ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ τον θάνατό του, απηχούσε, ανήμερα το Πάσχα, σαν προ-ηχογραφημένο αναστάσιμο μήνυμα, κάτι που είχε πει πριν από ένα εξάμηνο περίπου ο Πολ Όστερ, στην τελευταία συνέντευξή του, τον περασμένο Νοέμβριο στον Guardian, όταν ήδη είχε ανακοινωθεί η (μη αναστρέψιμη) κατάσταση της υγείας του.
Πρότεινε τότε ο 76χρονος Αμερικανός συγγραφέας, που τόσο ιδανικά συντρόφεψε τα νιάτα μας με ένα αξεπέραστο σερί μυθιστορημάτων που έμοιαζαν με συναρπαστικές εκδοχές της ίδιας παραβολής, να αντιληφθούμε την αγάπη –ή τον έρωτα– «ως ένα είδος δέντρου ή φυτού που κάποια μέρη του θα μαραθούν κάποτε και που ίσως χρειαστεί κάποια στιγμή να κόψουμε ένα κλαδί για να διατηρήσουμε τη συνολική ανάπτυξη του οργανισμού. Αν αφεθούμε στην εμμονή μας να μείνει για πάντα το ίδιο, μια μέρα θα το δούμε να πεθαίνει ξαφνικά μπροστά στα μάτια μας…».
Ο Πολ Όστερ –ο άνθρωπος που μας έμαθε σε κρίσιμη ηλικία ότι η απομόνωση δεν έχει να κάνει με το να είσαι μόνος, αλλά με το να βλέπεις τους άλλους να σε βλέπουν να είσαι μόνος– αποδείχτηκε συνεπής με τα νεανικά του ένστικτα.
«Η αγάπη πρέπει να είναι οργανική για να μπορέσει να διατηρηθεί», συνέχισε. «Πρέπει να εξελίσσεται συνεχώς καθώς προχωράει, ώστε όλα να είναι αλληλένδετα, ακόμα και η απόλυτη παραδοξότητα όλου αυτού του πράγματος που αποκαλούμε σχέση… Το γεγονός είναι ότι ποτέ δεν γνωρίζουμε πλήρως τους συντρόφους μας. Υπάρχουν μυστήρια στα οποία δεν θα μπορέσουμε ποτέ να απαντήσουμε. Αλλά νομίζω ότι αυτό ισχύει και για τον εαυτό μας. Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνω στη δική μου ζωή. Οι πράξεις μου όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί το έκανα αυτό; Γιατί είχα εκείνη την παρόρμηση;
Οι άνθρωποι ξοδεύουν χρόνια σε ψυχαναλύσεις προσπαθώντας να βρουν τις απαντήσεις. Εγώ δεν το έχω κάνει ποτέ αυτό, οπότε πορεύομαι λίγο πολύ μόνος μου καθώς προσπαθώ να καταλάβω τα πράγματα, αν όμως είμαι ειλικρινής, οφείλω να αναφέρω ότι δεν νομίζω πως έχω κάνει μεγάλη πρόοδο».
Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι το ιλαρό, γλυκύ και ζωοποιό φως της Ανάστασης – ή το φως στην άκρη του τούνελ, γενικώς. Θαμπό ίσως, αλλά εκπέμπει μια ήπια συγκατάβαση και μια καθησυχαστική συνέπεια.
Και ο Πολ Όστερ –ο άνθρωπος που μας έμαθε σε κρίσιμη ηλικία ότι η απομόνωση δεν έχει να κάνει με το να είσαι μόνος, αλλά με το να βλέπεις τους άλλους να σε βλέπουν να είσαι μόνος– αποδείχτηκε συνεπής με τα νεανικά του ένστικτα. Έτυχε να πέσει η απώλεια του συγγραφέα πάνω στο κύμα καταλήψεων των αμερικανικών πανεπιστημίων και μας θύμισε τη δική του συμμετοχή στην κατάληψη του Columbia το 1968, «τη χρονιά των χρονιών, τη χρονιά της τρέλας, τη χρονιά της φωτιάς, του αίματος και του θανάτου», όπως έγραφε σαράντα χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 2008 σ’ ένα κείμενό του στους New York Times με τίτλο «Ο τυχαίος επαναστάτης»:
«… Είχα μόλις κλείσει τα 21, και ήμουν κι εγώ τρελός, τρελός από το δηλητήριο του Βιετνάμ στα πνευμόνια μου όπως όλοι οι άλλοι…, όπως οι πολλές εκατοντάδες φοιτητές που είχαν συγκεντρωθεί εκείνο το απόγευμα γύρω από το ηλιακό ρολόι στο κέντρο του πανεπιστημίου, ζητώντας κάπου να απελευθερώσουν την τρέλα τους, και αφού ήμασταν όλοι φοιτητές του Columbia, γιατί να μην πετάξουμε πέτρες στο Columbia, από τη στιγμή μάλιστα που εμπλεκόταν σε ερευνητικά προγράμματα του στρατού που ενίσχυαν το σφαγείο στο Βιετνάμ; …Τώρα είμαι 61 χρονών, αλλά η αντίληψή μου δεν έχει αλλάξει πολύ από εκείνη τη χρονιά της φωτιάς και του αίματος, και καθώς κάθομαι μόνος μου σ’ αυτό το δωμάτιο με ένα στυλό στο χέρι, συνειδητοποιώ ότι είμαι ακόμα τρελός, ίσως πιο τρελός από ποτέ».