31 ΧΡΟΝΙΑ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ από τον πρόωρο θάνατο του Χρήστου Βακαλόπουλου και η σκέψη του είναι πάντα εδώ, ζωντανή, το έργο του εξακολουθεί να συζητιέται έντονα και να πυροδοτεί άρθρα και κριτικές, τα βιβλία του συνεχίζουν να ανακαλύπτονται από όλο και νεότερες γενιές και να εμπνέουν όλο και περισσότερους δημιουργούς, ενώ τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές ανακοινώθηκε το ανέβασμα μίας ακόμα παράστασης βασισμένης στο κορυφαίο του μυθιστόρημα «Η γραμμή του ορίζοντος», από την Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου.
Το πολυεπίπεδο, οξυδερκές και διορατικό μυθιστόρημα του Χρήστου Βακαλόπουλου «Η γραμμή του ορίζοντος» από το 1991, που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας, μέχρι και σήμερα όχι μόνο κέρδισε το στοίχημα του χρόνου και θεωρείται πλέον κλασικό για τη νεοελληνική λογοτεχνία, όχι μόνο αγαπήθηκε και σχολιάστηκε ευρέως όλα αυτά τα χρόνια, αλλά σταδιακά περιβλήθηκε, αυτό και η ηρωίδα του, η Ρέα Φραντζή, «ελαφρά ντυμένη, τριανταδύο χρόνων, παντρεμένη, έτοιμη να χωρίσει χωρίς να ξέρει γιατί», με την αύρα του cult, που όπως γίνεται συχνά σ’ αυτές τις περιπτώσεις σηκώνει και περιττή σκόνη που διαστρεβλώνει καμιά φορά ή υπεραπλουστεύει τα πράγματα. Και παρότι το βιβλίο είναι εξαντλημένο αυτήν τη στιγμή από τον εκδοτικό οίκο, όπως δυστυχώς και τα περισσότερα βιβλία του Βακαλόπουλου, παραμένει πάντα επίκαιρο, ίσως και πιο επίκαιρο από την εποχή που γράφτηκε.
Τι μας κάνει να πιστεύουμε πως η γενιά των 30άρηδων που αράζει στα τραπεζάκια της πλατείας Αγίου Γεωργίου και στον πεζόδρομο της Αγίας Ζώνης, ψωνίζει βιβλία στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης και ανεβάζει στόρις από την μπάρα του Au Revoir σαν να έχει έρθει σε cultural προσκύνημα είναι περισσότερο χαμένη και αφασική από τη Ρέα Φραντζή, χωρίς ερείσματα σε μυθολογίες, με ξεχειλίζουσα επιφάνεια και ελάχιστο βάθος;
Ποιο άλλο βιβλίο τόσο συμπυκνωμένης νεοελληνικής αυτογνωσίας κατάφερε με τόση οξύνοια να αποδώσει το κλίμα όχι μόνο των αρχών της δεκαετίας του ’90 αλλά και της δεκαετίας του ’60, των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, των ανέφελων χρόνων της «Αλλαγής» επί ΠΑΣΟΚ και της καταναλωτικής ευμάρειας; Ο Βακαλόπουλος όχι μόνο κατέγραψε τις ραγδαίες αλλαγές που διαδραματίζονταν γύρω του, αλλά είδε και τι ερχόταν με εντυπωσιακή ακρίβεια και μας το έδωσε με απαράμιλλη πυκνότητα και με τον ευθύβολο, πηγαίο αλλά και στοχαστικό τρόπο του.
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος ήταν ένας από τους πιο ευφυείς ανθρώπους της γενιάς του. Θα ήταν απίθανο να υποπέσει στο ατόπημα μιας ακατάσχετης νοσταλγίας και γεροντικής παρελθοντολαγνείας, σε έναν οικτιρμό για κάθε τι νέο και τη δοξολογία κάθε τι παλιού, μένοντας σε επιφανειακές κρίσεις. Πίσω από τις αναπολήσεις της Ρέας και τις χλωμές σε σύγκριση με το παρελθόν διαπιστώσεις της για το παρόν κρύβεται η διαχρονική αναζήτηση ταυτότητας. Σήμερα, με απόσταση περίπου 30 ετών από τη δεκαετία του ’90 που κυκλοφόρησε το βιβλίο, όση περίπου ήταν και η απόσταση της Ρέας από τη δεκαετία του ’60, και με τις κολοσσιαίες μεταμορφώσεις που έχουν γίνει έκτοτε και εξακολουθούμε να βιώνουμε, είμαστε σε θέση να το δούμε πιο καθαρά.
Ο Ευγένιος Αρανίτσης στο κείμενό του για τον Βακαλόπουλο «Συγκεκριμένη στάθμιση αγαθών» έχει επισημάνει: «Με τον Χρήστο υπήρξαμε συνέταιροι στη νοσταλγία της δεκαετίας του ’60. Έρχομαι λοιπόν να σας διαβεβαιώσω ότι η νοσταλγία μας δεν ήταν φόβος για το παρόν – απεναντίας!». Δεν είναι η νοσταλγία για μια χαμένη αυθεντικότητα το ζητούμενο στον Βακαλόπουλο, είναι κάτι πολύ πιο βαθύ, είναι η αναζήτηση ενός αέναου παρόντος που διαφεύγει, απρόσβλητου από τις αλλαγές και άφθαρτου, που δεν χρειάζεται να εξηγηθεί και να ερμηνευθεί, απλώς βιώνεται. Ο Κωστής Παπαγιώργης στο «Γεια σου, Ασημάκη» (Καστανιώτης, 1993), στο βιβλίο του-φόρο τιμής στον Βακαλόπουλο, εξάλλου, είχε καταστήσει σαφές πως ο χρόνος του είναι το παρόν και το εδώ και τώρα. Για το οποίο παρόν στη «Γραμμή του ορίζοντος» γράφει: «Αυτό είναι το νικηφόρο παρόν και έχει όλο το δίκιο με το μέρος του, έχει το εδώ και τώρα με το μέρος του […] Κάθε επανάσταση οδηγεί σ’ ένα άπειρο εδώ και τώρα, σ’ ένα αδηφάγο παρόν που δεν εξηγείται με τίποτα, κάθε φορά που εξηγείται αρχίζει να ισχύει το αντίθετο».
Τέτοια βιβλία μπορεί να θέλουν και καιρό για να αποκαλύψουν όλους τους καρπούς τους. Η «Γραμμή του ορίζοντος» σήμερα μπορεί να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα μιας άλλης επικαιρότητας. Κάποτε η Κυψέλη όπου μεγάλωσε κι ο ίδιος ο Βακαλόπουλος, όπως και η ηρωίδα του, «ήταν το κέντρο του κόσμου, γνωστού και αγνώστου, ορατού και αοράτου». Ύστερα κάποια στιγμή, τον Αύγουστο του 1968 συγκεκριμένα, σταμάτησε να είναι το κέντρο του κόσμου. Σήμερα; Οι γειτονιές της Αθήνας που αλλάζουν όψη και μεταλλάσσονται διαρκώς, ο υπερτουρισμός που απειλεί την πόλη, οι συνοικίες του κέντρου που χιπστεροποιούνται και το gentrification, η επιτάχυνση των αλλαγών που πλέον δεν αφορούν δεκαετίες αλλά επιτελούνται από χρόνο σε χρόνο. Πόση διαφορά να έχει η Κυψέλη της δεκαετίας του ‘60 με τη σημερινή Κυψέλη; Χαοτική. Πόση διαφορά να έχει η χαμένη στις υπαρξιακές της αναζητήσεις Ρέα Φραντζή με οποιονδήποτε σύγχρονο ανερμάτιστο 30άρη που ψάχνει αναφορές σαν σωσίβιο σε μια ακατάληπτη πραγματικότητα; Ίσως όχι και τόση.
Πού θα σύχναζε σήμερα η Ρέα Φραντζή; Πόσο ξένη θα έβλεπε τη σημερινή Κυψέλη; Θα θρηνούσε ή θα έψαχνε μια νέα διαφυγή; Η φυγή της Ρέας, ωστόσο, δεν είναι από την πραγματικότητα, το αντίθετο. Η συντριπτική και πέρα από εξηγήσεις, ερμηνείες και ορισμούς «νικηφόρα» πραγματικότητα είναι το μόνιμο ζητούμενό της, είτε το παρόν είναι το 1968 είτε το 1975 είτε το 1991 είτε το 2024. Είτε είναι η Κυψέλη όπου μεγάλωνε ο Χρήστος Βακαλόπουλος όταν «στη Φωκίωνος Νέγρη υπήρχε κάποτε μουσική», είτε είναι η Κυψέλη της ανυπολόγιστης οικιστικής καταστροφής για ένα διαμέρισμα λουξ με λουτροκαμπινέ που βαφτίστηκε οικοδομική ανάπτυξη, είτε είναι η Κυψέλη του σήμερα, των hip μαγαζιών και των golden visa.
Τι μας κάνει να πιστεύουμε πως η γενιά των 30άρηδων που αράζει στα τραπεζάκια της πλατείας Αγίου Γεωργίου και στον πεζόδρομο της Αγίας Ζώνης, ψωνίζει βιβλία στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης και ανεβάζει στόρις από την μπάρα του Au Revoir σαν να έχει έρθει σε cultural προσκύνημα είναι περισσότερο χαμένη και αφασική από τη Ρέα Φραντζή, χωρίς ερείσματα σε μυθολογίες, με ξεχειλίζουσα επιφάνεια και ελάχιστο βάθος; Ίσως ο ναρκισσισμός των 40άρηδων, 50άρηδων, 60άρηδων και οι πολλαπλές στοιβάδες του χρόνου που έχουν συσσωρευτεί, που πάντα προσθέτουν σαν ένα φίλτρο του Ίνσταγκραμ, πάντα αναβαθμίζουν, εξυψώνουν και χαρίζουν ένα βάθος που τώρα λάμπει μεν όπως έλαμπε και άλλοτε, μόνο που τότε έπρεπε να το ανασύρεις μέσα από μπόλικη ρηχότητα.
Και πόσα ακόμα δεν κρύβονται πίσω από τις συνεχείς επαναλήψεις και τον υποβλητικό ιερατικό ρυθμό του Βακαλόπουλου: η αδιέξοδη πορεία προς μία κενή και κούφια καταναλωτική ευδαιμονία, το τέρας του υπερτουρισμού, η καταστροφή του ελληνικού καλοκαιριού και η μετάλλαξη των ελληνικών νησιών, η παραπαίουσα νεοελληνική ταυτότητα που ισορροπεί κάπου μεταξύ αρχαίας Ελλάδας, Βυζαντίου, Ορθοδοξίας και νεωτερικότητας, ακόμα και η σημερινή παντοκρατορία της εικόνας και της αδηφάγας επικαιρότητας του ίντερνετ, με τον καταιγισμό των πληροφοριών που «είναι ανύπαρκτες, όλα αυτά τα σάπια νέα είναι ανύπαρκτα, αληθινά κι όμως ανύπαρκτα, πραγματικά κι όμως ανύπαρκτα, μακρινά ψεύτικα».
Μήπως και τις σημερινές ανθρώπινες σχέσεις δεν μπορεί να τις ερμηνεύσει και να τις νοηματοδοτήσει εκ των υστέρων η χειμαρρώδης και απαστράπτουσα πρόζα του; Οι σελίδες του ζεματάνε περισσότερο κι από όταν τις πρωτοδιάβασες, αποκτώντας μια νέα αιχμηρότητα. «Το μοναδικό αληθινό νέο είναι πως κανείς δεν αρέσει πια σε κανέναν», γράφει. Μιλούσε για την εποχή που δεν υπάρχει μόνο ένα νησί, γι’ αυτό όλα τα νησιά είναι ίδια, και δεν υπάρχει μόνο ένας άντρας, γι’ αυτό όλοι οι άντρες είναι ίδιοι, αλλά να που ξεπροβάλλει η βασανιστική ψευδαίσθηση των άπειρων καλύτερων επιλογών, λες και ο Βακαλόπουλος περιγράφει τον έρωτα στην εποχή των dating apps και τον αλγόριθμο εκείνο που πλέον όλοι έχουμε στο κεφάλι μας, επιλέγοντας ή απορρίπτοντας αυτόματα ανθρώπους εν ριπή οφθαλμού, σύμφωνα πάντα με τις αυστηρές και πολύπλοκες προδιαγραφές μας.
Πώς να μην παραμένει, λοιπόν, επίκαιρος ο Βακαλόπουλος, πώς να μη συνομιλεί με όλες τις γενιές, όταν έδειξε τον δρόμο πως «το ιδεώδες είναι να ονειρεύεσαι τη ζωή σου ενώ συνάμα τη ζεις», όπως έγραψε ο Αρανίτσης, και «κατόρθωσε να δεξιωθεί μέσα στο λιγοσέλιδο γραφτό του κάτι που θυμίζει αντηλιά της αιωνιότητας», όπως είπε για τη «Γραμμή του ορίζοντος» ο Κωστής Παπαγιώργης.
Όπου και να σύχναζε σήμερα η Ρέα Φραντζή, όσο και να μην αναγνώριζε τη σημερινή Κυψέλη, όσο και να τρόμαζε με τα στίφη των τουριστών, ό,τι θα την έσπρωχνε σ’ ένα πλοίο με προορισμό την Πάτμο ή άλλο νησί, δεν έχει σημασία ποιο, αρκεί να είναι το «ένα νησί», είναι εκείνη η συγκολλητική ουσία που αισθάνεται κανείς πως κάπου στη διαδρομή έχει χάσει, είναι ο πυρήνας, το κέντρο της ύπαρξής του. Ακόμα κι αν θα βουτούσε και πάλι στα νερά του Αιγαίου, κολυμπώντας προς τη γραμμή του ορίζοντα, θα ήταν η ανάγκη για το παρόν, ένα παρόν που να μεγαλώνει «με τη βοήθεια των ταπεινών αιώνων», το παρόν της δικής της ζωής που θα την καλούσε.