ΤΟ «MHΤΣΟΤΑΚΗΣ ΓΙΟΚ» μοιάζει πλέον πολύ μακρινό για τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος θεωρεί ότι στο πρόσωπο του Έλληνα πρωθυπουργού έχει βρει έναν αξιόπιστο συνομιλητή και κυρίως κάποιον που είναι συνεπής σε όσα συμφωνούν – βάζοντας, όμως, όλα τα μεγάλα προβλήματα στην άκρη. Ο Τούρκος Πρόεδρος χρειάστηκε αρκετό χρόνο και μερικούς διαμεσολαβητές (από ΗΠΑ και Γερμανία) για να διαβάσει σωστά τον Κυριάκο Μητσοτάκη και να καταλήξει ότι, για την ώρα τουλάχιστον, μπορεί να συνεννοηθεί μαζί του.
Μετά την επανεκλογή Μητσοτάκη αντιλαμβάνεται ότι με αυτόν τον πρωθυπουργό θα συνομιλεί για τα επόμενα χρόνια και έχει εκτιμήσει αρκετά τους χαμηλούς τόνους του, αλλά κυρίως, όπως αναφέρουν διπλωματικές πηγές, έχει τσεκάρει την αξιοπιστία του. Αυτό σημαίνει ότι όσα έχουν συμφωνήσει γίνονται. «Επισκέφθηκα την Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2023 και είχαμε επιβεβαιώσει την αμοιβαία συμφωνία μας να διατηρήσουμε ανοιχτούς τους διαύλους διαλόγου. Καταγράψαμε αυτήν τη συναντίληψη και με τη Διακήρυξη των Αθηνών για σχέσεις καλής γειτονίας. Η επίσκεψη αυτή αποτελεί αντικατοπτρισμό αυτής της συμφωνίας και τον ευχαριστώ για την ειλικρίνειά του», είπε εχθές ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και έδειχνε να το εννοεί απολύτως.
Μία από τις κριτικές που δέχεται στο εσωτερικό ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ότι με τη βελτίωση των σχέσεων που του έχει προσφέρει, «ξεπλένει» τον Ερντογάν στα μάτια των δυτικών και συμβάλλει στην προώθηση των διεκδικήσεών του. Όμως για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η πολιτική των «ήρεμων νερών» είναι πρωτίστης σημασίας, ακόμα και αν δέχεται κριτική για αυτό.
Η Νέα Δημοκρατία είναι ένα κόμμα το οποίο παραδοσιακά έχει ψηλά τα εθνικά θέματα, αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εθνικιστής ή υπερπατριώτης ούτε από τους πιο σφοδρούς του αντιπάλους. Αντιθέτως, είναι υπέρ της συνεννόησης με την Τουρκία, ακόμα και όταν αυτή προκαλεί, με συνέπεια να δέχεται κριτική και μέσα στο κόμμα του για πολιτική κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία. Οι πρώην πρωθυπουργοί, Αντώνης Σαμαράς και Κώστας Καραμανλής, αφήνουν συχνά αιχμές για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, κάνοντας σαφές ότι θα προτιμούσαν μια πιο δυναμική αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει αντιληφθεί αφενός ότι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας είναι απολύτως κυρίαρχο στην Ελλάδα και αφετέρου ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πιο μετριοπαθής συνομιλητής που θα μπορούσε να έχει. Ο Έλληνας πρωθυπουργός παίζει με ανοιχτά χαρτιά, δεν είναι απρόβλεπτος, κινείται –απολύτως «νομοταγής»– στη γραμμή της Δύσης, της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, και ο Ερντογάν ξέρει με ποιον έχει να κάνει. Μία από τις κριτικές που δέχεται στο εσωτερικό άλλωστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ότι με τη βελτίωση των σχέσεων που του έχει προσφέρει, «ξεπλένει» τον Ερντογάν στα μάτια των δυτικών και συμβάλλει στην προώθηση των διεκδικήσεών του. Όμως για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η πολιτική των «ήρεμων νερών» είναι πρωτίστης σημασίας, ακόμα και αν δέχεται κριτική για αυτό.
Καλή σχέση είχε και με τον Αλέξη Τσίπρα ο Ταγίπ Ερντογάν και ειδικά το πρώτο διάστημα αυτή ήταν μάλλον πολύ καλύτερη από ό,τι με τον σημερινό πρωθυπουργό, σύμφωνα με ορισμένους διπλωμάτες. Άλλωστε τον Δεκέμβριο του 2017 επισκέφθηκε την Ελλάδα και ήταν η πρώτη επίσκεψη Τούρκου Προέδρου έπειτα από πάρα πολλά χρόνια. Αυτό που τον είχε ενοχλήσει, όμως, στην περίπτωση του Τσίπρα, ήταν ότι κάποια θέματα για τα οποία θεωρούσε ότι είχαν συμφωνήσει, δεν τηρούνταν, όπως με την υπόθεση των «οκτώ», που περίμενε να τους πάρει πίσω. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε δηλώσει στη συνάντηση που είχε το 2019 μαζί του ότι οι πραξικοπηματίες δεν ήταν καλοδεχούμενοι στην Ελλάδα, αλλά όφειλαν να αποδεχθούν τις αποφάσεις της δικαιοσύνης. Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνησή του είχε προσπαθήσει να τον ικανοποιήσει, αλλά υπήρξε σημαντική αντίδραση τότε ενάντια στην παράδοσή τους και κυρίως υπήρξαν αντίθετες δικαστικές αποφάσεις. Ο Τούρκος Πρόεδρος δεν αμφισβήτησε ποτέ τις προθέσεις του Τσίπρα, γι' αυτό δεν επιδεινώθηκαν οι σχέσεις τους, καθώς αντιλήφθηκε στο τέλος ότι «του είχε τάξει» κάτι που δεν ήταν στο χέρι του. Εκείνη την περίοδο, άλλωστε, είχαν επιστραφεί αρκετοί αντικαθεστωτικοί και καταζητούμενοι Τούρκοι, σύμφωνα με καταγγελίες που είχαν γίνει και επώνυμα.
Ένα σημαντικό σημείο τριβής (και) με την κυβέρνηση Μητσοτάκη τα προηγούμενα χρόνια ήταν το θέμα του καταυλισμού Κούρδων του Λαυρίου, για το οποίο ο Ερντογάν το 2022 είχε κατηγορήσει με δηλώσεις του την Ελλάδα ότι «εκπαιδεύει τρομοκράτες στο Λαύριο». Παρόμοιες δηλώσεις είχε κάνει και ο πρώην υπουργός Εσωτερικών, Σουλεϊμάν Σοϊλού, πριν από έναν χρόνο, ενώ οι πιέσεις στο παρασκήνιο ήταν έντονες. Η κυβέρνηση επέμενε να απαντά στην Τουρκία ότι οι κατηγορίες αυτές ήταν αβάσιμες, ωστόσο οι Κούρδοι πρόσφυγες που ζούσαν εκεί άρχισαν να μεταφέρονται σε άλλες δομές φιλοξενίας, μέχρι που ο καταυλισμός εκκενώθηκε εντελώς πριν από μερικούς μήνες. Το γεγονός ικανοποίησε την Άγκυρα, αλλά η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αυτό δεν συνέβη λόγω των τουρκικών πιέσεων. Ο καταυλισμός του Λαυρίου είναι από τις παλαιότερες δομές υποδοχής προσφύγων, ο οποίος φιλοξενούσε κυρίως Κούρδους και για αυτό ήταν διαχρονικά στο στόχαστρο της Τουρκίας. Είχε ήδη πάψει να χρηματοδοτείται από το ελληνικό κράτος από το 2016 και από το 2017 δεν γίνονταν δεκτές νέες αφίξεις. Η εξήγηση, πάντως, για την απόφαση να κλείσει η προσφυγική δομή στο Λαύριο ήταν ότι το κτίριο ήταν ακατάλληλο και οι τελευταίοι διαμένοντες εκεί μεταφέρθηκαν σε άλλες δομές.
Κατά τα άλλα, απρόοπτα στη χθεσινή συνάντηση δεν υπήρχαν και ήταν προφανές ότι είχε προηγηθεί λεπτομερής προετοιμασία και συνεννόηση για όσα ειπώθηκαν δημόσια, με τα συμφωνηθέντα να τηρούνται και από τις δύο πλευρές. Ο Ερντογάν μίλησε, όπως κάνει πάντα τελευταία, για τουρκική μειονότητα στη Θράκη, με τον Μητσοτάκη να τον διορθώνει, επισημαίνοντάς του ότι ο χαρακτηρισμός της μειονότητας ως θρησκευτικής προβλέπεται ρητά στη Συνθήκη της Λωζάνης και ότι η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη ευημερεί, ενώ για πρώτη φορά δήλωσε ότι θα «ήταν ευχής έργον αν την ίδια άνθιση γνώριζε και ο, δυστυχώς, διαρκώς συρρικνούμενος ελληνισμός στην Τουρκία».
Ούτε προκλήσεις άλλες υπήρχαν στη χθεσινή συνάντηση. Αυτές άλλωστε είχαν προηγηθεί τις προηγούμενες ημέρες, με τελευταία τη δήλωση Ερντογάν, στη συνέντευξη που έδωσε στην «Καθημερινή» πριν από την επίσκεψη Μητσοτάκη, ότι τα ζητήματα κυριαρχίας δεν βλάπτουν τον διάλογο, εννοώντας φυσικά τα ζητήματα της ελληνικής κυριαρχίας.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός όλα αυτά τα εξηγεί λέγοντας ότι «η Τουρκία δεν έχει μετακινηθεί, αλλά ούτε κι εμείς» και θεωρεί αμοιβαία επωφελές το ότι δεν γίνονται υπερπτήσεις και παραβιάσεις στο Αιγαίο, καθώς και τη βίζα-εξπρές στα 10 ελληνικά νησιά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δίνει μεγάλη σημασία στην οικονομική συνεργασία και ο Ερντογάν δήλωσε πως συμφώνησαν ότι «θα ανεβάσουν στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια τις διμερείς εμπορικές σχέσεις». Επίσης τόνισε στον Ταγίπ Ερντογάν ότι η Ελλάδα υπερασπίζεται πάντα τη χρηματοδότηση της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση για το μεταναστευτικό (χωρίς να προβάλλει αντιρρήσεις, ακόμα και μετά από κορυφαίες προκλήσεις, όπως ήταν στον Έβρο το 2020).
Δύο χρόνια μετά το cancel του Ερντογάν, με το «Μητσοτάκης γιοκ», ο Τούρκος Πρόεδρος χαιρέτησε τον Έλληνα πρωθυπουργό εχθές «εγκάρδια και με σεβασμό», όπως είπε, δηλώνοντας «μεγάλη ικανοποίηση που φιλοξενεί τον αξιότιμο κύριο Κυριάκο Μητσοτάκη και την αντιπροσωπεία του στην Άγκυρα».
Η συνάντηση αυτή, ωστόσο, δεν άλλαξε τίποτα σε σχέση με τα μεγάλα και άλυτα προβλήματα που υπάρχουν με την Τουρκία, τα οποία απλώς μπαίνουν στην άκρη και μετατίθενται στο μέλλον για χάρη του «ήρεμου κλίματος».