Πάει και ο Γεράσιμος Αγούδημος, ο «εμβληματικός» εφοπλιστής, γνωστός κυρίως στο ευρύ κοινό για τον vintage στόλο από σκυλοπνίχτες που μέχρι και πριν από μερικά χρόνια όργωναν, ληθαργικά ασθμαίνοντας, το Αιγαίο και μετά την κατάσχεσή τους έμειναν παροπλισμένοι στο λιμάνι του Πειραιά για να αναχωρήσουν για το τελευταίο τους ταξίδι το 2011 με προορισμό κάποιο διαλυτήριο πλοίων ή κάποιο εξωτικό λιμάνι με χαλαρούς κανόνες ακτοπλοΐας, όπου κυκλοφορούν ως φυγόδικοι με άλλη ταυτότητα, εκτελώντας ίσως τοπικά δρομολόγια όταν τους το επιτρέπει ο καιρός και το βεβαρημένο ιστορικό τους...
Ρομίλντα, Ανθή Μαρίνα, Ροδάνθη, Μιλένα, Νταλιάνα, Δήμητρα: οι «ναυαρχίδες» της GA Ferries. Στα τέσσερα τελευταία ο εκλιπών είχε δώσει τα ονόματα της συζύγου του και των τριών θυγατέρων του, ενώ το όνομα του πρώτου δεν προέρχεται από τον ομώνυμο μακρινό αστεροειδή (παρ' ότι θα μπορούσε, αν ληφθεί υπόψη ο χρόνος που έκανε για να φτάσει στους άγονους προορισμούς του) αλλά από τις πρώτες συλλαβές των τριών μεσαίων.
Τα γυναικεία ονόματα προσέδιδαν μια χάρη και μια οικειότητα που απουσίαζε από τις διάφορες «Παναγίες» αλλά και από το brand identity άλλων εταιριών. Ίσως είναι κι αυτός ένας λόγος που ξυπνά στον κόσμο, σε όσους, τέλος πάντων, είχαν πάρει κάποτε γεύση από τη μεγαλειώδη ταλαιπωρία του «γύρου των Κυκλάδων σε 80 ημέρες» (ώρες σίγουρα), μια νοσταλγία που αρνείται πεισματικά να ακυρωθεί παρά τις μνήμες ατέλειωτης κακουχίας και ωρών που δεν πέρναγαν με τίποτα, καθώς παρατηρούσες ζαλισμένος από τις μπίρες τα νύχια σου να μεγαλώνουν και δεν θυμόσουν πού έχεις παρατήσει εκείνο το ογκώδες βιβλίο που είχες πάρει ειδικά για το ταξίδι.
«Είμαστε σχεδόν εκεί» αναφωνούσαν λυτρωτικά. Αθώες, ρομαντικές ψυχές. Δύο ώρες μετά (τουλάχιστον) ήμασταν ακόμα στο καθαρτήριο του Αθηνιού και στο πλοίο είχαν παραμείνει μόνο «τα φρικιά της Ανάφης».
Στατιστικά, θα πρέπει να έχω μπει σε όλα αυτά τα επιβατηγά της συμφοράς και της μεγάλης απόδρασης, αλλά οι μνήμες επικεντρώνονται επιλεκτικά στην εμπειρία «μιας μοναδικής Οδύσσειας για σένα και την παρέα σου» που πρόσφερε κάθε καλοκαίρι η Ρομίλντα στον πηγεμό για την Ανάφη.
Ήταν μια σαδιστικού τύπου απόλαυση να παρατηρείς όσους το έπαιρναν για πρώτη φορά με στόχο τον συγκεκριμένο προορισμό και παρουσίαζαν μια ανάταση όταν, μετά από καμιά εικοσαριά ώρες, έφτανε επιτέλους στη Σαντορίνη, τελευταία στάση πριν από το «νησί». «Είμαστε σχεδόν εκεί» αναφωνούσαν λυτρωτικά.
Αθώες, ρομαντικές ψυχές. Δύο ώρες μετά (τουλάχιστον) ήμασταν ακόμα στο καθαρτήριο του Αθηνιού και στο πλοίο είχαν παραμείνει μόνο «τα φρικιά της Ανάφης» που το υποδειγματικά λούμπεν προσωπικό αντιμετώπιζε με χαρακτηριστική βδελυγμία, ενώ γίνονταν οι απαραίτητες «επισκευές» για να μπορέσει να ολοκληρώσει το δρομολόγιό του το ταλαίπωρο σκαρί που έμοιαζε με μεταγωγό σαρκίων εν αποσυνθέσει.
Ήταν μια εξωσωματική εμπειρία το ταξίδι, υπό την έννοια ότι όταν είχαν τελειώσει όλες οι πιθανές τελετουργίες –διάβασμα, χαβαλές, μεθύσι, κανένας μπάφος, ύπνος (λιποθυμία για την ακρίβεια)– ένιωθες ότι έβγαινες από το σώμα σου και παρατηρούσες από ψηλά τα «πτώματα» τριγύρω που προσπαθούσαν να κοιμηθούν σε στάσεις που θα ζόριζαν και τους πιο προχωρημένους μάστορες της γιόγκα.
Και κάθε τόσο ξυπνούσαν ταραγμένοι από την κακόφωνη και βαριάς ελληναράδικης προφοράς αναγγελία «the boat has arrived its destination - all passengers are kindly requested to disembark». Ή από την ανάγκη για τουαλέτα, που, όσο κι αν την ανέβαλλε κανείς, κάποια στιγμή δεν γινόταν αλλιώς μετά από τόσες ώρες (μέρες; ποιος ήξερε... ο χρόνος είχε αποκτήσει μια σχετικότητα ως έννοια) και συνήθως έκανε το απονενοημένο διάβημα πολύ αργά, όταν τα αποχωρητήρια (αυτός είναι ο πιο ταιριαστός όρος) θύμιζαν νεκροταφείο πυρηνικών αποβλήτων.
Όταν είσαι νέος, όμως, όλη αυτή η κακουχία μπορεί να μοιάζει με συναρπαστική περιπέτεια, με διαδικασία χτισίματος χαρακτήρα, ακόμα και με διαδρομή ενηλικίωσης. Το ζητούμενο δεν είναι το ταξίδι αλλά ο προορισμός: αυτό μου έχει μείνει. Για να μην πούμε για τις απεριόριστες δυνατότητες που σου πρόσφερε αυτό το «ταξίδι της μεγάλης μέρας στη νύχτα» να φλερτάρεις, να τα φτιάξεις και να χωρίσεις πέντε-έξι φορές πριν φτάσεις καν στο νησί.
Είχε βγει κι ένα τραγούδι σχετικό με αυτή την εμπειρία από το συγκρότημα Μητέρα Φάλαινα Τυφλή. Λέγεται απλώς «Ρομίλντα» και αποτελεί μια ωδή, χωρίς ίχνος σαρκασμού, στο αείμνηστο καράβι και στα «παράξενα κορίτσια με σαράντα πυρετό που ταξιδεύουνε με οίστρο στις Κυκλάδες...».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια