ΑΣ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΤΟΥΜΕ εκ προοιμίου για να μην έχουμε αυταπάτες: δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από ιδεολογικές «προκαταλήψεις» και είναι αδύνατο να μιλάμε και να κρίνουμε τα φαινόμενα με την ουδετερότητα του φυσικού επιστήμονα (που κι αυτή δεν είναι βέβαιη). Αξίζει τον κόπο, όμως, να μη βυθιζόμαστε για τα καλά μέσα στην ιδεολογία αγνοώντας όλα τα υπόλοιπα, τις αντίθετες ενδείξεις και τα άλλα επιχειρήματα.
Σε αυτό, ας πούμε, που έχει ονομαστεί παλαιστινιακό ζήτημα είναι φανερό ότι έχουμε μια χρόνια ιδεολογική υπερεπένδυση. Κατασκευάζεται η εικόνα του Ισραήλ ως Δύσης και των Παλαιστινίων και των συμμάχων τους ως εχθρών της Δύσης.
Η κατασκευή αυτή δεν είναι αυθαίρετη αφού πατάει, εν μέρει, σε πολιτικά και ιστορικά δεδομένα, λ.χ. στη γνωστή σχέση των κυβερνήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών με το κράτος του Ισραήλ και την προστασία του. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις σχέσεις που είχαν αναπτύξει πολλές παλαιστινιακές οργανώσεις (από παλιά) με την τότε Σοβιετική Ένωση ή τώρα με χώρες και δυνάμεις που είναι αντίπαλοι της Δύσης.
Η αλληλεγγύη δεν μπορεί να σημαίνει τύφλωση, αυτολογοκρισία ή σκόπιμη υποβάθμιση των όσων βλέπουμε χάριν μιας «ιδέας» που μάς είναι πολύτιμη. Και αυτό ισχύει για όλες τις πλευρές.
Τέτοιες ωστόσο κατασκευές, όση αλήθεια κι αν διαθέτουν, μας παραπλανούν και μας οδηγούν σε λάθος στάσεις. Για παράδειγμα, η ταύτιση του Ισραήλ με την «ουσία της δυτικής αποικιοκρατίας» οδηγεί αριστερά και ριζοσπαστικά κινήματα στις δυτικές χώρες σε συνειδητή υποβάθμιση του χαρακτήρα και του σχεδίου που έχει η Χαμάς, η Χεζμπολάχ, το Ιράν, η Συρία κ.λπ.
Από την άλλη πλευρά, η δικαιολογημένη απέχθεια για την τρομοκρατία ή για τους τζιχαντισμούς που εξάγονται στην Ευρώπη οδηγεί πολλούς κεντρώους ή «φιλελεύθερους» πολίτες σε μια στάση άκριτου υπερασπιστή της ισραηλινής οπτικής για την περιοχή.
Στις αμερικάνικες πανεπιστημιουπόλεις έχουν φτάσει να βλέπουν το Ισραήλ ως «λευκό προνόμιο» και τους Παλαιστινίους ως Μαύρους (εκφραστές του Παγκόσμιου Νότου στην εξέγερσή του κατά των προνομιούχων του Πρώτου Κόσμου). Στην Ελλάδα, πιο κλασική στις αναφορές της, ακούγονται διαρκώς συγκρίσεις με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες κατά του κατακτητή, με την Επανάσταση του '21 ή το ΕΑΜ ΕΛΑΣ. Στη Γαλλία ή στη Γερμανία κυριάρχησαν τα συνθήματα κατά του σιωνισμού και του ιμπεριαλισμού, αν και εκεί υπάρχει πια μια ισχυρή συνιστώσα που κρίνει τα πάντα υπό την οπτική της «επίθεσης στους Μουσουλμάνους».
Στην πλευρά που στέκεται με το Ισραήλ (stand with Israel) η ιδεολογική έξαρση συνυπάρχει με μια πιο οριοθετημένη ευαισθησία. Υπάρχουν κείμενα και δημοσιεύματα που καταφεύγουν εύκολα στη θέση για πόλεμο πολιτισμών και βλέπουν το Ισραήλ ως προμαχώνα κατά της ισλαμιστικής πλημμυρίδας. Βλέπει κανείς όμως και εκδηλώσεις που μένουν περισσότερο στα θύματα μιας τρομοκρατικής επίθεσης και νοιάζονται για την τύχη του Ισραήλ ως κράτους με όρους ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Αν, όπως είπαμε, οι προβολές και τα συναισθήματα των κοινοτήτων και των παρατάξεων είναι αναπότρεπτα, μπορούμε τουλάχιστον να αμφισβητούμε τα πιο επίπλαστα και ανούσια σχήματα. Το να βλέπει κανείς πίσω από τη Χαμάς κάποιου είδους επανάσταση κατά του «λευκού αποικιακού προνομίου» ή του ιμπεριαλισμού είναι σαν να θεωρεί στα σοβαρά το καθεστώς του Ιράν ή το Κόμμα Δικαιοσύνης του Ερντογάν μέρος της Αριστεράς. Η ίδια απουσία κρίσης είναι το να στιγματίζει κανείς κάθε σιωνισμό ως ρατσισμό ενώ την ίδια στιγμή να αθωώνει ή να ωραιοποιεί εμμέσως ακραία αντιδραστικές και καταπιεστικές ιδεολογίες μέσα στον αραβομουσουλμανικό κόσμο.
Και φυσικά είναι γελοίο το να λογαριάζει κανείς ως υπερασπιστή της ελευθερίας και του πολιτισμού μια συγκεκριμένη ισραηλινή ακροδεξιά που έχει υπονομεύσει κάθε προοπτική παλαιστινιακής ανεξαρτησίας. Φάνηκε άλλωστε τα τελευταία χρόνια, αυτή η ακροδεξιά βρέθηκε στη δίνη της διαφθοράς και διαφόρων θεσμικών και συνταγματικών εκτροπών μέσα στο ίδιο το Ισραήλ.
Όπως και σε άλλα μέτωπα της σκέψης και της πολιτικής, τα συναισθήματα, οι εξηγήσεις, οι δικαιολογήσεις θα διαφέρουν και θα αντιπαλεύουν για τον νου και την καρδιά μας. Δεν μπορούμε να συμπέσουμε ούτε καν στην υπεράσπιση της ζωής των αμάχων ή σε άλλα τέτοια ζητήματα αίματος (διαπιστώσαμε πως οι περισσότεροι κρίνουν με διαφορετικά σταθμά το ένα και το άλλο αίμα).
Μπορούμε, παρ’ όλα αυτά, να αποφύγουμε τα πρόχειρα ιδεολογικά μπαζώματα που πάνε απλώς να λύσουν άλλους λογαριασμούς στην πλάτη των θυμάτων. Η αλληλεγγύη δεν μπορεί να σημαίνει τύφλωση, αυτολογοκρισία ή σκόπιμη υποβάθμιση των όσων βλέπουμε χάριν μιας «ιδέας» που μάς είναι πολύτιμη. Και αυτό ισχύει για όλες τις πλευρές.