Κάθε λίγο και λιγάκι πέφτουμε πάνω σε δύο τύπους συνομιλητών. Σε αυτούς που με μια περιφρονητική κίνηση αποδιώχνουν τις κακές σκέψεις και την ανησυχία και σε κάποιους άλλους που κάνουν ακριβώς το αντίθετο: δεν αφήνουν να πέσει τίποτα κάτω και ζουν κινδυνολογώντας.
Στα θέματα υγείας αυτές οι δύο στάσεις αντιστοιχούν στους πλημμελείς ή αδιάφορους και στους υποχόνδριους της αυτοδιάγνωσης. Οι πρώτοι αρνούνται ότι το κακό μπορεί κάποτε να τους αφορά και πρέπει κάτι να κάνουν γι' αυτό.
Οι δεύτεροι γυρεύουν διαρκώς συμπτώματα που δείχνουν πως το κακό είναι παντού, και μάλιστα στη χειρότερη εκδοχή του. Δεν έχουν ποτέ έναν απλό μυοσκελετικό πόνο αλλά κατευθείαν κάποιον καρκίνο.
Θα μπορούσε κανείς να μεταφέρει αυτούς τους δύο τύπους ή τις συγκεκριμένες στάσεις στα πολιτικά πράγματα. Να δει από τη μία τους Τριντό και από την άλλη τους Όρμπαν.
Από τη μία τους πρόσχαρους και φιλόστοργους Γιούνκερ και από την άλλη τους λογής πικρόχολους «ερντογανικούς» του πλανήτη μας. Ας μη σταθούμε όμως στα συγκεκριμένα πρόσωπα και ας σκεφτούμε απλώς το ύφος εξουσίας που διαμορφώνεται.
Υπάρχει όμως δυνατότητα διαφυγής από αυτό το αδιέξοδο; Είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε την αργή παρακμή της αμεριμνησίας μας, της τάσης να ανατρέχουμε σε καθησυχαστικές γενικότητες; Βλέποντας, έτσι, να πολλαπλασιάζονται οι πολιτοφύλακες της παράνοιας και οι υποψήφιοι δικτατορίσκοι των ημερών;
Συναντούμε συχνά έναν φιλελευθερισμό (ή μια προοδευτική εκδοχή) που κάνει πως δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Πιστεύει πως τα καλά αισθήματα, η ανοχή και η αναγνώριση των διαφορών αρκούν για την αντιμετώπιση των προκλήσεων.
Όλο και συχνότερα όμως έχουμε έναν αντι-φιλελευθερισμό (ή μια αντιδραστική εκδοχή) που μοιράζεται ζοφερές διαγνώσεις και χοντροκομμένα πρωτόκολλα θεραπείας.
Πολιτεύεται έτσι με σκληρές κουβέντες, αφοριστικές χειρονομίες και ιδίως συνεχείς παραβιάσεις των κανόνων του κράτους δικαίου. Έτσι νομίζει πως ελέγχονται τα πράγματα ή συμμαζεύεται το χάος.
Η αμεριμνησία μοιάζει με άμυνα απέναντι στις κακές σκέψεις και στα γεγονότα που δεν μπορούμε πια να επεξεργαστούμε με τα κλασικά εργαλεία.
Η «παράνοια», αντιθέτως, δείχνει τη στάση κάποιου που αναποδογυρίζει κάθε πέτρα στον δρόμο του για να ανακαλύψει έναν εχθρό, έναν κρυμμένο τρομοκράτη, τον δολιοφθορέα, τον αντιπατριώτη και πάει λέγοντας.
Αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας είναι πως οι αμέριμνοι χάνουν γενικά έδαφος. Οι καλών προθέσεων φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες με τα τριαντάφυλλα, οι μετρημένοι συντηρητικοί προκαλούν πλήξη και, κάποτε, την οργή των πολιτών. Ειδικά όταν έχουν αφήσει τα κοινωνικά προβλήματα να γιγαντωθούν και τα ξορκίζουν με ηθικές αρχές και πολιτικές δεοντολογίες.
Αντίθετα, επεκτείνεται η επικράτεια των άλλων, όσων είναι έτοιμοι να βρομίσουν τα χέρια τους και να πολιτευτούν ντουμπλάροντας την οργή των από κάτω και συχνά και τις λύσεις του «καφενείου».
Αυτή η μοιραία σχέση ανάμεσα στους αμέριμνους και στους παρανοϊκούς, στους εφησυχασμένους και σε όσους χτυπούν διαρκώς τον συναγερμό οδηγεί σε αδιέξοδα.
Μαζί με την αμεριμνησία συκοφαντείται η δημοκρατική ψυχραιμία, η νηφαλιότητα, η αίσθηση πως τα προβλήματα είναι περίπλοκα και δεν έχουν απλουστευτικές λύσεις. Αλλά και η αφύπνιση και η επίγνωση των κινδύνων και των απειλών δεν είναι, εξ ορισμού, «παρανοϊκή».
Το ότι η εγκληματικότητα δεν είναι αυτό που παρουσιάζουν οι κραυγαλέοι δημαγωγοί είναι ένα αδιέξοδο. Το ότι έχει γίνει αγκάθι και επεκτείνεται σε δημόσιους χώρους της καθημερινότητας μαζί με την αθλιότητα είναι μια πραγματικότητα: η αμεριμνησία λοιπόν απέναντι στη βία και στη λουμπενοποίηση των δημόσιων χώρων γίνεται απλώς τροφοδότης των παρανοϊκών οκτάστηλων και της διασποράς υπερβολών.
Η φυσική τάση του προοδευτικού ανθρώπου είναι, πάντως, να μη θέλει να παραδεχτεί την ύπαρξη του κακού. Στις μεταρρυθμιστικές παραδόσεις, το κακό είναι απλώς άγνοια, πλημμελής εκπαίδευση και φτώχεια.
Αυτήν τη φιλοσοφική μονομέρεια εκμεταλλεύονται καλά όσοι μεγεθύνουν στη φαντασία τους και προπαγανδίζουν έναν κόσμο του κακού και των συνεχών απειλών: η ακροδεξιά γεννιέται κατά κάποιον τρόπο φιλοσοφικά από τη ζοφερή διάγνωση για την πτώση μας, για την πανταχού παρουσία της αμαρτίας και της κτηνωδίας μεταξύ μας.
Γεννιέται με την εικόνα ενός κόσμου που δεν έχει σωσμό. Γι' αυτό και έχει πάντα έτοιμη τα γνώριμα όπλα της: τον ισχυρό αφέντη-οδηγό, το «πογκρόμ», τη λογική της καταναγκαστικής προφύλαξης απέναντι σε δακτυλοδεικτούμενους εχθρούς.
Υπάρχει όμως δυνατότητα διαφυγής από αυτό το αδιέξοδο; Είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε την αργή παρακμή της αμεριμνησίας μας, της τάσης να ανατρέχουμε σε καθησυχαστικές γενικότητες; Βλέποντας, έτσι, να πολλαπλασιάζονται οι πολιτοφύλακες της παράνοιας και οι υποψήφιοι δικτατορίσκοι των ημερών;
Νομίζω πως μια άλλη σκέψη θα είχε περισσότερο μέλλον, παρακάμπτοντας όμως το τωρινό ναρκοπέδιο. Ποια σκέψη; Οι δημοκράτες να πάρουν επάνω τους την ευθύνη της εποχής.
Να διαχωρίσουν την ψυχραιμία από την ελαφρότητα, την υπεκφυγή και την κενή ρητορική συγκαταβατικότητα. Αν οι «αντιδραστικοί» λένε «όχι», να έχουν το θάρρος και οι προοδευτικοί δημοκράτες να πουν τα δικά τους «όχι», να βάλουν όρια, να σταματήσουν τις φιλοφρονήσεις που δεν έχουν πολιτικό νόημα.
Η αμεριμνησία δεν αγοράζει χρόνο πλέον αλλά προετοιμάζει τις επόμενες ήττες και κυρίως την ήττα των δημοκρατικών αξιών και τον εθισμό των κοινωνιών μας σε έναν κυνικό ρεαλισμό. Το θέλουμε αυτό;
σχόλια