Ξαφνικά σκοτάδι και μετά το φως ανάβει και πέφτει όλο πάνω της. Τη βλέπουμε και την ακούμε! Σώμα και φωνή σειρήνας. Συναγερμός επί της οθόνης!
Φοράει φούστα κοντή με καλτσοδέτες, αλλά μοιάζει να κουβαλάει μια τεράστια, αστραφτερή ουρά που μας αρπάζει και μας χτυπάει πάνω-κάτω σαν τα χταπόδια. Μπλεκόμαστε στα περιποιημένα μαλλιά της κάτω από το καπέλο της.
Κρύσταλλοι στριφογυρίζουν σαν πλαγκτόν δίπλα μας και το ρεύμα της μας διαπερνά. Απονευρωμένοι και ασπόνδυλοι βουλιάζουμε μαζί της μέχρι εκεί όπου εκείνη θέλει, γινόμαστε κι εμείς λίγο ο καθηγητής που υπέκυψε στη γοητεία της και στις αμαρτίες της ηδονής.
Είναι η Μάρλεν Ντίτριχ την ώρα που ερμηνεύει «Falling in love again» του Φρίντριχ Χολάεντερ, πριν εγκαταλείψει κι αυτός τη ναζιστική Γερμανία, λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Είναι η πιο μοιραία γυναίκα, η πρώτη μεγάλη βαμπ του ομιλούντος κινηματογράφου, αυτής της σπουδαίας τέχνης που διαφυλάσσει τις μορφές των ανθρώπων στο διάβα των δεκαετιών.
Μεγαλειώδης η ιδέα του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ να δώσει σ' αυτήν τον ρόλο της Λόλα-Λόλα, να την κάνει το κομβικό πρόσωπο στο καμπαρέ «Γαλάζιος άγγελος» του 1930. Μην πάμε μακριά, είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο εστέτ Μιχάλης Κακογιάννης θα τοποθετούσε τη φλογερή δική του «Στέλλα» στο μπουζουκομάγαζο «Ο Παράδεισος».
Ταυτόχρονα με την κινηματογραφική της καριέρα, η Ντίτριχ κάνει κανονικό αγώνα υπέρ των Γερμανών που προσέφυγαν στις ΗΠΑ εξαιτίας των ναζί. Ήδη από το 1937 που πήρε την αμερικανική υπηκοότητα είχε αποποιηθεί τη γερμανική της ταυτότητα. Εκείνη τη χρονιά καταθέτει την τεράστια αμοιβή της από την πρώτη της βρετανική ταινία υπέρ του ταμείου για τους διωκόμενους από τη Γερμανία Εβραίους.
Από το 1919, από τα 18 της χρόνια, η Μάρλεν Ντίτριχ σχετίζεται με τον κινηματογράφο. Παίζει αρχικά βιολί, συνοδεύοντας βωβές προβολές, ώσπου απολύεται μετά από τέσσερις εβδομάδες. Συνέβη στο Βερολίνο του 1922, τη γενέτειρά της, όπου σπούδασε μουσική και είχε το όνειρο της βιολίστριας σε κονσέρτα.
Ούτε και στο θέατρο την προσέχει κανείς αρχικά. Η αποτυχία της να περάσει στη σχολή θεάτρου του Μαξ Ράινχαρντ την οδηγεί σε κομπαρσιλίκι και ασήμαντα ρολάκια.
Το 1923 εμφανίζεται στη γερμανική ιστορική ταινία του Γκέοργκ Τζάκομπι με τον τίτλο «Ο μικρός Ναπολέων». Παίζει την Κάτριν και σήμερα, αν μνημονεύει κανείς την εν λόγω ταινία, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στη δική της μικρή συμμετοχή.
Την ίδια χρονιά υποδύεται τη Λούσι σε ακόμα μία βωβή γερμανική παραγωγή, την «Τραγωδία του έρωτα» του Αυστριακού Τζο Μέι, στο πλατό της οποίας γνωρίζει τον άντρα της, τον παραγωγό Ρούντολφ Σίμπερ.
Έναν χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του '24, φέρνει στον κόσμο το μοναδικό της παιδί, την εν ζωή σήμερα συγγραφέα, ηθοποιό, ιστορικό του κινηματογράφου και ακτιβίστρια Μαρία Ρίβα.
Καθ' όλη τη δεκαετία του 1920 η Ντίτριχ παίζει στο θέατρο σε έργα του Σαίξπηρ ή του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, το ατού της όμως είναι τα μιούζικαλ σε Βερολίνο και Βιέννη. Από το 1927 και μετά αρχίζει να διεκδικεί μεγαλύτερους ρόλους και στον γερμανικό, βωβό πάντα, κινηματογράφο.
Το 1929 ο Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ την επιλέγει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Γαλάζιο Άγγελο», μίας από τις πρώτες γερμανο-αμερικανικές συμπαραγωγές της UFA και της Paramount αντιστοίχως.
Η ταινία έχει ήχο, ο Φρίντριχ Χολάεντερ υπογράφει το σάουντρακ και η Μάρλεν μπορεί άνετα να τραγουδήσει το εμβληματικό «Falling in love again». Είναι τέτοια η επιτυχία του «Γαλάζιου Άγγελου» που ο Φον Στέρνμπεργκ αναχωρεί για τη μεγάλη καριέρα στην Αμερική.
Σύντομα καλεί κοντά του και την πρωταγωνίστριά του. Δεν είναι ο μόνος που τη θέλει εκεί, αφού οι Αμερικανοί επιθυμούν να την πλασάρουν ως το χολιγουντιανό αντίπαλον δέος της Σουηδέζας Γκρέτα Γκάρμπο. Υπογράφει αμέσως συμβόλαιο με την Paramount και το δώρο του Φον Στέρνμπεργκ κατά την άφιξή της είναι μια Ρολς Ρόις!
Σε ηλικία λίγο πάνω από τα 20, η νεαρή Βερολινέζα καλλιτέχνις έχει γίνει ήδη μητέρα και ετοιμάζεται να κατακτήσει την άλλη μεριά του Ατλαντικού.
Με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Φον Στέρνμπεργκ γυρίζει επί αμερικανικού εδάφους συνολικά άλλες έξι ταινίες, από το 1930 έως το 1935. Στο «Μαρόκο» του '30 υποδύεται και πάλι μια τραγουδίστρια καμπαρέ, με μια σκηνή να τη χρίζει lesbian symbol σε εποχές που κάτι τέτοιο ήθελε μεγάλη τόλμη, ακόμη και ως υπαινιγμός.
Κι όμως! Η Ντίτριχ, ντυμένη με αντρικό λευκό κοστούμι, εμφανίζεται να φιλάει μιαν άλλη γυναίκα ή να οδηγεί τη Ρολς Ρόις, το δώρο του σκηνοθέτη της. Παραδόξως, όχι μόνο δεν εισπράττει ομοφοβία από το αμερικανικό κοινό και την κριτική αλλά κερδίζει και τη μοναδική στην καριέρα της υποψηφιότητα για Όσκαρ!
Στο «Dishonored» του '31 υποδύεται μια κατάσκοπο αλά Μάτα Χάρι, και πάλι με μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Τίποτα δεν είναι αυτό μπροστά στην επόμενη ταινία της με τον Φον Στέρνμπεργκ, το περίφημο «Shanghai Express» του 1932, που γίνεται το πιο εμπορικό φιλμ της χρονιάς!
Όλες αυτές οι ταινίες που άφησαν από κοινού, με τελευταία το «Ο διάβολος είναι γυναίκα» του 1935, σήμερα παραμένουν υποδείγματα κινηματογραφικού στυλ, διεύθυνσης φωτογραφίας, κοστουμιών και ντεκόρ, με τον Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ να θεωρείται δικαίως ο άνθρωπος που έφτιαξε την καριέρα της Μάρλεν Ντίτριχ.
Διότι, πέραν της δουλειάς στα πλατό, εκείνος ήταν που έχτισε συνολικά το ίματζ της, από την προτροπή να χάσει κιλά μέχρι το πώς θα στήνεται στον φακό σε σχέση με τους κινηματογραφικούς προβολείς.
Κι αν η Μάρλεν, μεσούσης της συνεργασίας της με τον Φον Στέρνμπεργκ, συνεργάστηκε και με τον σημαντικό Ρούμπεν Μαμούλιαν (τον σκηνοθέτη του «Dr. Jekyll and Mr. Hyde» για τη Metro-Goldwyn-Mayer), όταν οι δρόμοι τους χώρισαν οριστικά ήταν πια μία απ' τις πιο ακριβοπληρωμένες σταρ του Χόλιγουντ που όλοι θέλανε στο καστ των ταινιών τους.
Ενδεικτικό είναι πως για τη συμμετοχή της στον «Κήπο του Αλλάχ» το '36, την πρώτη έγχρωμη ταινία της, λαμβάνει το ποσό των 200 χιλιάδων δολαρίων και έναν χρόνο μετά αναχωρεί για το Λονδίνο, προκειμένου να συνεργαστεί με τον Βρετανό παραγωγό Αλεξάντερ Κόρντα με το εξωφρενικό ποσό των 450 χιλιάδων δολαρίων έναντι αμοιβής!
Εκεί, στο Λονδίνο, την πλησιάζουν για πρώτη φορά οι ναζί και της προσφέρουν αποκλειστικό συμβόλαιο με προνόμια προκειμένου να γυρίσει στη Γερμανία και να γίνει κάτι σαν την εθνική πρωταγωνίστρια του Τρίτου Ράιχ. Το αρνείται και βάζει μπροστά τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για την αμερικανική υπηκοότητά της.
Ξεκάθαρα νιώθει την απειλή, αλλά η διαμορφωμένη πολιτική της συνείδηση με τους πολλούς Γερμανούς καλλιτέχνες αυτοεξόριστους από τη χώρα δεν της αφήνει περιθώρια για την παραμικρή συνδιαλλαγή με το ναζιστικό καθεστώς.
Στα τέλη του '37 επιστρέφει στην Αμερική και γυρίζει για την Paramount τη ρομαντική κομεντί «Άγγελος» του Ερνστ Λιούμπιτς, που όμως δεν «περπατάει» στις αίθουσες με αποτέλεσμα την άρση της εμπιστοσύνης του στούντιο προς το πρόσωπό της.
Την καριέρα της σώζει και πάλι ο Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, που πάντα ήταν δίπλα της, αφού τη φέρνει σε επαφή με τον γνωστό παραγωγό Τζο Πάστερνακ. Έτσι, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '40 η Ντίτριχ εμφανίζεται σε γουέστερν, υποδυόμενη το saloon girl στο πλευρό του Τζέιμς Στιούαρτ και του Τζον Γουέιν.
Και μπορεί καθώς τα χρόνια περνούν να μη σημειώνει ξανά τις επιτυχίες του κοντινού παρελθόντος, να μην είναι πια η λαμπερή πρωταγωνίστρια, έχει όμως την προνοητικότητα να δουλεύει με τα σημαντικότερα «ιερά τέρατα» του κινηματογράφου: τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, τον Όρσον Ουέλς, τον Φριτς Λανγκ και τον Μπίλι Γουάιλντερ.
Ταυτόχρονα με την κινηματογραφική της καριέρα, η Ντίτριχ κάνει κανονικό αγώνα υπέρ των Γερμανών που προσέφυγαν στις ΗΠΑ εξαιτίας των ναζί. Ήδη από το 1937 που πήρε την αμερικανική υπηκοότητα είχε αποποιηθεί τη γερμανική της ταυτότητα.
Εκείνη τη χρονιά καταθέτει την τεράστια αμοιβή της από την πρώτη της βρετανική ταινία υπέρ του ταμείου για τους διωκόμενους από τη Γερμανία Εβραίους. Οι περιοδείες της τις χρονιές 1944 και '45 στο πλαίσιο του αγώνα τη φέρνουν μέχρι τη Γερμανία, συνοδεία δύο κορυφαίων Αμερικανών στρατηγών.
Εμφανίζεται να ερμηνεύει τα τραγούδια από τις ταινίες της σε απόσταση αναπνοής από τους ναζί, για τους οποίους είναι πλέον ανεπιθύμητη. Ο φίλος της Όρσον Ουέλς της δίνει ένα δικό του νούμερο για να παίξει με τις συνειδήσεις του κοινού.
Παροιμιώδης η ατάκα του Μπίλι Γουάιλντερ για την τόλμη της εκείνη την ιστορική στιγμή: «Η Μάρλεν Ντίτριχ ήταν στην πρώτη γραμμή περισσότερο και από τον Αϊζενχάουερ»!
Το 1944 είναι η χρονιά της «Lili Marleen» που γράφτηκε με τη φωνή της στα γερμανικά για να εμψυχώσει τους στρατιώτες σε όλη την Ευρώπη.
Βασισμένο σε ένα ερωτικό ποίημα τριών στροφών του Χανς Λάιπ και μελοποιημένο από τον Νόρμπερτ Σουλτζ, το «Lili Marleen» είχε πρωτοηχογραφηθεί στα 1939 με τη φωνή της Λάλε Άντερσεν. Η απήχησή του ξεκίνησε από άλλες χώρες, όπως η πρώην Γιουγκοσλαβία, που βρίσκονταν υπό ναζιστική κατοχή.
Είναι γνωστό πως όταν ο Γκέμπελς παρατήρησε ότι το νοσταλγικό αυτό τραγούδι το άκουγαν μετά μανίας ακόμη και οι στρατιώτες του Τρίτου Ράιχ, το απαγόρευσε από το ραδιόφωνο!
Η ηχογράφηση της Ντίτριχ, στο πλαίσιο των Αμερικανικών Στρατηγικών Υπηρεσιών, κάνει το τραγούδι έναν ύμνο κατά του πολέμου και οδηγεί σε πολλές απανωτές επανεκτελέσεις του, άλλοτε με πλήρη ορχήστρα άλλοτε μόνο για ακορντεόν και φωνή, όπως και σε διαφορετικές γλώσσες.
Marlene Dietrich - Lili Marleen
Για την ιστορία, αξίζει να αναφερθούν δύο ακόμη γεγονότα. Η Ντίτριχ έπαιξε το 1961 στην αριστουργηματική «Δίκη της Νυρεμβέργης». Σε μια σκηνή που μοιράζεται με τον Σπένσερ Τρέισι υποτίθεται ότι περνούν έξω από ένα μπαρ όπου κάποιοι τραγουδούν το «Lili Marleen» στα γερμανικά.
Εκείνη το σιγοτραγουδά, εξηγώντας στον Τρέισι τι λένε τα λόγια στη μητρική της γλώσσα, που είναι «πιο σκοτεινά συγκριτικά με την αγγλική τους μετάφραση».
Επίσης, όταν για πολλά χρόνια η Ντίτριχ έδινε κονσέρτα σε ολόκληρη την Ευρώπη στο γνώριμο καμπαρέ στυλ της, προλόγιζε με τα εξής συγκινητικά λόγια το «Lili Marleen»: «Ένα τραγούδι που τραγουδούσα επί τρεις συνεχείς χρονιές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ένα τραγούδι που λάτρεψαν οι στρατιώτες και που πάντα θα έχω στην καρδιά μου. Ένα τραγούδι που τραγουδούσα από την Αφρική, τη Σικελία, την Αλάσκα, τη Γαλλία, το Βέλγιο...».
Κι εκεί σταματούσε, έπαιρνε μεγάλες παύσεις για να καταφέρει να αρθρώσει τη λέξη «Γερμανία» αμέσως μετά, την ίδια της τη χώρα που αιματοκύλισε την υφήλιο.
Χαρακτηριστικό, πάντως, είναι πως για την προσφορά της στον αντιναζιστικό αγώνα η Μάρλεν Ντίτριχ τιμήθηκε το 1947 από τον στρατηγό Μάξγουελ Τέιλορ με το Μετάλλιο της Ελευθερίας. Ακόμη ένα μεγάλο βραβείο για την αντιπολεμική της δράση, αυτό της Λεγεώνας της Τιμής, έλαβε την ίδια περίοδο και από τη γαλλική κυβέρνηση.
Τα χρόνια μετά τον πόλεμο η Ντίτριχ επιστρέφει στη Γερμανία και ενώνεται πάλι με τη μητέρα της και την οικογένεια της αδερφής της Ελίζαμπεθ. Μένουν στο Μπέλσεν, κοντά στο πρώην στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν - Μπέλσεν.
Αργότερα θα διαγράψει οριστικά τους συγγενείς της, πιστεύοντας πως συνεργάστηκαν ενδεχομένως με το ναζιστικό καθεστώς, ζώντας στη Γερμανία, ενόσω εκείνη περιόδευε στην Ευρώπη κατά των Δυνάμεων του Άξονα.
Η Μάρλεν Ντίτριχ είναι πια μια ώριμη γυναίκα, χορτασμένη από τιμές, δόξα και σημαντικότατες γνωριμίες-φιλίες. Από τις αρχές του 1950 μέχρι και τα μέσα του '70, που περιορίζεται σε σποραδικές εμφανίσεις στον κινηματογράφο, δίνει μόνο παραστάσεις καμπαρέ στα θέατρα των μεγαλύτερων πόλεων του κόσμου.
Η αρχή γίνεται το 1953, όταν υπογράφει συμβόλαιο 30 χιλιάδων εβδομαδιαίως για εμφανίσεις στο περιβόητο «Sahara Hotel» στη Νεβάδα των ΗΠΑ. Τότε είναι που ο κορυφαίος χολιγουντιανός ενδυματολόγος Ζαν Λουί λανσάρει το οικείο ανδρόγυνο look της με το ημίψηλο καπέλο, το οποίο γίνεται οριστικό και αμετάκλητο σήμα κατατεθέν της.
Στη ζωή της μπαίνει ο θρυλικός συνθέτης Μπερτ Μπάχαρακ, ο μέντοράς της στη μουσική της καριέρα. Αναγνωρίζοντας τη βαθιά κοντράλτο φωνή της και την έντονη δραματικότητά της, της προσφέρει τέσσερα μεγάλα άλμπουμ με δικά του τραγούδια και πολλά singles από το 1957 έως το 1964.
Εννοείται πως στις παραστάσεις της, όποτε δεν λέει τραγούδια διαμαρτυρίας, σαν το «Blowin' in the wind» του Μπομπ Ντίλαν ή το «Where have all the flowers gone?» του Πιτ Σίγκερ, αποδίδει ερωτικά ανδρικά κομμάτια από μιούζικαλ, σαν το «I' ve grown accustomed to her face».
Ακόμη και το «La vie en rose», που σφράγισε η Εντίθ Πιαφ, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη και φίλο της Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, εκείνη του έδινε έναν αριστοκρατικό τρόπο ερμηνείας, όπως έκανε με οτιδήποτε τραγουδούσε.
Μια τουρνέ της στα πάτρια εδάφη το 1960 γνωρίζει δυσάρεστες αντιδράσεις. Υπάρχουν απ' τη μία οι Γερμανοί εθνικιστές που της φωνάζουν «Marlene, go home» για τη στάση της τα χρόνια του πολέμου, απ' την άλλη, όμως, ο τότε δήμαρχος του Βερολίνου και αριστερός Βίλι Μπραντ, που επίσης είχε βιώσει τον διωγμό από το καθεστώς, την καλωσορίζει με θέρμη στην πόλη.
Ωστόσο η Μάρλεν, απογοητευμένη από τη συμπεριφορά αυτών των λίγων συμπατριωτών της, ορκίζεται να μην ξαναπατήσει στη Γερμανία και αμέσως δίνει μια σειρά συναυλιών στο Ισραήλ.
Το 1965 τιμάται με ένα ακόμη μετάλλιο, από το Ισραήλ αυτήν τη φορά, για την «ενθάρρυνσή της και τη φιλία της προς τον εβραϊκό λαό». Εκείνη τη χρονιά, στα 64 της χρόνια, παλεύει για πρώτη φορά με τον καρκίνο της μήτρας και αντιμετωπίζει προβλήματα με τις αρτηρίες των ποδιών της.
Λίγα χρόνια μετά, το 1968, κερδίζει το βραβείο Tony για δύο παραστάσεις που δίνει στο Μπρόντγουεϊ, η πτώση όμως έχει ξεκινήσει με την εξάρτησή της από τα παυσίπονα και το αλκοόλ. Το 1973, έχοντας νικήσει τον καρκίνο, τραυματίζεται σοβαρά στο αριστερό πόδι, πέφτοντας από τη σκηνή σε συναυλία στο Μέριλαντ της Αμερικής.
Τον Αύγουστο του '74 τραυματίζεται και στο άλλο πόδι. Με την υγεία της εύθραυστη όσο ποτέ άλλοτε, δηλώνει ευθαρσώς πως συνεχίζει τα live καθαρά για βιοποριστικούς λόγους. Τα χτυπήματα της μοίρας είναι συνεχόμενα όμως.
Ακόμα μία πτώση από τη σκηνή σε συναυλία στην Αυστραλία τον Σεπτέμβριο του 1975, όπου σπάει τον μηρό της, βάζει την ταφόπλακα στη μακρά καριέρα της. Λίγους μήνες μετά, τον Ιούνιο του '76, ο πιστός της σύζυγος όλα αυτά τα χρόνια, ο Ρούντολφ Σίμπερ, πεθαίνει από καρκίνο.
Το 1978 κάνει την τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση στη γερμανική ταινία του Ντέιβιντ Χέμινγκς «Just a gigolo», στο πλάι του ροκ σταρ Ντέιβιντ Μπόουι, ερμηνεύοντας μάλιστα το τραγούδι των τίτλων.
Τα τελευταία έντεκα χρόνια της ζωής της η Μάρλεν Ντίτριχ τα πέρασε κλινήρης, γράφοντας γράμματα και μιλώντας για ώρες στο τηλέφωνο. Σε πολύ λίγα άτομα επιτρεπόταν η πρόσβαση στον προσωπικό της χώρο.
Είναι εντυπωσιακό το πόσο προσπάθησε να κρατηθεί στη ζωή από την τέχνη που υπηρέτησε με συνέπεια επί σειρά δεκαετιών, παρ' όλα τα προβλήματά της λίγο πριν από το τέλος.
Το 1982 δέχτηκε να συμμετάσχει στο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Marlene» και θέμα, φυσικά, τον πολυτάραχο βίο της. Δέχτηκε κατά το ήμισυ βέβαια, εφόσον αρνήθηκε στον σκηνοθέτη Μαξιμίλιαν Σελ να κινηματογραφηθεί, και απλά παραχώρησε τη φωνή της. Η ταινία κέρδισε την υποψηφιότητα για το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ και τιμήθηκε με πληθώρα βραβείων στα φεστιβάλ της Ευρώπης.
Ο επίλογος μπαίνει στις 6 Μαΐου του 1992. Η Μάρλεν Ντίτριχ πεθαίνει στο διαμέρισμά της στο Παρίσι από νεφρική ανεπάρκεια, έχοντας συμπληρώσει τα 90 της χρόνια. Την κηδεία της παρακολουθούν χιλιάδες κόσμου μέσα και έξω από τον ναό, παρουσία εκπροσώπων από τις πρεσβείες της Αμερικής, της Αγγλίας, της Ρωσίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών – ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν αφήνει στη σορό της ένα μπουκέτο με λευκά αγριολούλουδα.
Η φωτογραφία της μπαίνει στην αφίσα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών εκείνης της χρονιάς αλλά και στους μεγαλύτερους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας. Η κόρη της Μαρία Ρίβα γράφει και εκδίδει το βιβλίο «Marlene Dietrich», τη βιογραφία της μητέρας της.
Αυτή είναι η ιστορία μίας από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες του 20ού αι. που έφυγε σαν σήμερα πριν από 26 χρόνια. Η συμβολή της στον πολιτισμό είναι αναμφισβήτητη, εξού και οι τιμές δεν λένε να τελειώσουν.
Υπήρξε η πρώτη που έσπασε τα ταμπού της ετεροκανονικής σεξουαλικότητας στο θέαμα με την αποδεδειγμένη αμφιφυλοφιλία της. Η πρώτη που έθεσε το ταλέντο της και τη μεγάλη της διεθνή φήμη στην υπηρεσία του ανθρώπου την πιο άγρια περίοδο της σύγχρονης Ιστορίας.
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατό της, η σορός της, κατόπιν εντολής που είχε αφήσει, μεταφέρθηκε στο Βερολίνο. Όποιος περάσει σήμερα από το κοιμητήριο του Φριντενάου θα τη βρει να αναπαύεται δίπλα στη μητέρα της, κοντά στο σπίτι όπου γεννήθηκε.
Κι αν σκύψει πάνω στην ταφόπλακά της, λίγα λόγια θα δει μόνο από το σονέτο «Farewell to life» του Θίοντορ Κόρνερ: «Hier steh ich an den Marken meiner Tage (Εδώ στέκομαι στα σημάδια των ημερών μου)».
σχόλια