ΤΟ 'ΧΕ ΠΑΡΑΠΟΝΟ Ο ΣΤΙΒΕΝ ΚΙΝΓΚ. Δεκαετίες και δεκαετίες τα μυθιστορήματά του καταναλώνονταν παντού σαν φρέσκο ψωμί, αλλά ο ίδιος δεν καλούνταν ποτέ να μιλήσει για τη «γλώσσα», το πρωταρχικό εργαλείο κάθε συγγραφέα.

Τέτοιου είδους ερωτήσεις απευθύνονται προς «τους Ντε Λίλο, Απντάικ και Στάιρον», αλλά όχι και προς «τους συγγραφείς που γράφουν για το πλατύ κοινό» θα σημείωνε το 1999 στο «On writing». «Εν τούτοις, πολλοί από εμάς τους παρακατιανούς νοιαζόμαστε, επίσης, με τον δικό μας ταπεινό τρόπο για τη γλώσσα, και νοιαζόμαστε με πάθος για την τέχνη της αφήγησης ιστοριών στο χαρτί»

Όσοι καταβροχθίζουν τις ιστορίες του Κινγκ με ηδονή, είτε πρόκειται για ρεαλιστικές συνθέσεις, όπου συνοψίζονται τα χαρακτηριστικά των λαϊκών ανθρώπων στις ΗΠΑ, είτε πρόκειται για ιστορίες που εκτυλίσσονται στον χώρο του υπερφυσικού, ξορκίζοντας σημερινούς μας φόβους, δεν μπορεί παρά να απολαύσουν και αυτό το μη μυθοπλαστικό βιβλίο του.

Μεταξύ αυτοβιογραφίας και δοκιμίου, γραμμένο τη χρονιά που ο ίδιος ανάρρωνε από ένα ατύχημα που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή, το «Περί συγγραφής» (μετ. Μ. Μακρόπουλος, Bell, 2006) είναι μια γλαφυρή ξενάγηση σε καίρια στιγμιότυπα της εφηβικής κι ενήλικης ζωής του και, παράλληλα, ένας οδηγός προς φερέλπιδες πεζογράφους με συμβουλές αντλημένες από την εμπειρία του.

 

«Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι τα ναρκωτικά και το αλκοόλ είναι αναγκαία για ν’ αμβλύνουν μια οξύτερη ευαισθησία δεν είναι παρά δικαιολογίες. Ο Χέμινγουέι και ο Φιτζέραλντ δεν έπιναν επειδή ήταν δημιουργικοί, αποξενωμένοι ή ηθικά αδύναμοι. Έπιναν επειδή αυτό κάνουν οι αλκοολικοί».

Οι συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε (απ' το ένα τροχόσπιτο στο άλλο), τα πρώτα του διαβάσματα (από κόμικς μέχρι Τζακ Λόντον και Έντγκαρ Άλαν Πόε), η σχέση με τη σύντροφό του («ο συνδυασμός υγιούς σώματος και σταθερής σχέσης με μια ανεξάρτητη γυναίκα που δεν ανέχεται καθόλου ανοησίες έχει κάνει δυνατή τη συνέχιση της επαγγελματικής μου ζωής») η διαδρομή του ως την πρώτη επιτυχία («Κάρι»), η περιπέτειά του με τα ναρκωτικά, παρατίθενται μ’ έναν λόγο άμεσο κι εξομολογητικό, ως πρελούδιο των κεφαλαίων που αφορούν αποκλειστικά τα περί συγγραφικής τέχνης, στα οποία δεσπόζει η παρακάτω προτροπή: «Αν θέλετε να γίνετε συγγραφέας, πρέπει πάνω απ’ όλα να κάνετε δύο πράγματα. Να διαβάζετε πολύ και να γράφετε πολύ. Δεν γνωρίζω κανέναν τρόπο να παρακάμψετε αυτά τα δύο».

Ο Στίβεν Κινγκ ανήκει στο είδος των παραμυθάδων που ακόμα και τίποτε δικό του να μην έχει διαβάσει κανείς, μπορεί εύκολα ν’ ανακαλέσει ταινίες που βασίστηκαν σε βιβλία του: τη «Λάμψη» του Κιούμπρικ, το «Κριστίν» του Κάρπεντερ, το «Κάρι» του Ντε Πάλμα, τη «Νεκρή ζώνη» του Κρόνενμπεργκ, το «Μίζερι» και το «Στάσου πλάι μου» του Ράινερ, αλλά και παραγωγές όπως το «Πράσινο μίλι», το «Ντολόρες Κλέιμπορν» ή το «Τελευταία έξοδος Ρίτα Χέιγουορθ».

Ο συγγραφέας που, σε πείσμα της περιφρόνησης που του επιφύλασσαν οι ακαδημαϊκοί κύκλοι, τιμήθηκε το 2003 για τη συνεισφορά του στα αμερικανικά γράμματα από το Εθνικό Ίδρυμα Βιβλίου των ΗΠΑ, από μαθητής ακόμα, είχε επιλέξει να εκφραστεί μέσα από ιστορίες τρόμου.

«Αυτό που δεν καταλαβαίνω Στίβι, είναι γιατί να γράφεις τέτοια σκουπίδια», του είπε μια δασκάλα του, βλέποντας ένα από τα πρωτόλειά του που είχε φωτοτυπήσει σε αντίγραφα και πουλούσε στους συμμαθητές του έναντι 25 σεντς. «Είσαι ταλαντούχος. Γιατί να σπαταλάς τις ικανότητές σου;».

Ο Κινγκ δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Ντρεπόνταν, ομολογεί, όπως θα ντρεπόταν για καιρό για όσα έγραφε. «Νομίζω πως έφτασα σαράντα χρονών για να συνειδητοποιήσω ότι σχεδόν κάθε πεζογράφος ή ποιητής έχει κατηγορηθεί ότι χαράμισε το ταλέντο που του έδωσε ο Θεός. Αν γράφεις, αν ζωγραφίζεις, ή χορεύεις, ή τραγουδάς, φαντάζομαι κάποιος θα προσπαθήσει να σε κάνει να αισθάνεσαι χάλια γι’ αυτό»

Η μητέρα του πάντως –εγκαταλελειμμένη σύζυγος δύο παιδιών, με ναυαγισμένη τη φιλοδοξία της να γίνει σολίστ του πιάνου– πάντα τον ενθάρρυνε. Το ίδιο και η γυναίκα του, η Ταμπίθα. Στη δική της πίστη οφείλει το ότι, αντί ν’ αφήσει στον κάλαθο των αχρήστων τα πρώτα κεφάλαια του «Κάρι», στρώθηκε και το ολοκλήρωσε.

Συνδυάζοντας δύο άσχετες μεταξύ τους ιδέες, την εφηβική σκληρότητα και την τηλεκινησία, ο Κινγκ έπλασε το πορτρέτο μιας μοναχικής και ρεζιλεμένης από τους συμμαθητές της Κάρι που μετατρέπεται σε κινούμενη απειλή, και από το 1974 η ζωή του άλλαξε για πάντα.

Πολλοί πιστεύουν ότι στο «Μίζερι», μέσα από την ιστορία μιας σαλεμένης αναγνώστριας ρομάντζων εποχής που αιχμαλωτίζει και βασανίζει ανελέητα τον αγαπημένο της συγγραφέα, ο Κινγκ εξερευνούσε την καταπίεση που εξασκεί το κοινό της μαζικής κουλτούρας πάνω στους δημιουργούς της. Ωστόσο, όπως ομολογεί στο «Περί συγγραφής», η ψυχωσική νοσοκόμα του μυθιστορήματός του ήταν στην πραγματικότητα η κοκαΐνη από την οποία ο ίδιος πάλευε ν’ απεξαρτηθεί.

«Η ιδέα ότι η δημιουργική προσπάθεια και οι ψυχοτρόπες ουσίες είναι πράγματα αλληλένδετα, είναι ένας από τους μεγάλους δημοφιλείς διανοουμενίστικους μύθους του καιρού μας» υποστηρίζει. «Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι τα ναρκωτικά και το αλκοόλ είναι αναγκαία για ν’ αμβλύνουν μια οξύτερη ευαισθησία δεν είναι παρά δικαιολογίες. Ο Χέμινγουέι και ο Φιτζέραλντ δεν έπιναν επειδή ήταν δημιουργικοί, αποξενωμένοι ή ηθικά αδύναμοι. Έπιναν επειδή αυτό κάνουν οι αλκοολικοί».

Στα περισσότερα έργα του Κινγκ οι βωμολοχίες αφθονούν. «Αν ήμουν ένας τύπος σαν τον Χένρι Τζέιμς ή την Τζέιν Όστιν», εξηγεί, «και είχα μόνο αριστοκράτες ή έξυπνους και καλλιεργημένους χαρακτήρες στα βιβλία μου, δεν θα χρησιμοποιούσα σχεδόν ποτέ βρόμικες λέξεις. Κι ίσως έτσι να μην απαγορευόταν κανένα βιβλίο μου στις αμερικανικές σχολικές βιβλιοθήκες. Όμως, μεγάλωσα ως μέλος της κατώτερης μεσαίας τάξης και γι’ αυτούς τους ανθρώπους μπορώ να γράψω με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και γνώση».

Αυτές οι δυο λέξεις είναι τα κλειδιά της τέχνης του Κινγκ. Σ’ αυτές στηρίζονται και οι συμβουλές του. «Γράψτε για οτιδήποτε θέλετε, αρκεί να λέτε την αλήθεια», επιμένει. «Μη γυρίσετε την πλάτη σ’ αυτό που αγαπάτε για να εντυπωσιάσετε τους γύρω σας».

Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, ο ίδιος δεν εμπιστεύεται την πλοκή. Η κατάστρωση της πλοκής και ο αυθορμητισμός της αληθινής δημιουργίας δεν συμβιβάζονται, λέει. Για τον Στίβεν Κινγκ οι ιστορίες είναι κάτι που απλώς βρίσκεις, όπως ανακαλύπτεις απολιθώματα στη Γη.

«Οι ιστορίες είναι λείψανα, κομμάτια ενός ανεύρετου προϋπάρχοντος κόσμου». Κι ο σκοπός της συγγραφής «δεν είναι να βγάλεις λεφτά, να γίνεις διάσημος, να γνωρίσεις ερωτικούς συντρόφους, να κάνεις φίλους. Σκοπός της είναι να πλουτίζει τη ζωή εκείνων που θα διαβάσουν το έργο σου καθώς και τη δική σου. Είναι να στέκεσαι στα πόδια σου, να ξαναβρίσκεις τις δυνάμεις σου, να ξεπερνάς τις δυσκολίες. Η συγγραφή είναι ό,τι το νερό για τη ζωή. Πιείτε όσο τραβάει η ψυχή σας».

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου