1.
Το Έργο. Πρόκειται για έναν υποβλητικό και επιβλητικό πίνακα του σπουδαίου Gerhard Richter (Δρέσδη, 1932). Ο τίτλος, Ema (Akt auf einer Treppe), ήτοι Έμα (Γυμνό σε μια σκάλα), παραπέμπει φυσικά στον Marcel Duchamp (1887-1968) και στο ρηξικέλευθο δημιούργημά του από το 1912, το «Nu descendant un escalier», ήτοι «Γυμνό κατεβαίνει μια σκάλα». Ο σπουδαίος Γερμανός εικαστικός επιχειρεί έναν συναρπαστικό διάλογο με τον Γάλλο πρωτοπόρο των πρωτοπόρων. Το ίδιο είχε επιχειρήσει και ο άλλος μεγάλος πρωτοπόρος, ο Joseph Beuys (1921-1986), στήνοντας, το 1964, την εγκατάσταση/παράσταση Das Schweigen des Marcel Duchamp wird überbewertet, ήτοι Η Σιωπή του Marcel Duchamp είναι υπερεκτιμημένη. Δελεάζει τους καλλιτέχνες να διαλογίζονται με προγενέστερα θρυλικά έργα, με έργα που έχουν ανοίξει δρόμους, με έργα που μοιάζουν αξεπέραστα, μοναδικά. Το έργο του Richter θέλει να είναι αισθησιακό, να μιλάει στη σάρκα, να κάνει το αίμα να κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες, απευθύνεται πιο πολύ στην καρδιά παρά στο μυαλό, στον φαλλό μάλλον παρά στον εγκέφαλο. Επαναφέρει την Τέχνη στις θελκτικές της διαστάσεις – καίτοι μοιάζουν τα χρώματα ψυχρά, δεσπόζει το θάλπος, διαχέεται η ζεστασιά του θηλυκού, θέλει να καίει η γυμνότητα.
2.
Το Μυθιστόρημα. Ήδη από τον τίτλο, Η γυναίκα στη σκάλα (μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Κριτική), ο συγγραφέας Bernhard Schlink (Μπίλεφελντ, 1944) δηλώνει ότι θα επιχειρήσει, με τη σειρά του, έναν διάλογο τόσο με τον Gerhard Richter όσο και με τον Marcel Duchamp. Και μάλιστα, έναν διάλογο που θέλει να μας κάνει να σκεφτούμε εκ νέου τον ρόλο της Τέχνης, τον ρόλο του Έρωτα, και επίσης τις πάντοτε τεταμένες και γόνιμες σχέσεις της Τέχνης με τον Έρωτα. Στήνει ένα σκηνικό αλλεπάλληλων εντάσεων και συγκρούσεων, εμπλέκει μία ατίθαση γυναίκα, ας πούμε μοιραία, και τρεις άντρες, εμπλέκει έναν διάσημο πίνακα, εμπλέκει σκοτεινές πτυχές της μεταπολεμικής ιστορίας της Γερμανίας, εμπλέκει την πολιτική, εμπλέκει τις διακυμάνσεις των διαθέσεων, εμπλέκει τις μετατοπίσεις στον χρόνο, εμπλέκει τις αλλαγές στον χώρο, εμπλέκει το πάθος να ζήσει κανείς άνευ ορίων, άνευ όρων. Ο αφηγητής, και σχεδόν πιόνι στη σκακιέρα όπου παίζονται τα παιχνίδια, ενίοτε επικίνδυνα, αιματηρά, της Εξουσίας και του Χρήματος και της Τέχνης, είναι ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, ένας νομικός που υπηρετεί τη Θέμιδα. Ο Καρλ Σβιντ είναι ένας δυναμικός ζωγράφος, αναρχικός και κυνικός, ερωτύλος και άσος στους ελιγμούς. Ο Πέτερ Γκούντλαχ είναι ένας τυπικός Γερμανός επιχειρηματίας, που γι᾽ αυτόν οι γυναίκες και τα έργα τέχνης δεν είναι παρά άψυχα τρόπαια, σύμβολα του κοινωνικού του κύρους και της οικονομικής του ισχύος. Η Ιρένε Γκούντλαχ είναι η Γυναίκα, το Θελκτικό Θήλυ, που θέλει να θάλλει και να θέλγει, να ζει και να παίζει. Όλοι τους, και οι τέσσερις, εμπλέκονται στο Μεγάλο Παιχνίδι που είναι η Ζωή η Ίδια, ναι, η ζωή που δεν λογαριάζει το χρήμα, δεν σκαμπάζει από εξουσία, δεν στέργει να εγκλωβίζεται σε ισοπεδωμένες και ισοπεδωτικές φαινομενικότητες. Διαρκώς, συστηματικά και μεθοδικά, ο Bernhard Schlink επιμένει ότι άλλο είναι το βίωμα και άλλο η αναπαράσταση, άλλο είναι η πραγματική πραγματικότητα και άλλο είναι το συνονθύλευμα των κίβδηλων και άνευ ουσίας, άνευ σημασίας κοινωνικών μηχανισμών που σκοπούν στο να ξεχάσουμε να ζούμε.
3.
Η Ιστορία. Δεκαετίες τώρα, ο μυθιστοριογράφος από το Μπίλεφελντ θίγει θέματα που έχουν να κάνουν με την Ιστορία, και μάλιστα με την ιστορία της ναζιστικής και μεταπολεμικής Γερμανίας. Τόσο στο εκκωφαντικό ευπώλητό του, το Διαβάζοντας στη Χάννα (μτφρ. Ιάκωβος Κοπερτί, εκδ. Κριτική) όσο και στο θεατρικά δομημένο Σαββατοκύριακο (μτφρ.: Αλέξανδρος Κάιμπελ, εκδ. Κριτική), ο Bernhard Schlink πασχίζει να αναμετρηθεί με το ζοφερό παρελθόν, να εξιχνιάσει παρελθόντα κρίματα, να κατανοήσει παρελθούσες περιπλοκότητες. Έχει επιλέξει, και έχει επικριθεί κάμποσες φορές γι᾽ αυτό, μια λιτή, σχεδόν απλοϊκή γραφή προκειμένου να μιλήσει για διόλου απλοϊκές –τουναντίον– και για διόλου μονοδιάστατες πραγματικότητες. Εμμένει στην Ιστορία, όχι με τον βαθύ και πολυπρισματικό συνάμα τρόπο ενός W.G. Sebald (1944-2001) ούτε με τον μπαρόκ δυναμισμό ενός Günter Grass (1927-2015), ούτε καν με τη φαινομενική απάθεια, τη σχεδόν απόλυτη αποστασιοποίηση ενός Peter Handke (1942). Όχι, ο Bernhard Schlink επιμένει στην αβίαστη ροή του κειμένου, στη σύνθεση μυθιστορημάτων που αποτελούνται από ολιγοσέλιδα κεφάλαια, από εύπεπτες ολιγόλεκτες προτάσεις και παραγράφους. Αντιμετωπίζει την Ιστορία μέσα από την καθημερινότητα, με τον τρόπο ενός συγκροτημένου και συγκρατημένου νομικού, ενός σκακιστή που δεν θέλει να εντυπωσιάσει με τις δεξιότητές του, δεν θέλει καν να κατατροπώσει τον αντίπαλο, αλλά θέλει απλώς να απολαύσει μια ενδιαφέρουσα παρτίδα, πίνοντας ένα γαλλικό κονιάκ και απολαμβάνοντας ένα εβδομαδιαίο πούρο.