«90 χρόνια Πανεπιστημιού-ΠΟΛΗ ΑΠΘ. Ένα πεδίο αστικού και αρχιτεκτονικού εκσυγχρονισμού» τιτλοφορείται η έκθεση (από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο φιλοξενούνταν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης) που θα παρουσιαστεί στο τέλος του μήνα στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς και εστιάζει στην ανάδειξη της μοναδικότητας της πανεπιστημιούπολης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ως νησίδας μοντέρνας αστικής και αρχιτεκτονικής σύνθεσης.
«Συμπληρώνοντας έναν αιώνα από το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο του 1917-21, η πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ σηματοδότησε με τη συνολική της σύνθεση αλλά και με χαρακτηριστικά κτίρια-τοπόσημα την αστική ταυτότητα της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ένα πολεοδομικό συγκρότημα στην καρδιά της συμπρωτεύουσας που λειτούργησε διαχρονικά ως καταλύτης τις περιόδους εκσυγχρονισμού της πόλης και της κοινωνίας» μου λέει ο γενικός επιμελητής της έκθεσης Νίκος Καλογήρου, καθηγητής και πρόεδρος στο τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ αλλά και συγγραφέας του τόμου Η Πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ (εκδόσεις University Studio Press).
H πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ σηματοδότησε με τη συνολική της σύνθεση αλλά και με χαρακτηριστικά κτίρια-τοπόσημα την αστική ταυτότητα της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ένα πολεοδομικό συγκρότημα στην καρδιά της συμπρωτεύουσας που λειτούργησε διαχρονικά ως καταλύτης τις περιόδους εκσυγχρονισμού της πόλης και της κοινωνίας.
Η έκθεση έχει ως κεντρική ιδέα την ανάδειξη της μοναδικότητας της πανεπιστημιούπολης του ΑΠΘ καθώς και την επιρροή που άσκησε στο αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης. «Η παρουσίαση της ιστορίας, της τυπολογίας και της μορφής των διατάξεων και των κτιρίων έχει ως αφετηρία την παραδοχή ότι τα κτιριακά κελύφη λειτουργούν ως καταλύτες και συνιστώσες της παιδείας. Με αυτή την αφετηρία, η παρουσίαση απομακρύνεται από την προφανή γραμμική χρονολογική παρουσίαση της αμιγώς ιστορικής προσέγγισης και επιδιώκει την ευρύτερη οπτική που αναφέρεται στην εκπαιδευτική και πολεοδομική πολιτική, στην ιστορία της πόλης και στις διασυνδέσεις του τοπίου της πανεπιστημιούπολης» επισημαίνει ο κ. Καλογήρου.
Οι πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις της Θεσσαλονίκης αποτέλεσαν προνομιακό τόπο ως προς την εφαρμογή νεωτερικού αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Για την εποχή του, η ίδρυση αλλά και η επιτυχής επιλογή της χωροθέτησης στο κέντρο της διευρυμένης πόλης ήταν ένα φιλόδοξο εγχείρημα. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια τοποθεσία η οποία ήταν ιδεολογικά και ιστορικά φορτισμένη λόγω των εβραϊκών νεκροταφείων και των εκτεταμένων εγκαταστάσεων προσφύγων.
«Η κρίσιμη αρχική επιλογή εντασσόταν στους ευρύτερους μετασχηματισμούς του βορειοελλαδικού χώρου και αποτέλεσε μια σημαντική πτυχή της γεωγραφίας του εκσυγχρονισμού της πόλης και της μακεδονικής ενδοχώρας, δημιουργώντας ένα πεδίο πολιτισμικού και εκπαιδευτικού εποικισμού για την ολοκλήρωση του νεοελληνικού κράτους» προσθέτει ο κ. Καλογήρου.
Η πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ κινήθηκε σε μια αστική κλίμακα βασισμένη στο πλαίσιο των συμβατικών νεοελληνικών πόλεων. Εξού και επικρατούν πολεοδομικά πρότυπα συγγενέστερα με αυτά των ευρωπαϊκών πόλεων του 19ου αιώνα, με την κυριαρχία των δρόμων, τα συμβατικά οικοδομικά τετράγωνα και τις εν σειρά οικοδομές.
Όπως μου εξηγεί ο κ. Καλογήρου: «Στη φάση εισαγωγής του μοντερνισμού στην πανεπιστημιούπολη τα αρχιτεκτονικά στοιχεία παρέμειναν λιτά, με ορθολογικές διατάξεις και ελαχιστοποιημένες μορφολογικές επεξεργασίες. Η αρχιτεκτονική γλώσσα που πρωτοδιαμορφώθηκε στον Μεσοπόλεμο είχε σχέση με τον επονομαζόμενο "μοντερνισμό της ύφεσης" (depression modern). Μια αντίστοιχη προσέγγιση συνεχίστηκε και κυριάρχησε τη γόνιμη περίοδο του μεταπολεμικού "ψυχροπολεμικού" μοντερνισμού, όταν η εντατική ανοικοδόμηση της χώρας υλοποιήθηκε με περιορισμένα τεχνικά μέσα και τυποποιημένες αρχιτεκτονικές διατάξεις. Στην ώριμη φάση του μπρουταλισμού, όταν επικρατούσε η αδρή και επεξεργασμένη διαμόρφωση των επιφανειών των κτιρίων με κυρίαρχο υλικό το εμφανές σκυρόδεμα, οι κατασκευές παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό χειροποίητες, ανταποκρινόμενες στο ενδιάμεσο τεχνολογικό επίπεδο της χώρας, που εκφράστηκε κυρίως με την αισθητική του μπετόν αρμέ. Οι δυνάμει περισσότερο επικίνδυνες αρχιτεκτονικές ασκήσεις της μετανεωτερικής φάσης στο ΑΠΘ χαρακτηρίστηκαν από πιο ελευθεριακές προσεγγίσεις, αναζητώντας με κάθε κόστος την πρωτοτυπία».
Πάντως, πέρα από το πρωτότυπο περιεχόμενο, η έκθεση παρουσιάζει και ειδικό ενδιαφέρον λόγω του ιδιαίτερου σχεδιασμού της. Σύγχρονες και ιστορικές φωτογραφίες, σχέδια, σύντομα κριτικά επεξηγηματικά κείμενα και το ογκομετρικό πρόπλασμα του συνόλου συναποτελούν τον βασικό της άξονα.
Συγκεκριμένα, στην πρώτη ενότητα μια σύνθετη αφήγηση, ταυτόχρονα ιστορική, πολεοδομική και αρχιτεκτονική, αναλύει χρονολογικά τις διαδικασίες του σχεδιασμού της πανεπιστημιούπολης με αναφορές στο ευρύτερο πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Στη δεύτερη ενότητα δεκαπέντε επιλεγμένες αρχιτεκτονικές υλοποιήσεις εξετάζονται συγχρονικά, ως χαρακτηριστικές μελέτες περιπτώσεων, με αναλυτικές αναφορές στις τυπολογικές και αισθητικές τους διαστάσεις.
«Κάθε υποενότητα αναπτύσσεται σε ανεξάρτητα ξύλινα πλαίσια που πρακτικά αιωρούνται αναρτημένα με "αόρατα" νήματα από την ψευδοροφή, περιλαμβάνοντας απεικονίσεις αλλά και κενά σε σημαντικό ποσοστό. Έτσι εξασφαλίζεται σχετική διαφάνεια και διαπερατότητα στον χώρο που πλαισιώνει και οριοθετεί την κίνηση των επισκεπτών. Στο τέλος της διαδρομής οι αρχιτεκτονικές μονογραφίες συνθέτουν μικρά "ανεξάρτητα" περίπτερα μέσα στον χώρο και παρουσιάζονται τα συμπεράσματα. Η επιλογή αυτής της πρωτότυπης δομής στην έκθεση αλλά και στο βιβλίο που τη συνοδεύει επιχειρεί μια εγκάρσια τομή στον ιστορικό χώρο της κεντρικής πανεπιστημιούπολης της Θεσσαλονίκης. Είναι ένας δημιουργικός τρόπος να αποκαλυφθούν στο ευρύτερο και στο ειδικό κοινό τα δεδομένα της πολυσχιδούς ταυτότητας του χώρου, οι επάλληλες εγγραφές των αρχιτεκτονικών διατάξεων, οι εναλλαγές των στυλιστικών εκφράσεων, οι νεωτερικές και οι πιο συμβατικές οπτικές» καταλήγει ο κ. Καλογήρου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO