Τα βλέφαρά της μοιάζουνε λιγάκι κουρασμένα. Επάνω τους κάθεται η σκόνη τρεισήμισι χιλιάδων χρόνων, οι σκέψεις και τα όνειρα τόσων ανδρών, τόσων πολιτισμών.
Η ψυχή της είναι πιο παλιά από τα έπιπλα του θεάτρου, τόσο παλιά όσο η ίδια η έννοια του θεάτρου. Έχει πεθάνει πολλές φορές και κάθε τόσο επιστρέφει για να διηγηθεί την ιστορία της.
«Ναι, ναι – εγώ είμαι» λέει. Εκείνη, η ξακουστή Ελένη... Περπάτησε ξυπόλυτη σε μυθικά παλάτια, εξόργισε βασιλείς, προκάλεσε τον θάνατο αθώων. Όλα τα άντεξε εξίσου γενναιόδωρα: τον θαυμασμό και τις κατάρες, τα πλούτη και την πλήξη, την επέλαση του γήρατος, το ράγισμα των ψευδαισθήσεων. Ένας θεός ξέρει πώς κατάφερε να προσαρμοστεί στην επαρχιακή ρουτίνα της Σπάρτης μετά το τέλος του πολέμου και την επιστροφή στην Ελλάδα. Κλεισμένη στο σπίτι, κατέληξε να μεταποιεί παλιά φορέματα και να φτιάχνει γλυκά του κουταλιού για να περνά την ώρα. Ο σύζυγός της, ο Μενέλαος, γυρνούσε απ' τη δουλειά και αναμασούσε –τι κουραστικό!– δόξες ξεχασμένες. Του άρεσε ιδιαίτερα να καυτηριάζει την άπιστη Κλυταιμνήστρα ή τον μητροκτόνο Ορέστη, πρόσωπα που δεν θα τα ξανάβλεπαν ποτέ, που χάθηκαν ή τρελάθηκαν. Η Ελένη δεν ήθελε να τα θυμάται αυτά, δεν την πολυένοιαζαν πια, ήταν όμως πέρα απ' τις δυνάμεις της: «κ' οι μνήμες,/ ξέθωρες κ' ενοχλητικές, να σέρνονται ξοπίσω σου, μες στον καθρέφτη/ όταν χτενίζεις τα μαλλιά σου, ή μέσα στην κουζίνα, να προβαίνουν/ μες απ' τους λιπαρούς ατμούς της χύτρας· και ν' ακούς με το νερό που/ κοχλάζει/ κάτι δακτυλικούς εξάμετρους από κείνη την Τρίτη Ραψωδία/ ενώ ένας πετεινός φωνάζει παράταιρα, κάπου σιμά, απ' το κοττέτσι του/ γειτόνου».
Πάντα ο χρόνος φέρνει την απομυθοποίηση. Και πόσο αριστοτεχνικά το δείχνει αυτό το Βασίλης Παπαβασιλείου στην ερμηνεία του... Δίχως να κραυγάζει, δίχως να φουσκώνει τα πράγματα με περιττό συναίσθημα, δίχως να ασθμαίνει.
Το δυσβάστακτο, κοπιώδες έργο της μνήμης και της λήθης βρίσκεται στο επίκεντρο του αριστουργηματικού ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου, που γράφτηκε, ως γνωστόν, το 1970 εν μέσω δικτατορίας και εξορίας.
Ο σκεπτικισμός κυριαρχεί. Πώς να συνυπάρξεις –είτε ως άτομο είτε ως χώρα– με το ένδοξο παρελθόν σου; Όταν διαρκώς σου υπενθυμίζουν πόσο σπουδαίος και όμορφος ήσουν κάποτε και πόσο θαμπός έχεις γίνει τώρα;
Όταν οι νεκροί «τριγυρνούν στις κάμαρες με τα καλά τους ρούχα, τα καλά τους παπούτσια [...]/ Πιάνουν τον τόπο, ξαπλώνουν όπου τύχει, στις δύο κουνιστές πολυθρόνες,/ χάμου στο πάτωμα ή μέσα στο λουτρό· ξεχνούν τη βρύση να στάζει· ξεχνούν τα μοσχοσάπουνα να λιώνουν στο νερό»;
Όταν πασχίζεις να βρεις νόημα στο σήμερα, αλλά αυτό φαντάζει τόσο απελπιστικό, τόσο κοινότοπο, με λιπαρούς ατμούς και χύτρες και κόκκορες και γλυκά του κουταλιού και συζύγους με καφετιές παντόφλες που καπνίζουν μανιωδώς και μετά πεθαίνουν και μένεις μόνη με τις δούλες που σε μισούν και σου κλέβουν τα δαχτυλίδια και σ' αφήνουν καθηλωμένη στο κρεβάτι, ενώ φοράνε τα πέπλα σου και χορεύουν ξετσίπωτα στα τραπέζια της κουζίνας – πού να βρεις τη δύναμη να σηκωθείς πια εσύ που κάποτε περπατούσες πάνω στα Τείχη της Τροίας κι ήσουν έτοιμη να αναληφθείς στους ουρανούς, τώρα σε έσκαψε ο χρόνος, γέμισε το δέρμα σου τρίχες και ρυτίδες και κρεατοελιές, «ποιος είναι μέσα σε τούτο το πρόσωπο;» αναρωτιέσαι, κλεισμένη σε ένα άδειο, τεράστιο σπίτι με αγάλματα στους κήπους, ενώ ο θάνατος πλησιάζει κι έρχεται η μεγάλη συνειδητοποίηση «Πως ήταν δίχως νόημα όλα,/ δίχως σκοπό και διάρκεια και ουσία – πλούτη, πόλεμοι, δόξες και φθόνοι, κοσμήματα και η ίδια η ομορφιά./ Τι ανόητοι θρύλοι,/ κύκνοι και Τροίες και έρωτες και ανδραγαθίες».
Πάντα ο Χρόνος. Πάντα ο χρόνος φέρνει την απομυθοποίηση. Και πόσο αριστοτεχνικά το δείχνει αυτό το Βασίλης Παπαβασιλείου στην ερμηνεία του... Δίχως να κραυγάζει, δίχως να φουσκώνει τα πράγματα με περιττό συναίσθημα, δίχως να ασθμαίνει.
Η Ελένη του είναι μια «Γριά – γριά – εκατό, διακόσω χρονώ», η οποία έχει πλέον απολέσει το φύλο της. Απομένουνε μονάχα μερικά ίχνη, απομεινάρια της θρυλικής φιλαρέσκειάς της, λίγο κόκκινο κραγιόν στα χείλη, ένας βουβός λυγμός όταν ομολογεί ότι δεν βάφει πια τα μαλλιά της.
Η φωνή του ηθοποιού, ένα μείγμα βραχνάδας και αθωότητας, ανακαλύπτει τα νοήματα εκ νέου, στο παρόν, δεν μας τα πετάει σαν κούφια, ετοιμοπαράδοτα λείψανα του παρελθόντος: έτσι, ένας ασυνήθιστος συνδυασμός σοφίας και παιδικότητας γεννιέται, η αίσθηση ότι πλησιάζοντας στο τέλος αρχίζουμε πάλι από την αρχή.
H αφηγηματική δεινότητά του μας συναρπάζει: ακούμε καθαρά ακόμη και τους πιο διακριτικούς ήχους, το φόρεμα που σωριάζεται μαλακά στο πάτωμα ή την κουβέρτα που ανυψώνεται «αφήνοντάς μας ακάλυπτους μπροστά στο κενό»· νιώθουμε τη ζάχαρη να τρίζει στο πάτωμα ή τις καρφίτσες να εισβάλλουν στο βελούδινο ύφασμα.
Τα χέρια του ανοίγουν σαν φτερά, τα χείλη πλαταγίζουν στον δικό τους ρυθμό. Η Ελένη ετούτη κάθεται στην μπερζέρα της και μασουλάει τις ώρες, τις μέρες, χαμένη στους αιώνες. Δεν επιδιώκει να αλλάξει τίποτα πια – πώς θα μπορούσε άλλωστε; Μόνο να εξηγήσει όσο καλύτερα μπορεί το μυστήριο που υπήρξε η ζωή της θέλει.
Δεν κρατάει κακία, δεν νιώθει πίκρα, ούτε θυμό, κι ας βιώνει την απόλυτη μοναξιά. Καταλαβαίνει τη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων, πως η ομορφιά του ανθρώπου αρχίζει «εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα». Η ίδια, πάντως, αντιστάθηκε όσο μπορούσε.
Μια ήσυχη μεταμόρφωση εκτυλίσσεται μπροστά μας, αθόρυβη και ουσιαστική. Ο ηθοποιός δεν φοβάται την κωμωδία –πόσο κλασικά αστεία η περσόνα της γριάς που φαντάζεται τις υπηρέτριες να συνωμοτούν εναντίον της –, το χιούμορ που γεννιέται όταν τελειώνει η αγωνία της «ταύτισης» και γινόμαστε θεατές του εαυτού μας.
Χρόνια τώρα ερμηνεύει τον δραματικό αυτό μονόλογο ο Παπαβασιλείου κι έχει πλέον φτάσει στην «τέταρτη διάσταση» του ρόλου. Αρνείται τον συμβιβασμό, απορρίπτει τη συνήθεια. Αντιστέκεται κι αυτός στη φθορά με «βότανα και με πομάδες», αποστάγματα θεατρικής σοφίας και τέχνης υπερβατικής.
Κάθε φορά με τον ίδιο σεβασμό και με την ίδια αγάπη ξεκλειδώνει την αστείρευτη γοητεία και δύναμη της «Ελένης». Κάθε φορά το ποίημα αποκαλύπτεται μπροστά μας σε όλο το θάμβος του.
«Ο Ρίτσος μας λέει ότι, εφόσον είμαστε εδώ, είμαστε υποχρεωμένοι να συνομιλούμε με το μυθικό ως καθημερινό και μέσα στο καθημερινό να ξεφυτρώνουν σπόροι μυθικότητας» σχολιάζει ο σκηνοθέτης και ηθοποιός σε πρόσφατη συνέντευξή του. Και, όπως αποδεικνύεται, αυτή ακριβώς τη σπάνια, πολύτιμη και ζωτική συνομιλία επιτυγχάνει με την «Ελένη» του.
Info:
Γιάννης Ρίτσος
Ελένη
Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου
Σκηνικά: Μαρί-Νοέλ Σεμέ
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Παίζουν: Βασίλης Παπαβασιλείου, Νίκος Σακαλίδης
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν
Φρυνίχου 14, Πλάκα
Από 18/11 έως 1/4
Σάβ. & Κυρ. 19:00
€15, €10 (μειωμένο), €8 (άνεργοι), €8 το άτομο για γκρουπ και ομαδικό εισιτήριο (12 άτομα και πάνω)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO