Οι γονείς μου είναι Γάλλοι και οι δυο, αλλά ταξίδευαν συνέχεια κι έμεναν σε διαφορετικές χώρες. Ο πατέρας μου είναι μαθηματικός κι η μητέρα μου καθηγήτρια Γερμανικών. Επειδή ήταν φιλέλληνες, μετακόμισαν στην Ελλάδα, έπιασαν δουλειά στο Ελληνογαλλικό Κολέγιο κι έτσι γεννήθηκα και εγώ εδώ. Ήταν τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου. Έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις από τότε και γι' αυτό είμαι πολύ δεμένη με την Ελλάδα κι αποφάσισα να επιστρέψω αργότερα.
• Από την Αθήνα θυμάμαι έναν άσπρο παπαγάλο στον Εθνικό Κήπο που φώναζε συνέχεια «μαλάκα». Επίσης, θυμάμαι και μια ηλικιωμένη κυρία που έλεγε συνέχεια «φτου, φτου, φτου» και νόμιζα ότι έφτυνε πάνω μου.
Στην Αθήνα η ζωή είναι σκληρή αλλά και ξέγνοιαστη. Μου αρέσει που η αρχιτεκτονική είναι χαοτική, εκτός λογικής, και δεν θυμίζει καθόλου Ευρώπη. Δεν μου αρέσουν, για παράδειγμα, τα εκσυγχρονιστικά έργα που έγιναν για τους Ολυμπιακούς, προτιμούσα την προηγούμενη κατάσταση. Γι' αυτό μου αρέσει το Παγκράτι, με όλα αυτά τα μαγαζάκια που έχουν ξεμείνει από προηγούμενες δεκαετίες, και η οδός Βύσσης με τα πόμολα. Πάντως, στην Ελλάδα νιώθω πιο ήρεμη απ' ό,τι στη Σανζ Ελιζέ. Αυτό το χάος μού αρέσει.
• Στα έξι μου μετακομίσαμε στη Γερμανία, στο Φράιμπουργκ, μια μικρή γερμανική πόλη, και στα δώδεκά μου επιστρέψαμε στον τόπο καταγωγής των γονιών μου, την Μπουρζ, στη Γαλλία. Είναι μια πόλη που βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της Γαλλίας, δυο ώρες απ' το Παρίσι.
Ωραία, παλιά, ήρεμη, αλλά όταν είσαι έφηβος θέλεις να βρίσκεσαι μακριά από τέτοιες πόλεις. Μέχρι τα δεκαοκτώ έμεινα εκεί και μετά, νιώθοντας την ανάγκη να πάω όσο πιο νότια μπορώ, πήγα στη Μασσαλία και σπούδασα θέατρο. Εκεί γνώρισα την Αργυρώ Χιώτη και τη Νάιμα Καρμπαχάλ και ιδρύσαμε την ομάδα Vasistas.
• Όταν ήμουν στη εφηβεία άκουγα συνέχεια τους Noir Desir, μια γαλλική μπάντα των '80s, και Nirvana. Ήμουν λίγο γκραντζ τότε, ξέρεις, καρό πουκάμισα, σκισμένα τζιν και τέτοια. Επίσης, διάβαζα τα Άνθη του Κακού του Μπωντλαίρ -λάτρευα ειδικά το ποίημα «La fontaine de sang»-, τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ και τον Ξένο του Καμύ, αλλά το αγαπημένο μου βιβλίο όλων των εποχών, που το έχω συνέχεια μαζί μου και πάντα ανατρέχω σ' αυτό, είναι το Η ανάγκη μας για παρηγοριά του Στιγκ Ντάγκερμαν.
Είναι ένα βιβλίο που έγραψε ο Ντάγκερμαν πριν αυτοκτονήσει, πολύ μελαγχολικό, αλλά το βρίσκω ωραίο. Από ελληνικά συγκροτήματα μου αρέσουν οι Berlin Brides και οι Mary & Τhe Βoy. Και η Μαρινέλλα μου αρέσει πολύ.
• Από μικρή έβλεπα τη Σιλιβί Γκιγιέμ και τις άλλες σταρ χορεύτριες της εποχής κι έλεγα ότι θα γίνω χορεύτρια. Έκανα πολύ μπαλέτο από τα έξι μέχρι τα δεκαέξι, αλλά κάποια στιγμή είχα μεγάλο πρόβλημα, γιατί έπρεπε να διατηρήσω το σώμα μου σε μια ορισμένη κατάσταση για να συνεχίσω να χορεύω. Δεν μπορούσα να το κάνω, παρόλο που μου άρεσε πάρα πολύ να είμαι πάνω στη σκηνή, και όταν σταμάτησα να χορεύω, ένιωθα ότι μου λείπει κάτι.
Έτσι, αποφάσισα να σπουδάσω θέατρο, αν και δεν μου άρεσε ποτέ πάρα πολύ. Μου άρεσε, όμως, που βρισκόμουν επάνω στη σκηνή. Και όταν γνώρισα την Αργυρώ κι αρχίσαμε να κάνουμε τα δικά μας πράγματα, που απαιτούσαν περισσότερο τη γλώσσα του σώματος και γενικότερα τη σωματική απόδοση παρά το κλασικό θέατρο, άρχισα να βρίσκω αυτό που μου αρέσει.
• Δεν ήθελα να κάνω σινεμά. Μου φαινόταν εντελώς διαφορετική δουλειά απ' το θέατρο και νόμιζα ότι δεν μπορούσα να την κάνω. Δεν ήμουν και ποτέ πολύ σινεφίλ. Μου άρεσαν, βέβαια, ο Γκοντάρ, γιατί είναι τέλειο να βλέπεις χαζές, όμορφες γυναίκες να λένε φιλοσοφικά πράγματα, και γενικότερα η γαλλική νουβέλ βαγκ, αλλά, ακόμα και τον ρόλο μου στο Attenberg, δεν τον κυνήγησα εγώ.
Με πήραν τηλέφωνο να πάω στην οντισιόν, είχα ακούσει και ότι είναι σούπερ ρόλος κι έτσι πήγα. Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία τα γυρίσματα. Ήμασταν δυο μήνες στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας κι ένιωθα ότι ήμουν εκεί όπου έπρεπε την κατάλληλη στιγμή. Μετά, ήρθε και το βραβείο στη Βενετία και μου έδωσε δύναμη να συνεχίσω στο σινεμά.
• Όταν πήρα το βραβείο, τρόμαξα πάρα πολύ. Δεν το περίμενα καθόλου. Λόγω της συναισθηματικής μου φόρτισης εκείνη τη στιγμή δεν τη θυμάμαι τη σκηνή και πολύ καλά. Ήταν λίγο, ξέρεις, «what the fuck» φάση και δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη για όλα αυτά τα φλας. Ανέβηκα να το παραλάβω και δεν ήξερα τι να πω. Ξέχασα να ευχαριστήσω και τον Ταραντίνο.
• Μετά ξεκίνησα να δουλεύω για τις Άλπεις. Λόγω του ρόλου μου ως αθλήτριας ρυθμικής γυμναστικής έπρεπε να κάνω εντατικές προπονήσεις. Για τρεις μήνες ξύπναγα κάθε μέρα κι έκανα ασκήσεις στο σπίτι μου. Δούλευα συνέχεια και δεν έβγαινα καν έξω. Εκεί που είχα σταματήσει το μπαλέτο γιατί δεν άντεχα άλλο αυτή την πίεση του σώματος, έπρεπε να κάνω κάτι παρόμοιο.
Πραγματικά, ήταν μια κόλαση. Βέβαια, όλη αυτή η πειθαρχία με βοήθησε και πνευματικά ώστε να φτάσω εκεί που έπρεπε για τον ρόλο μου, γιατί όλη αυτή η επίπονη διαδικασία σε κάνει να παίρνεις τα πράγματα πιο σοβαρά και να είσαι πιο αυστηρός με τον εαυτό σου.
• Οι Άλπεις είναι μια ταινία που σε χτυπάει κατευθείαν στο στομάχι. Είναι πολύ δυνατή, καθαρή και μοναδική: σε οδηγεί ακριβώς στον στόχο της, σε αυτό που θέλει να σου πει. Γυρίστηκε σχεδόν χωρίς καθόλου budget, παρόλο που ο Κυνόδοντας έφτασε μέχρι τα Όσκαρ. Αυτό είναι φοβερό. Εγώ ήρθα στην Ελλάδα επειδή μου άρεσε πολύ και ακόμα μου αρέσει. Με στενοχωρεί, όμως, να βλέπω καλλιτέχνες που δημιουργούν φανταστικά πράγματα απ' το τίποτα επειδή απλώς πιστεύουν πολύ σε αυτό που κάνουν και να δίνουν την ψυχή τους, ενώ δεν έχουν καμιά υποστήριξη.
Ακόμα και τη στιγμή που καίγονται τα πάντα πρέπει ν' αναγνωριστεί απ' το κράτος ότι στις τέχνες γίνεται κάτι θετικό. Όχι ότι είναι αρκετό αυτό, όταν επικρατεί γύρω μας το χάος, αλλά θα ήταν κάπως ανακουφιστικό. Πάντως, είμαι πολύ απαισιόδοξη για την κατάσταση στην Ελλάδα και γι' αυτό μόλις μετακόμισα στο Λονδίνο.
• Η παράσταση που ανεβάζουμε με τους Vasistas είναι το Spectacle, που το είχαμε ανεβάσει ξανά στο Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι, στο κτίριο του ΕΜΣΤ. Είναι ένα πολύγλωσσο παιχνίδι εξερεύνησης των μηχανισμών εκπαίδευσης και κοινωνικής συμπεριφοράς, που διακωμωδεί τα κοινωνικά μας αντανακλαστικά και στερεότυπα. Είναι ένα έργο πολύ φωτεινό και πολύ σκοτεινό ταυτόχρονα. Λέγεται Spectacle (θέαμα) γιατί θέλαμε να κάνουμε μια παράσταση χωρίς καθόλου θέαμα. Ένα αντι-θέατρο.
• Γενικά, δεν μου αρέσει πολύ το καθαρό θέατρο. Θέλω να βλέπω πράγματα που δεν μπορώ να προσδιορίσω τι είναι - να μην μπορώ να πω αν είναι χορός, θέατρο, installation. Γι' αυτό δεν θα πήγαινα, ας πούμε, να δω μια κλασική παράσταση Τσέχωφ. Και αυτό ψάχνω κι εγώ ως ηθοποιός. Γι' αυτό μου αρέσει και ο Καστελούτσι - η τελευταία του παράσταση που είδαμε στο Φεστιβάλ φέτος ήταν καταπληκτική.
• Υπάρχει μια ταινία που λατρεύω, οι Βοσκοί της Συμφοράς του Νίκου Παπατάκη. Είναι του 1967 και μου έκανε εντύπωση γιατί δεν μου θύμισε τίποτα απ' όσα είχα δει ως τότε. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχουν τέτοιες ελληνικές ταινίες.
• Στην Αθήνα η ζωή είναι σκληρή αλλά και ξέγνοιαστη. Μου αρέσει που η αρχιτεκτονική είναι χαοτική, εκτός λογικής, και δεν θυμίζει καθόλου Ευρώπη. Δεν μου αρέσουν, για παράδειγμα, τα εκσυγχρονιστικά έργα που έγιναν για τους Ολυμπιακούς, προτιμούσα την προηγούμενη κατάσταση. Γι' αυτό μου αρέσει το Παγκράτι, με όλα αυτά τα μαγαζάκια που έχουν ξεμείνει από προηγούμενες δεκαετίες, και η οδός Βύσσης με τα πόμολα. Πάντως, στην Ελλάδα νιώθω πιο ήρεμη απ' ό,τι στη Σανζ Ελιζέ. Αυτό το χάος μού αρέσει.