Ο μπαμπάς ήταν Ζακυνθινός, σιδηροδρομικός. Η μητέρα έπλενε πιάτα και μαγείρευε σε ένα μαγέρικο που είχαν οι γονείς της στην Ολυμπία. Εκεί ήταν το τέρμα των τρένων και διανυκτέρευαν οι σιδηροδρομικοί, οπότε κατέβαιναν στο μαγέρικο να φάνε. Σε αυτό το υπόγειο παλιότερα κατέβαιναν και οι αρχαιολόγοι που έκαναν ανασκαφές. Ένα βράδυ ο παππούς ανακοίνωσε: «Γεννήθηκε ένα κοριτσάκι και κερνάω». Ένας από τους αρχαιολόγους είπε: «Θέλω να το βαφτίσω. Ήταν ο Σλήμαν. Έτσι κι έγινε, ήρθε από τις Μυκήνες και τη βάφτισε Μυκήνα. Όταν την είδε ο πατέρας μου στο μαγέρικο, τη ζήτησε και την πήρε. Πήγανε να ζήσουν στα Ταμπούρια γιατί οι σιδηροδρομικοί είχαν τη βάση τους στον Πειραιά. Πολύ ήσυχη και συμπαθητική περιοχή, με πολύ γλυκείς ανθρώπους. Όλη η γειτονιά ήταν σαν μια οικογένεια. Οι κυρίες δίπλα ήταν σαν θείες. Έβγαινε η μαμά με ένα σκαμνάκι στην πόρτα να καθαρίσει φασολάκια και έβγαινε η κυρία Ιουλία από απέναντι κι έπιαναν κουβέντα. Μετά έπαιρνε το σκαμνάκι της κι ερχόταν δίπλα. Υπήρχε περισσότερη αγάπη απ' ό,τι στο χωριό.
- Ο πατέρας μου ήταν άτυχος, πέθανε πολύ γρήγορα από πνευμονία και η μάνα μου έμεινε πολύ νέα χήρα. Μας βρήκε τους δυο μας το κακό του πολέμου κι έτσι με πήρε και κατεβήκαμε στα Ολύμπια, όπου και μεγάλωσα. Η μάνα ήταν αγωνίστρια, δυναμική και παρά το ότι έχασε τόσο νωρίς τον πατέρα μου, αντεπεξήλθε πάρα πολύ καλά.
- Ήταν σωστή η απόφαση να κατέβουμε εκεί γιατί αποφύγαμε τη λαίλαπα του πολέμου μέσα στον Πειραιά, καθώς ο κόσμος εδώ δεινοπάθησε. Είχαμε κότες, είχαμε αυγά, είχαμε λάδι. Όταν ήταν η συγκομιδή, έπαιρνα από το σχολείο άδεια για να πάω να κάνω μερικά μεροκάματα και να πάρω λάδι για το σπίτι. Διεξήλθαμε το κακό κάπως πιο ανώδυνα σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Στα Ολύμπια έβγαλα το Γυμνάσιο, σε μια εποχή πάρα πολύ δύσκολη. Ο θεολόγος μάς έκανε Ελληνικά κι ο γυμναστής Ιστορία. Ήταν, βέβαια, εκπληκτικός, τώρα που τον θυμάμαι, γιατί φαινόταν ότι δούλευε πολύ. Διάβαζε κι ερχόταν στην τάξη τεταμένος για να μας διδάξει το μάθημα. Υπήρχε όμως και ο ποδαρόδρομος 5 χιλιομέτρων που έπρεπε να κάνουμε καθημερινά από την Ολυμπία στο Πελόπιο, όπου βρισκόταν το Γυμνάσιο. Μια διαδρομή ιδιαίτερης έξαψης, και στον πηγαιμό και στην επιστροφή. Ένας απέραντος παιδότοπος, οι ανασκαφές, παίζαμε ποδόσφαιρο, γράφαμε ερωτικές επιστολές. Όλα ήταν ειδυλλιακά. Έμαθα κολύμπι στον Αλφειό.
Είναι μεγάλη ικανοποίηση όταν δικαιώνεται η επιλογή σου όσον αφορά την πορεία που έχεις διαγράψει. Κι όταν δικαιώνεται η επιλογή σου, σημαίνει ότι φτάνεις κάπου, όπου αποχαιρετάς αυτό το ταξίδι πλήρης, ευδαίμων! Κι αυτό έχει σημασία.
- Υπήρχε ένα δέος των Γερμανών για τις αρχαιότητες. Αυτό εισπράξαμε εμείς. Υπήρχε εξωτερικό ιατρείο και αν είχες κάτι πήγαινες και σε εξέταζε ο Γερμανός γιατρός. Σου έδινε τη συνταγή την οποία εκτελούσε το φαρμακείο των Γερμανών. Έτσι γνωρίσαμε εμείς την Κατοχή των Γερμανών στην Αρχαία Ολυμπία.
- Στην ευρύτερη περιοχή, παρ' όλα αυτά, υπήρχε εντατική αντίσταση. Στα βουνά είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν οι αντάρτες. Αυτά τα μαθαίναμε ως μια απόμακρη ιστορία και φαντασιωνόμασταν. Μας γοήτευε αυτή η ιστορία. Θυμάμαι ακόμα τη συγκλονιστική εικόνα απ' όταν αποσύρθηκαν οι δυνάμεις Κατοχής στα μεγάλα αστικά κέντρα και είδαμε τους αντάρτες να παρελαύνουν μέσα στο χωριό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Αντώνιο, δεσπότη της Ηλείας. Η μητρόπολή του ήταν στον Πύργο, αλλά, σαν μια εσωτερική επιταγή, έφυγε και πήγε να ευλογήσει τα όπλα των ανταρτών. Αξέχαστη μου έχει μείνει μια γιορτή του Ευαγγελισμού που έκανε μια εκδήλωση αναπόλησης της 25ης Μαρτίου και είδαμε αυτόν το φοβερό στρατηλάτη, τον Αντώνιο, να ανεβαίνει σε μια εξέδρα και να αρχίσει να μιλάει προς τη σημαία. Είχε μαζευτεί ολόκληρο το αντάρτικο Πελοποννήσου και με το που έβγαλε την πρώτη φράση, άρχισαν οι μπαταριές. Χάλασε ο κόσμος. Τον πήραν τα ζουμιά, αλλά συνέχισε. Αυτό είναι μια συγκλονιστική μου ανάμνηση. Τέλειωσε αυτή η ιστορία, τέλειωσε και η Κατοχή κι εγώ ανέβηκα στο σπίτι στον Πειραιά. Έζησα φοβερά πράγματα του Εμφυλίου, εκτελέσεις των μεν και των δε, λαϊκά στρατοδικεία.
- Ξημέρωσε η Απελευθέρωση σε μια Ελλάδα που δονούνταν από μια προωθημένη Αριστερά. Αυτό το είδαν ορισμένοι και επιχείρησαν να το σταματήσουν – όντως το πέτυχαν. Μέχρι ο Τσόρτσιλ ήρθε με στρατηγούς και κόσμο από μέρη όπου εκτεινόταν η σφαίρα επιρροής τους. Τους έφεραν εδώ ως στράτευμα και δημιούργησαν τον Εμφύλιο. Τότε έγιναν και τα Δεκεμβριανά. Ήταν μεγάλες στιγμές. Ήμουν πια στην Αθήνα και θυμάμαι που χάλαγε ο κόσμος. Μετά έγινε η μπλόφα της Βάρκιζας, και μετά από αυτό δημιουργήθηκε το δεύτερο αντάρτικο. Διαψευσμένοι και εμπαιγμένοι οι Αριστεροί, με το που παρέδωσαν τα όπλα τούς μάζεψαν και τους πήγαν στη Μακρόνησο. Μεγάλες προσωπικότητες βρέθηκαν εκεί πέρα.
- Ενεργός πολιτικά δεν ήμουνα, αλλά σίγουρα υποψιασμένος, διότι στο χωριό υπήρχε μια ορισμένη ατμόσφαιρα. Μια θρησκευόμενη κατάσταση με την Αριστερά γιατί είχαμε ωραίους ανθρώπους που μπαινόβγαιναν στη φυλακή. Και μιλούσαν στα καφενεία, υπήρχε μια ανταλλαγή ιδεών και απόψεων για όλα αυτά.
- Έζησα τη δίκη των αεροπόρων, τη δίκη του Μπελογιάννη, ήταν η εποχή του Παπάγου, του Πλαστήρα. Προσωπικά δεν ήμουν μάχιμος, το ομολογώ. Είχαμε πολλούς αριστερούς φοιτητές στην παρέα μας. Θυμάμαι με πολλή γοητεία έναν φίλο, Θόδωρο Στεφανόπουλο, που δεν υπάρχει πια, με τον οποίο μετρούσαμε τα ψιλά μας να δούμε αν μας έφτανα να μπούμε στην ταβέρνα. Κατεβαίναμε, βάζαμε κρασί στο ποτήρι και λέγαμε «εις υγείαν του έρωτα και της επανάστασης!». Ήταν ωραίο το ξεθάρρεμα αυτό και είχαν αρχίσει και τα κορίτσια να ενδίδουν σε αυτό.
- Είχα θείους κάπως ευκατάστατους στην Αθήνα, οι οποίοι με περίμεναν να ανέβω να με «δρομολογήσουν». Αυτός ήταν ο αρχικός στόχος. Έλα όμως που ένα βράδυ πήγα και είδα στο Εθνικό τον Θείο Βάνια σε σκηνοθεσία Κουν! Βγήκα από το θέατρο και κόντεψαν να με κόψουν τα αυτοκίνητα. Από τη γοητεία που είχε ασκηθεί επάνω μου δεν έβλεπα πού πήγαινα. Ο σπόρος είχε πέσει απ' όταν ήμουν στο χωριό, όπου είχαμε γράψει θέατρο με έναν ξάδερφό μου και το ανεβάσαμε σε μια ταράτσα. Υπήρξε προσέλευση κι εγώ γοητεύτηκα. Περνούσαν και μπουλούκια από τον Πύργο, όπου πηγαίναμε και βλέπαμε θέατρο β' κατηγορίας. Υπήρχαν κάποιοι ψαγμένοι, υποψιασμένοι. Τους άκουγα να μιλάνε για το θέατρο κι έτσι έγινε και είδα εκείνη την παράσταση στο Εθνικό. Μαγικό πράγμα! Και λέω «εγώ τώρα τι κάνω;». Δούλευα σε ένα μαγαζί στην οδό Σταδίου. Δεν μπορούσα να επιστρέψω εκεί. Ανακατεύτηκα με δουλειές του ποδαριού, κυνηγώντας το μεροκάματο, μέχρι που είπα: «Δεν αντέχω. Πρέπει να πάω σε μια δραματική σχολή». Κατέβηκα στο Υπόγειο και βρήκα τον δρόμο μου. Ήμουν 28 χρονών.
- Άλλαξε άρδην η ζωή μου. Ο Κουν ήταν στις μεγάλες του εμπνεύσεις. Συμμετείχα στους Όρνιθες και πήγα στο Παρίσι. Πρώτη φορά που βγήκε το Θέατρο Τέχνης από την Ελλάδα στο θέατρο της Σάρα Μπερνάρ. Κάναμε τα πουλιά και νομίζαμε ότι πετάγαμε. Κάποια στιγμή είπε ο Κουν το τρομακτικό: «Από πάνω, θα αργείτε να κατεβαίνετε προς τα κάτω». Κι ο Λαζάνης του λέει: «Κάρολε, ούτε ο Νιζίνσκι θα μπορούσε». Τι συναντήσαμε εκείνο το βράδυ στο Παρίσι! Ζαν Μορώ, Ζαν Βιλάρ, Ιονέσκο! Αυτοί όλοι, χειροκροτώντας, ανέβηκαν πάνω στη σκηνή. Φαντάσου την Μπαρντό να έρχεται κατά πάνω σου να σε αγκαλιάσει. Οι μεγαλύτεροι σταρ ήταν εκεί!
- Το Παρίσι! Έλεγα: «Θα περάσω από αυτήν τη ζωή χωρίς να γνωρίσω αυτή την πόλη;». Γιατί έτσι θα γινόταν, αν δεν με είχε πάει ο Κουν. Παρόλο που ήταν Ιούλιος, ενέσκηψε ένας βαρύς χειμώνας κι εμείς ήμασταν απροετοίμαστοι. Φορέσαμε όσα πουκάμισα είχαμε, σακάκι από πάνω, και πάλι δεν μπορούσαμε να ζεσταθούμε. Τη βγάζαμε πάρα πολλές ώρες μέσα στο Λούβρο. Χωνόμασταν μέσα για να ζεσταθούμε. Αλλά και τα οικονομικά μας ήταν πενιχρά. Πήγαμε με τον φίλο Δημήτρη Αστεριάδη σε ένα ρεστοράν και φάγαμε και όταν ήρθε ο λογαριασμός, τρομάξαμε. Δεν ξαναπατήσαμε. Παίρναμε ψωμί, τυρί και σαλάμι και τρώγαμε στο ξενοδοχείο. Αλλά η εμπειρία ήταν συγκλονιστική.
- Μελαγχόλησα πολύ όταν ο Κουν μου είπε ότι δεν θα υπήρχε συνέχεια. Βέβαια, όταν με πήρε ο Μυράτ κολακεύτηκα. Ο Μυράτ δεν ήταν της ιδιοσυγκρασίας μας. Ήταν, όμως, ένας έγκριτος άνθρωπος του χώρου, διανοούμενος, και ανέβαζε καλά έργα. Πολλές φορές κατέβαινα στο καμαρίνι του και πέταγα μια κουβέντα για να κάνει διάλεξη. Ήταν σαν «βιβλιοθήκη». Με πήρε στο Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, στη δεύτερη σεζόν του, με το οποίο πήγαμε στο Φεστιβάλ στη Λισαβόνας. Ήταν η εποχή της δικτατορίας του Σαλαζάρ με περίπολους στους δρόμους. Ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με αυτού του τύπου το καθεστώς. Στο μεταξύ, ο Μουσούρης θα ανέβαζε τις Τρεις Αδελφές. Εκκολαπτόμενος, αλλά αλαζών, του λέω «θέλω να παίξω». «Δεν σας ξέρω και δεν μπορώ να σας εμπιστευτώ» μου απάντησε. Τον επόμενο χρόνο χτυπάει το τηλέφωνο και είναι αυτός. Ανέβαζε το Ταβάριτς, ένας Ρώσος εμιγκρές στο Παρίσι και όλοι του είχαν υποδείξει εμένα. Δεν έβγαλα άχνα. Δεν με θυμήθηκε ούτε όταν με είδε από κοντά, ούτε εγώ του υπενθύμισα την προηγούμενη συνάντησή μας. Ήταν μεγάλη επιτυχία. Ένας πρωταγωνιστής αλεξιπτωτιστής ανάμεσα σε γνωστούς ηθοποιούς.
- Είχα έναν ρόλο στον Εγωισμό του Δαλιανίδη και την επομένη της πρεμιέρας, ενώ ήμουν στα γραφεία της Δαμασκηνός - Μιχαηλίδης, μπαίνει ένας κύριος και μου λέει «συγχαρητήρια για χθες». Δεν είχα πάει στην πρεμιέρα, γιατί ντρεπόμουν να ανέβω στο κόκκινο χαλί. Μου λέει «να πάτε να το δείτε, ήσασταν καλός» και μου ζητάει το τηλέφωνό μου. Ήταν ο Βασίλης Γεωργιάδης. Το καλοκαίρι κάναμε το Χώμα βάφτηκε κόκκινο και η συνεργασία μας δεν σταμάτησε έκτοτε. Συνέχισε στην τηλεόραση, χρόνια αργότερα, με τους «Πανθέους».
- Χάρη στον Εγωισμό γνώρισα τον Τάκη Κανελλόπουλο, ο οποίος έψαχνε τον δεύτερο ρόλο για την Εκδρομή και του είχαν μιλήσει για μένα. Συναντηθήκαμε για μια οντισιόν και μετά από μία ώρα που μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων, του λέω: «Δεν θα κάνουμε την οντισιόν για την οποία ήρθα;». «Όλη αυτή την ώρα αυτό κάνουμε» μου απάντησε! Ήταν ένας φωτισμένος και στοχαστικός σκηνοθέτης, που είχε ανεπτυγμένη την αίσθηση του πλάνου. Καλλιτέχνης με μεγάλη φαντασία και δημιουργική έξαψη. Η γνωριμία μας υπήρξε ανεπάντεχη, αλλά πήρε καλό δρόμο στην εξέλιξή της.
- Μέσα στην επιτυχία του Μουσούρη έρχεται η πρόταση του Κουτσομύτη για τον «Άγνωστο πόλεμο». Μέχρι εκείνη την ώρα η τηλεόραση δεν ήταν καθόλου ελκυστική. Φοβόμουν και καθώς ήμουν πρωταγωνιστής σε ένα από τα καλύτερα θέατρα της Αθήνας, σκεφτόμουν: «Να σπάσω τα μούτρα μου στην τηλεόραση, να γίνω ρεζίλι;». Ο Κουτσομύτης με έπεισε να παίξω. Άρχισαν οι προβολές και μετά από 4-5 εβδομάδες, μια Κυριακή, βγαίνω στη σκηνή και χαλάει ο κόσμος. Πέταγαν γαρδένιες, σαν να ήμασταν στα μπουζούκια. Αυτό που ακολούθησε τα επόμενα τρία χρόνια ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Σταματούσαν τα πάντα για να δουν τη σειρά. Στους Χαιρετισμούς ο παπάς δεν έβρισκε εκκλησίασμα. Ήταν πολλή μεγάλη επιτυχία, που όμως δέχτηκε καταιγισμό πυρών. Αλλά εγώ δεν είχα λόγο να μην παίξω. Το θέμα ήταν ο πόλεμος της Ελλάδας κατά του φασισμού. Εξυμνούσε το έπος της Αλβανίας, μια μεγάλη δόξα, και με φώναξαν για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ερχόντουσαν στο καμαρίνι μου οι άνθρωποι συγκινημένοι, γιατί ο Φώσκολος που έγραφε το σενάριο αναφερόταν σε μάχες στις οποίες είχαν συμμετάσχει οι ίδιοι. Έπαιξαν πολλοί συνάδελφοι, επίσης, προοδευτικοί. Τότε δεν υπήρχε κανένας δισταγμός για την επιλογή μας και δεν λέγαμε πράγματα που ενοχλούσαν. Είχα μια σκηνή στην οποία είχα συνάντηση με τον στρατιωτικό ακόλουθο της Ιταλίας και του έψελνα τα εξ αμάξης για τον φασισμό. Γιατί να είχα δισταγμό να παίξω αυτήν τη σκηνή; Αργότερα, όμως, αφού έπεσε η χούντα, πέρασα δύσκολα λόγω της συμμετοχής μου στη σειρά. Φάνηκε όμως ότι η αντίδραση αυτή δεν ήταν του κόσμου αλλά κάποιων δημοσιογράφων και ηθοποιών, ανθρώπων που ήταν πιο φανατικοί δημοκράτες από εμένα. Με ταράξανε, αλλά η καριέρα μου δεν σταμάτησε ποτέ. Το θέατρο γέμιζε την περίοδο της Μεταπολίτευσης κάθε βράδυ.
- Τότε ήταν της μόδας ένα αμερικανικό φιλμ, το Love Story, και κάνει η Βουγιουκλάκη το Σ' αγαπώ, βασισμένο σ' εκείνο. Με παίρνει για συμπρωταγωνιστή της. Γυρίσαμε σκηνές σε όλη την Ευρώπη. Έκανε μια μπέιμπι σίτερ που την ερωτεύομαι. Για να δικαιολογηθούν τα πολλά μοντελάκια που άλλαζε, υπήρχε μια σκηνή στη Ρώμη όπου βγαίνουμε από ένα κατάστημα με πολλές σακούλες με ρούχα που υποτίθεται της έκανα δώρο. Αμέσως κάναμε και το Ωραία μου κυρία στο θέατρο. Το ανεβάσαμε καλοκαίρι στο Παρκ και στο Αλίκη τον χειμώνα. Ήταν δουλευταρού και της φιλοσοφίας του καλού ανεβάσματος. Εκείνο το διάστημα γνώρισα και την Τζένη Καρέζη και κάναμε πολλή παρέα. Μάλιστα, με πάντρεψαν μαζί με τον Καζάκο. Είχα κι ένα κτήμα στη Ραφήνα, όπου ερχόντουσαν, παίζαμε τάβλι και τρώγαμε τα προϊόντα της ελληνικής γης. Μια αξέχαστη παρέα. Έπαιξα στο θέατρο μαζί τους και κάναμε και ταινίες μαζί.
- Βοούσε η ζωή γύρω μου και επειδή δεν ήμουν ακριβώς παιδάκι αλλά ένας ώριμος άνθρωπος, προσπαθούσα να έχω αυτοέλεγχο, να βλέπω τον εαυτό μου μέσα σε αυτήν τη δίνη και ταυτόχρονα να τον ελέγχω. Να του λέω «πρόσεχε». Γιατί είχα φοβερές εκδηλώσεις. Ήταν ωραία η ζωή. Πολύς κόσμος, πολλοί και διάφοροι χώροι, πολλές προκλήσεις, αλλά εγώ όλα αυτά τα έζησα και ως πάσχον πρόσωπο. Δεν ήμουν μόνο κατακτητής αλλά και κατεκτημένος. Μου άρεσε αυτό και νομίζω εκεί βρίσκεται η δίνη του έρωτα και της ζωής.
- Ήμουν 30 χρόνια δάσκαλος και καμάρωνα για τα παιδιά μου. Μ' αρέσανε αυτά τα βλαστάρια, αγόρια – κορίτσια, και φτιάξαμε πολύ ωραίες σχέσεις δασκάλου-μαθητών. Γινόντουσαν πολύ ωραία πράγματα, ήταν πολύ ωραίες οι προσεγγίσεις των παιδιών που ξαφνιάζονταν με αυτά που άκουγαν, κυρίως εκείνα που νόμιζαν ότι επρόκειτο για κάτι πάρα πολύ εύκολο. Δουλειά μου ήταν να τα υποψιάσω για κάτι τελείως διαφορετικό, για κάτι σοβαρό, πολύ σημαντικό κι ενδεχομένως πολύ δύσκολο. Πολλοί βγήκαν πρωταγωνιστές.
- Το θέατρο υπήρξε πάρα πολύ ωραία πορεία και πάρα πολύ ωραίο ταξίδι. Τη μια χρονιά έσπαγαν τα ταμεία, την άλλη δεν έσπαγαν. Έπαιξα μεγάλα έργα, μεγάλους συγγραφείς, και στο Εθνικό και στο ελεύθερο θέατρο: Ίψεν, Σαρτρ, Όσκαρ Ουάιλντ, Τσέχοφ, Πιραντέλο και πολύ μπουλβάρ. Γιατί το ήξερα, το είχα μάθει από τον Μουσούρη και δεν το θεωρούσα εύκολο είδος. Πριν από 10-15 χρόνια γνώρισα τη μεγάλη δικαίωση στο θέατρο. Κατέβηκα στο Υπόγειο και έπαιξα ένα έργο δικής μου επιλογής σε σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου, την Προσωπική Συμφωνία του Πίντερ. Το παίξαμε δύο χρονιές. Και από κει ήρθαν στον δρόμο μου ποιοτικά έργα, όπως το Ο Μαρξ στο Σόχο. Η Αθανασία φοβήθηκε ότι θα με κούραζε, γιατί ήταν μονόλογος. Το έπαιζα για πέντε χρόνια. Έκτοτε έχω κάνει καλές επιλογές, όπως πέρσι και φέτος, με τα Τελευταία Φεγγάρια του Φούριο Μπορντόν. Μια ενδοσκόπηση του συγγραφέα σε ένα τεράστιο κοινωνικό θέμα που έχει στην πλοκή του έναν τρομακτικό σπαραγμό, ο οποίος συνεχώς διανθίζεται από πολύ ωραία ψήγματα κωμωδίας. Έχω μαζί μου τον Στέλιο Ψαρουδάκη, που ήταν μαθητής μου και χαίρομαι πολύ που αποδίδει εξαιρετικά στον ρόλο. Όπως και η Άριελ Κωνσταντινίδη, εξαιρετικό πλάσμα, που φέτος την αντικατέστησε η υπέροχη Βάνα Πεφάνη.
- Υπάρχουν οι σκηνοθέτες οι εμπνευσμένοι, που χαίρεσαι να σε χρησιμοποιούν, να σε κατευθύνουν, να δανείζεσαι την έμπνευσή τους και το όραμά τους. Και υπάρχουν σκηνοθέτες διεκπεραιωτές. Μερικές φορές ένα έργο έχει προβλήματα και καλό θα είναι να εμπιστευτείς έναν άλλο άνθρωπο ώστε να το δει «από κάτω» και να σου δώσει τη λύση. Πολλές φορές μπορεί να σου δώσει τη λύση ένας σκηνογράφος ή ένας μουσικός. Αυτό το χαίρεσαι, γιατί το θέατρο απαιτεί συντονισμό.
- Έχω δει πολλές φορές θέατρο του δημιουργού και άλλοτε μου άρεσε, άλλοτε όχι. Η αυθαιρεσία πρέπει να γίνεται από πολύ ταλαντούχο άνθρωπο, που μπορεί να πείθει για την άποψή του. Δεν έχω πειστεί πάντα κι έχω σοκαριστεί πολλές φορές. Δηλαδή, δεν μου αρέσει όταν μου λένε ότι ο Ευριπίδης άλλο ήθελε να πει και όχι αυτό που εσύ έχεις καταλάβει. Σαν να σου λέει ο σκηνοθέτης: «Εγώ θα σου πω τι λέει ο Ευριπίδης». Το θέμα είναι να έχει καταλάβει τον Ευριπίδη, όπως εγώ, και να έχει κάνει μια προσέγγιση που θα σε κάνει πεις: «Τι ωραίο πράγμα σκέφτηκε, μπράβο του». Δεν είμαι αρνητικά προδιατεθειμένος. Δεν πάω στο θέατρο για να αρνηθώ. Ποτέ. Και αν είναι κάτι ακραίο, λέω: «Κοίτα τι ωραίο το έκανε». Πρέπει να είναι σοκαριστικό για να το απορρίψω.
- Έχω εκδώσει δύο μυθιστορήματα και μία ποιητική συλλογή. Για όλα έχω εισπράξει φοβερούς επαίνους. Κυρίως για την ποίησή μου. Πέρσι με κάλεσε ο Ερατοσθένης Καψωμένος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που έκανε μια ημερίδα. Η ποίηση για μένα είναι η καταφυγή μου, το αποκούμπι μου.
- Μοναξιά δεν ένιωσα ποτέ. Ήμουν πάντα πλαισιωμένος από πολύ αγαπητούς φίλους. Όσον αφορά τις σχέσεις μου, με ενδιέφερε να υπάρχει πάντοτε επένδυση συναισθηματική, να υπάρχει συγκινησιακή λειτουργία.
- Αισθάνομαι μια τρυφερότητα και μια καταξίωση για όλους εκείνους που έφυγαν. Χθες ακόμα είδα που έφυγε ο Τσάγκλος, αυτός ο γλυκύτατος άνθρωπος. Κάθε βράδυ μαζευόμασταν στο σπίτι της Τζένης και από άλλους θιάσους και μαλώναμε για τα πολιτικά, σχεδόν βριζόμασταν, αλλά ήταν τόσο γοητευτικά όλα αυτά. Όχι μόνο επί σκηνής αλλά και εκτός σκηνής. Κάθε φορά που φεύγει κάποιος, νιώθω ορφανός, ερημιά, δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι τόσο παρόντες, είναι πλέον απόντες. Αισθάνεσαι μεγάλο πένθος. Με την ηλικία που έχω τώρα έχω ζήσει πάρα πολλές απώλειες στη ζωή μου. Αναφερόμενος στο ενδεχόμενο του τέλους, συνηθίζω να ανατρέχω στην εκκλησιαστική γραφή: «Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και με καλήν απολογία».
- Είναι μεγάλη ικανοποίηση όταν δικαιώνεται η επιλογή σου όσον αφορά την πορεία που έχεις διαγράψει. Κι όταν δικαιώνεται η επιλογή σου, σημαίνει ότι φτάνεις κάπου, όπου αποχαιρετάς αυτό το ταξίδι πλήρης, ευδαίμων! Κι αυτό έχει σημασία.
- Είχα πάντα μια ενοχή, ότι δεν ήμουν όσο ήθελα μάχιμος. Με καθησύχαζε όμως το γεγονός ότι η δουλειά που κάνω είναι ένα μετερίζι. Είναι ένα ανάχωμα. Και σε ικανοποιεί το ότι επιτέλους βρίσκεσαι κάπου και διατυπώνεις το αίτημά σου, την ανησυχία σου, και την καταγγελία σου. Αυτό υπάρχει και στην ποίησή μου.
Info:
Φούριο Μπορντόν
Τα τελευταία φεγγάρια
Σκην.: Άγγ. Αντωνόπουλος
Ερμηνεύουν: Άγγ. Αντωνόπουλος, Β. Πεφάνη, Στ. Ψαρουδάκης
Θέατρο Άλμα
Ακομινάτου 15-17 & Αγ. Κωνσταντίνου, Μεταξουργείο
210 5220100
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO