ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ ΝΑ κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο κέντρο της Αθήνας και με τα τραπεζοκαθίσματα των μαγαζιών της εστίασης να έχουν καταλάβει, με πρόσχημα τον κορωνοϊό και την ανοχή της πολιτείας, όλα τα πεζοδρόμια, τις πλατείες και τους ελεύθερους χώρους, η πόλη έχει μετατραπεί πλέον σε κάτι εντελώς αφιλόξενο για τους γηγενείς κατοίκους της και τους απλούς ανθρώπους της.
Ο πεζός υποφέρει, οι γονείς με το βρεφικό καροτσάκι αναγκάζονται να κατέβουν στον δρόμο και να εκτεθούν έτσι σε κίνδυνο, στα ΑμεΑ ουσιαστικά απαγορεύεται η διέλευση από τα πεζοδρόμια. Πρόκειται στην κυριολεξία για μια εφόρμηση των λογής ιδιωτικών συμφερόντων στον δημόσιο χώρο με σκοπό την κατάληψή του και την οικονομική εκμετάλλευσή του, χωρίς καμία άδεια, χωρίς κανέναν κανόνα και χωρίς κανένα αντίτιμο από την πλευρά των καταπατητών.
Οι πολίτες βιώνουν τον καθημερινό «ιμπεριαλισμό» του μαγαζάτορα που παράνομα και απροκάλυπτα δεν μοιάζει να έχει καμιά αναστολή να προσθέσει μερικά ακόμα ζωτικά μέτρα δημόσιου χώρου στο μαγαζί του, άρα μερικά παραπάνω ευρώ στην τσέπη του.
Στην Ελλάδα, όταν αναφερόμαστε σε «ιδιωτικά συμφέροντα», συνήθως φτιάχνουμε μια φαντασίωση ότι αυτό αφορά γιγάντιες πολυεθνικές, πανίσχυρους οργανισμούς και φρικτούς «νεοφιλελεύθερους» καπιταλιστές που έρχονται εδώ να αγοράσουν «φθηνά».
Μόνο που σε τούτη την περίπτωση οι εκμεταλλευτές είναι όλος αυτός ο ωκεανός των μικρομάγαζων ο οποίος χαρακτηρίζει διαχρονικά τον ελληνικό οικογενειακό μικροκαπιταλισμό. Και δεν αγοράζουν τον δημόσιο χώρο απλώς φθηνά. Τον καταπατούν εντελώς δωρεάν, τζάμπα. Είναι, στην ουσία, μια κοινοτοπία του κακού, την οποία οργανώνουν, προς όφελός τους και εις βάρος όλων των υπολοίπων, κανονικοί άνθρωποι απλώς και μόνο «γιατί μπορούν». Μόνο και μόνο διότι καμία δημόσια αρχή δεν είναι διατεθειμένη να τους στενοχωρήσει ώστε να αποδοθεί ξανά στους πολίτες εκείνο που ανήκει σε όλους, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να ανήκει σε κανέναν: ο δημόσιος χώρος.
Φαίνεται, συνεπώς, ότι αν και το ελληνικό κράτος ουδέποτε υπήρξε αποικιακό ή θύμα αποικιοκρατίας το ίδιο, δεν στερείται αποικιακής και κατακτητικής κουλτούρας. Οι πολίτες του βιώνουν μια χαρά τον καθημερινό «ιμπεριαλισμό» του μαγαζάτορα που παράνομα και απροκάλυπτα δεν μοιάζει να έχει καμιά αναστολή να προσθέσει μερικά ακόμα ζωτικά μέτρα δημόσιου χώρου στο μαγαζί του, άρα μερικά παραπάνω ευρώ στην τσέπη του. Δεν υπάρχει μόνο ο ιμπεριαλισμός των «φονιάδων των λαών» αλλά και ο απλός των κατακτητών της πόλης μας.
Ωστόσο, δεν πρέπει να είμαστε άδικοι με τους μικρέμπορους. Δεν είναι οι μόνοι στη δημόσια σφαίρα με αυτή την αποικιακή λογική. Δηλαδή δεν είναι οι μόνοι που έχουν διαμορφώσει για τον εαυτό τους και τη δουλειά τους ιδιόμορφα άσυλα όπου ο νόμος του κράτους δεν μπορεί να επιβληθεί και να ισχύσει. Πλήθος άλλων δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών στη χώρα έχουν καταφέρει για ποικίλους λόγους να επιβάλουν την άποψη ότι γι’ αυτούς ισχύει κάτι άλλο σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους.
Επί δεκαετία, για παράδειγμα, και με πρόσχημα ένα αυταρχικό παρελθόν, τα πανεπιστήμιά μας είχαν πείσει την πολιτική εξουσία και την κοινή γνώμη ότι το άσυλο που ίσχυε στους χώρους τους αναφορικά με την ελεύθερη κυκλοφορία ιδεών εν τέλει επεκτεινόταν και σε κάθε παράνομη πράξη που μπορεί να συνέβαινε εκεί: από την πώληση ναρκωτικών μέχρι τη μόνιμη κατάληψη αιθουσών του από «συλλογικότητες» ή τους τραμπουκισμούς από ομάδες που συχνά δεν αποτελούνταν καν από φοιτητές. Όποιος βρισκόταν ή κατέφευγε στην επικράτεια του ιδρύματος, αυτομάτως έχαιρε «ασυλίας», ό,τι φρικτό κι αν είχε κάνει σχεδόν. Η αστυνομία δεν είχε ελεύθερη πρόσβαση εκεί ή είχε μόνο αν έπαιρνε την άδεια των ιδρυματικών αρχών.
Γιατί, άραγε, να μη φαντασιώνεται μετά κάτι αντίστοιχο π.χ. μια ολόκληρη γειτονιά της πόλης μας, διεκδικώντας για τον εαυτό της την επιβολή ενός ιδιότυπου «ασύλου» στα πολεοδομικά της όρια; Σκεφτείτε ποια είναι η μόνη γειτονιά του κέντρου της Αθήνας όπου δεν ίσχυσε ποτέ η ελεγχόμενη στάθμευση και θα διαπιστώσετε ότι δεν το φαντασιώνεται απλώς αλλά μπορεί να το εφαρμόζει κιόλας.
Ήταν και είναι εν τέλει τέτοια η δύναμη αυτής της αυθαίρετης ερμηνείας περί ασύλου που ακόμα και όταν αυτό καταργήθηκε, συνέχιζε να επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο ως η μόνη προστασία των ΑΕΙ μας και οποιουδήποτε οργανισμού από τον «αυταρχισμό» του κράτους.
Φαίνεται, μάλιστα, ότι η ιδέα είναι τόσο θελκτική που έχει βάλει κι άλλους σε πειρασμό να την επικαλούνται, κυρίως όταν έχουν φορέσει μόνοι τους το ράσο της ηθικής. Για χρόνια, ας πούμε, τα λογιστήρια των πολιτικών κομμάτων έχαιραν ενός τέτοιου ασύλου, ενώ και σήμερα ακόμα σε ένα μικρό κόμμα το ΣΔΟΕ δεν «δικαιούται» πρόσβαση απλώς και μόνο επειδή αυτοχαρακτηρίζεται «ιστορικό». Αρκεί γενικώς να επικαλείσαι τις καλές σου προθέσεις στην Ελλάδα για να τίθεσαι αυτομάτως εκτός της δικαιοδοσίας του νόμου.
Προσφάτως, ένα ίδρυμα ΝΠΙΔ –με φιλανθρωπική δράση που πράγματι κανείς δεν θα διανοούνταν να αμφισβητήσει– διαμαρτυρήθηκε έντονα διότι το κράτος αποφάσισε επιτέλους να θέσει κανόνες στη λειτουργία τέτοιων δομών. Δηλαδή να κάνει αυτό που έχει όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να κάνει. Κι όμως, αν κρίνω από την αντίδραση της κοινής γνώμης, αρκεί να δηλώνεις υπεράνω ηθικής για να κερδίζεις και την ασυλία του κοινού.
Και το κράτος πού είναι σε όλα αυτά; Θυμάμαι κάποτε, σε μια σχετική ερώτηση, ένας φοιτητής μου είχε σχολιάσει: «Μα το κράτος είμαστε εμείς». Είχε εν μέρει δίκιο. Όσο το κράτος μας και οι πολιτικοί διαχειριστές του επιτρέπουν στα ιδιωτικά συμφέροντα κάθε τύπου να το αποικίζουν και να του επιβάλλουν τη βούλησή τους, τότε το δημόσιο συμφέρον θα υποτάσσεται μονίμως στο επί μέρους ιδιωτικό. Αντιθέτως, αν έχει τη διάθεση (διότι ουδόλως στερείται των μέσων) να πάψει να ανέχεται την εσωτερική αποικιοκρατία βαλκανικής κοπής που έχουν επιβάλει διάφοροι κλεφταρματολοί στο όνομα της ηθικής (τους) ή της έκτακτης ανάγκης, τότε το κράτος θα είναι όντως «με εμάς», δηλαδή με το 99.9% των πολιτών του.