και μπομπινόφωνα, αξίας περίπου ενός εκατομμυρίου λιρών. Όλα τους φυσικά, τοποθετημένα σε κοντινή απόσταση, ούτως ώστε να επιτρέπουν στον Βαγγέλη να κινείται ανάμεσά τους πότε ως συνθέτης, πότε ως περφόρμερ και πότε ως ηχολήπτης και παραγωγός του εαυτού του.

 

«Blade Runner» • Main Theme • Vangelis

Όπως και η ταινία, έτσι και η μουσική του Βαγγέλη ανήκει σε μια δική της χρονική διάσταση, εκεί όπου μπορεί να συνυπάρχει το μέλλον (τα υψίσυχνα synths με πρωταγωνιστή ένα Yamaha CS-80, αξεπέραστο όργανο μέχρι και σήμερα) με το παρελθόν (τζαζ μοτίβα, παλιά, φθαρμένα blues – θυμηθείτε το εκπληκτικό «One more kiss dear» που τραγουδά ο Ντον Πέρσιβαλ) σε έναν τόπο βαθιά ριζωμένο στην πολυπολιτισμικότητα: η συμμετοχή του Ντέμη Ρούσσου στο «Tales of The Future», με τον ερμηνευτή σε ρόλο μεταμοντέρνου Ιμάμη, απογειώνει τον ηλεκτρονικό sci-fi διάκοσμο του Βαγγέλη σε διαπλανητικά ύψη.

 

Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Βαγγέλη Παπαθανασίου, ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε αυτό να πει για τον αγαπημένο του συνεργάτη: «Κάθε βράδυ, μετά το μοντάζ, πήγαινα στο στούντιό του, τις περισσότερες φορές για να κουβεντιάσουμε τους συγχρονισμούς και τα κοψίματα των μουσικών φράσεων. Ένα βράδυ από αυτά λοιπόν, φαινόταν ενθουσιασμένος. Μου είπε: ‘‘Νομίζω πως βρήκα τον ήχο της ταινίας σου’’. Καθίσαμε μπροστά από την κονσόλα και πάτησε το κουμπί. Θρύλοι και δοξασίες για ρέπλικες και blade runner ξεπήδησαν από μια μαύρη γιγαντοοθόνη.

 

Το υπόβαθρο εδώ ήταν ο ήχος, όχι η μουσική. Στο βάθος μπορούσες να ακούσεις ακόμα και τη σειρήνα του πλοίου… χωρίς καμιά εξήγηση. Ούτε στιγμή δεν το αμφισβήτησα. Το λάτρεψα. Εν τέλει το υπόβαθρο του ήχου μεταμορφώθηκε σε μια ήρεμη ουβερτούρα που εξερράγη σε ένα κύμα μουσικής και ήχου, αποκαλύπτοντάς μου το Λος Άντζελες του 2019 και μεταφέροντάς με στο μέλλον. Το σκορ του Βαγγέλη ήταν η καρδιά και η ψυχή του "Blade Runner"».

 

Μια ταινία που δεν άρεσε ούτε στο κοινό, ούτε σε αυτούς που τη χρηματοδότησαν, ούτε σε αυτούς που τη γύρισαν

 

Ο Ρίντλεϊ Σκοτ έχει μάθει να δουλεύει σε άλλους ρυθμούς. Τα ωράρια των αμερικανικών τεχνικών (και των σωματείων τους) τού φαίνονται ακατανόητα και η τελειομανία του εξωθεί τη σχέση του με τους πάντες στα άκρα. Κάπως έτσι τα γυρίσματα βγαίνουν εκτός χρόνου και οι χρηματοδότες της παραγωγής, κυρίως οι Μπαντ Γιόρκιν και Τζέρι Περετσίνο της συμπαραγωγού εταιρείας Tandem, αρχίζοντας να βλέπουν τις πρώτες ολοκληρωμένες σκηνές, έντρομοι διαπιστώνουν πως δεν πληρώνουν για έναν νέο «Πόλεμο των Άστρων» αλλά για ένα πολύ σκοτεινό –και πολύ «βρόμικο» στην όψη– φιλμ.

 

Ο Σκοτ στο μεταξύ θέλει να ξαναγυρίσει το υλικό που κινηματογραφήθηκε τις πρώτες δύο εβδομάδες των γυρισμάτων, αλλά οι υπεύθυνοι της Tandem αποφασίζουν να χειριστούν μόνοι τους το final cut της ταινίας και διοργανώνουν κάποιες δοκιμαστικές προβολές με κοινό, τα λεγόμενα test previews.

 

Οι πρώτες μαρτυρίες είναι απελπιστικές: το κοινό μισεί την ταινία. Οι παραγωγοί έχουν μια ιδέα: βάζουν τον Χάρισον Φορντ να εκφωνήσει μια σειρά από μονολόγους στο στυλ των παλιών φιλμ νουάρ, που ουσιαστικά κάνει «νιανιά» (που λέγαμε μικρά) το όλο υπαρξιστικό ρεζουμέ της ταινίας. Απελπισμένος, ο Φορντ αποφασίζει να κάνει τη δουλειά του, αλλά όσοι έχουν δει το theatrical cut ξέρουν πόσο βαριεστημένος και άχρωμος ακούγεται εκεί. Ε, τώρα ξέρετε το γιατί.

 

Οι Γιόρκιν και Περετσίνο αποφασίζουν επίσης να φτιάξουν ένα happy end, χρησιμοποιώντας υλικό που είχε ξεμείνει από την εισαγωγική εναέρια σεκάνς της «Λάμψης» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ο ντετέκτιβ και η ρέπλικα φεύγουν για να ζήσουν ελεύθεροι τον έρωτά τους – κι αυτή θα ζήσει για πάντα.

 

 

Στις 25 Ιουνίου του 1982, το «Blade Runner» θα έβγαινε στις αίθουσες συγκεντρώνοντας πλήθος αρνητικών κριτικών και αδιαφορία από το κοινό. Κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, ακόμα και μετά τις αλλαγές της παραγωγής. Το «Blade Runner» παρέμενε «κλειστό», η δε «ανθρωπιά» του αντηχούσε μονάχα μέσα από την κακοφωνία της πόλης, έμοιαζε ορατή μονάχα σε αναμνησιακές φλασιές δευτερολέπτων, σε παράξενες παύσεις κενών χρόνων (που το έκαναν για πολλούς «αργό» και «βαρετό» – που να δουν Μπέλα Ταρ δηλαδή). Έτσι, ενώ όλοι μίλησαν με τα καλύτερα λόγια για το αισθητικό του κομμάτι, έδειξαν σχεδόν ενοχλημένοι με την αφήγησή του.

 

Από την άλλη, είχες και τους θεατές που είχαν φρέσκο ακόμα το «2001» (και μερικοί ίσως το «Alphaville» και το «Solaris») και αντιλήφθηκαν αμέσως πως εδώ έγινε μια κάποια σοβαρή προσπάθεια εξερεύνησης της αστικής κουλτούρας μέσα από το πρίσμα της επιστημονικής φαντασίας.

 

Φυσικά, ήταν ελάχιστοι: η ταινία μάζεψε 6,15 εκατομμύρια δολάρια το πρώτο Σαββατοκύριακο, ελάχιστα για μια ταινία ευρείας κυκλοφορίας (βγήκε σε 1.290 οθόνες!), και μετά, άρχισε να πέφτει. Τα τελικά κέρδη της αρχικής προβολής της ήταν μόλις δεκατέσσερα εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή τα μισά δηλαδή απ’ όσα είχε στοιχίσει. Ευτυχώς, εκείνα τα χρόνια η βιντεοκασέτα είχε αρχίσει να στήνει το δικό της παιχνίδι στην αγορά – όπως και η καλωδιακή τηλεόραση. Το στούντιο κατέβασε άρον άρον την ταινία από τα σινεμά και τη διέθεσε σε αυτά τα καινούργια μέσα. Η απόσβεση έγινε γρήγορα.

 

Την ιστορία την ξέρετε: από το 1982 ως σήμερα το «Blade Runner» έχει παρουσιαστεί σε οκτώ διαφορετικές εκδοχές. Μπορείτε να διαβάσετε να εξαιρετικά κατατοπιστικό κείμενο γι’ αυτές εδώ.

 

Επίλογος

Απέτυχε εμπορικά στην εποχή του. Οι δε κριτικοί (στην Αμερική τουλάχιστον) δεν κατάλαβαν ποτέ περί τίνος πρόκειται. Κι όμως σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, μιλάμε γι' αυτό με σεβασμό και δέος. Το «Blade Runner» έσμιξε μοναδικά το φιλμ νουάρ με την επιστημονική φαντασία (στην πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή αυτού που αποκαλούμε cyberpunk) για να αφηγηθεί μια ιστορία αλλά και για να αναρωτηθεί τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.

 

Η θλίψη του πηγάζει από ένα concept του μέλλοντος που πατά πάνω σε ένα θεώρημα: κάθε έτος, κάθε μήνας, κάθε δευτερόλεπτο τεχνολογικής εξέλιξης «σβήνει» σιγά σιγά τον ανθρώπινο παράγοντα από τον χάρτη της μνήμης και του πεπρωμένου. Ίσως γι’ αυτό επιστρέφουμε ξανά και ξανά στο «Blade Runner», για να βεβαιωθούμε πως αυτά τα δάκρυα στη βροχή δεν έχουν χαθεί.